Η Σβέτα, Σβετλάνα, Φωτεινή είναι η μαγική γυναίκα που σιωπηλά κυριαρχεί στο τελευταίο έργο του Δημήτρη Νόλλα κι ορίζοντας τα πάντα, αμυδρά θυμίζει τη Γλυκερία στο παλαιότερο μυθιστόρημα «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» (1993). Είναι μια Ρωσίδα από τη ρημαγμένη Ανατολή που καθαρίζει σπίτια, κι είναι αδύνατη να την πάρει ο άνεμος, με χέρια σα φτερά και λίγα ελληνικά που βγαίνουν από τα χείλη της σα ζάχαρη και φως. Πουθενά δεν θα τη συναντήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο, θα τη γνωρίσουμε όμως μέσα από τα ημερολόγια του νεαρού Άλκη που της αφιερώνεται εγκαταλείποντας οικογένεια, σπίτι και σπουδές. Κι η απόλυτη θέλησή του να της μεταγγίσει το είναι του θα πραγματοποιηθεί, καθώς σαν αχτίδα φωτός θα χυθεί προστατεύοντάς την με το δικό του σώμα από το μαχαίρι που θανάσιμα την απειλεί. Στη «Φωτεινή μαγική» (Καστανιώτης, σελ. 141), δέκατο έργο του συγγραφέα, θα βρούμε όλα τα συστατικά που προσδίδουν στην πεζογραφία του Δημήτρη Νόλλα την ανεπανάληπτη θέση της στη μεταπολεμική λογοτεχνία: θα συναντήσουμε τον Άλκη και τη Σβετλάνα, τη θετή του μάνα Μάρθα και τον επικίνδυνο μακρυκάνη, πρόσωπα που φθάνουν από το πουθενά, που εμφανίζονται ξαφνικά και σαν παράξενοι κομήτες χαράσσουν τη γοητευτική τους τροχιά, αναλώνοντας όλη τη φωτεινή μαγική τους ενέργεια πριν εξαφανιστούν. Θα αισθανθούμε τα νεύρα μας να πάλλονται, από τη μετάγγιση μιας υπόγειας έντασης κατά τη διάρκεια επεισοδίων όπως η ες Άδου κάθοδος, προκειμένου να συναντήσει ο Άλκης τους φυσικούς γονιούς του – ή για μια μόνο στιγμή, όταν ακούμε τις περίφημες φράσεις των προσώπων του Νόλλα που μαρτυρούν τη συμπιεσμένη οργή μιας ζωής. «Κι εγώ τι ήμουν για σένα, κουτάβι που το παρατάν στο δρόμο;… Ε, κουτάβι;»
Παράλληλα στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα θ’ αντιμετωπίσουμε ένα εξαιρετικά γόνιμο αίνιγμα: Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που σε αντίθεση προς τα άλλα κείμενα του πεζογράφου κάνει τη «Φωτεινή μαγική» να πάσχει ως συνολική σύνθεση; Γιατί ένα τμήμα του έργου δείχνει ανενεργό, μοιάζει σαν προεργασία, σα σημειώσεις που κράτησε ο δημιουργός κατά τη διαδικασία της συγγραφής του; Τα ερωτήματα αφορούν τα εκτενή χωρία όπου εμφανίζονται οι δύο άλλοι άνδρες της ιστορίας, ο σύζυγος της Μάρθας επιχειρηματίας Νίκος και ο ηθοποιός και θεατρώνης αδελφός της Γιάννης. Υποψιάζομαι, ότι την ευθύνη για τούτη τη συνθετική δυσαρμονία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη συσσώρευση πολύ αναλυτικών πληροφοριών για το βίο και την πολιτεία των συγκεκριμένων ανθρώπων – πληροφορίες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να τους αποδυναμώνουν μετατρέποντάς τους σε απολύτως προβλέψιμες νεοελληνικές φιγούρες. Η αινιγματική πυκνότητα που χαρακτηρίζει τις περισσότερες μορφές του Νόλλα, αδυνατίζει έτσι διαταράσσοντας το συνολικό αφηγηματικό ρυθμό. Το ίδιο θα μπορούσε βεβαίως να ισχύει και με την θετή μάνα του Άλκη, εξαιτίας της επίσης εκτενέστατης αναδρομής στο πολύ συνηθισμένο οικογενειακό της παρελθόν. Ο κίνδυνος ωστόσο αποτρέπεται, καθώς εκτός από τις βιογραφικές πληροφορίες, η ίδια η Μάρθα εμφανίζεται εμπρός μας σε ανεπανάληπτες μάλιστα σκηνές, όπως η συνάντησή της με τη χήρα του αυτόχειρα μετανάστη στο γερμανικό νεκροταφείο ή η προετοιμασία του εορταστικού πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού. Μαζί με τη Σβετλάνα, η Μάρθα μετατρέπεται κι αυτή σε μορφή φωτεινή, σε φιγούρα που μοιάζει σχεδόν μαγική.
Η τέταρτη ανδρική φυσιογνωμία, ο θεατρικός συγγραφέας, παραμένει αντιθέτως ασύνδετος προς την ιστορία, ίσως διότι δεν διαγράφεται ευκρινώς με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζει αρκετά από τους δύο προηγούμενους, το σύζυγο και τον θεατρώνη αδελφό. Το ίδιο και ο παιδικός φίλος Τόνι δείχνει κατά κάποιο τρόπο απλά γραφικός. Πλην του Άλκη και του μακρυκάνη, στη «Φωτεινή μαγική» οι ανδρικές μορφές φαίνεται να μην μπορούν να βρουν την απόλυτη ισορροπία τους. Ο Δημήτρης Νόλλας είναι ο πεζογράφος, όχι της ομαλής και συνεχούς περιγραφικής αφήγησης, αλλά της αποσπασματικής δραματοποίησης. Κι αυτό είναι νομίζω το σημείο που του ξέφυγε στο σχεδιασμό του τελευταίου έργου του – το οποίο, ας μην παραβλέψουμε ότι προσθέτει μιαν ακόμα φωτεινή μαγική γυναίκα και έναν αφοσιωμένο «ξένο» στο σύνολο των ιδιότυπων μυθιστορηματικών ηρώων του. Η αποτυχία άλλωστε ενός καλού συγγραφέα, είναι εξίσου συναρπαστική, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε βαθύτερα τους μηχανισμούς αφήγησης που τις προηγούμενες φορές οδήγησαν το δημιουργό στα πεζογραφικά του επιτεύγματα.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή, στήλη: «Διακρίνοντας»