Η τελευταία συλλογή του Δημήτρη Νόλλα
Δημήτρης Nόλλας, «Ο παλαιός εχθρός», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σελ. 127, τιμή 10 ευρώ
Επί τη συμπληρώσει τριακονταετούς διακονίας στον συγγραφικό στίβο, ο Δ. Νόλλας εκδίδει το δέκατο τρίτο βιβλίο του, αποτελούμενο από δεκατρία διηγήματα. Τυχαίες οι αριθμητικές συμπτώσεις, καθώς τόσα συμβαίνει να είναι τα διηγήματα που δημοσίευσε εντός εννέα ετών, όσα χρόνια δηλαδή έχουν παρέλθει από την έκδοση της προηγούμενης συλλογής διηγημάτων του «Τα θολά τζάμια». Παρατηρούμε πως και αυτές οι ιστορίες του Νόλλα ως επί το πλείστον έχουν έναν κάποιον γριφώδη χαρακτήρα, όπως και πολλές από τις παλαιότερες, δείχνοντας πως ο συγγραφέας παραμένει πιστός στη διακηρυγμένη θέση του τα βιβλία του να μη διαβάζονται «σαν να τσουλάς στο βούτυρο». Από την άλλη όμως, επειδή ουδείς συγγραφέας εμίσησε το πλατύ κοινό, παρατάσσει τα διηγήματά του έτσι ώστε να δίνεται έμφαση στα ζητήματα που τελευταίως πολύ απασχολούν. Με αυτόν τον τρόπο προσφέρει χείρα βοηθείας και στους κριτικούς, οι οποίοι ναι μεν τον έχουν στηρίξει, καταθέτοντας απαξάπαντες και κατ’ επανάληψη επαίνους για το έργο του, ωστόσο, όπως έχει δείξει περιλάμπρως η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, δεν φτουράνε ως καθοδηγητές των μαζών.
Λογοτεχνική ταυτότητα
Ως πρώτο διήγημα επιλέγεται «Ο άλαλος άλλος», που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το καλοκαίρι του 2000, στη σειρά διηγημάτων «Εμείς και οι Άλλοι», όπου συμμετείχαν τριάντα τόσοι συγγραφείς σε ένα φιλόδοξο εγχείρημα να καλυφθεί λογοτεχνικώς «το θέμα της ετερότητας». Μετά τη λέξη-κλειδί, ο Άλλος, στον τίτλο του επόμενου διηγήματος εμφανίζεται μια δεύτερη κομβική έννοια, η ταυτότητα. Ακολουθούν τρία ακόμη διηγήματα με πρωταγωνιστή αυτόν τον Άλλο, οπότε και καλύπτονται ποικίλες μορφές της «ξενότητας». Αν και κριτικοί, πλέον διορατικοί, εντόπισαν την «ξενότητα» σε ολόκληρη τη συλλογή. Στα σίγουρα πάντως μετρούμε δύο «θεμελιωδώς Άλλους», τον ζαβό και τον υπερήλικα, έναν μετανάστη «από τα μέρη της Μαύρης θάλασσας», έναν έλληνα «εσωτερικό» μετανάστη, έναν άλλον έλληνα μετανάστη, ερχόμενο από τη Μασσαλία, και τους απαραίτητους αλλοδαπούς εργάτες.
Αν και, όπως έχει ήδη τονιστεί, το σημαντικό δεν είναι ο Άλλος αλλά η οπτική της αφήγησης, που επιτρέπει την αναγνώριση του ιδίου, ώστε να λυθεί και το διχαστικό ερώτημα αν ο Άλλος είναι η κόλασή μας, όπως διετείνετο γάλλος στοχαστής, τα μάλα τιμώμενος πριν από χρόνια και καιρούς, ή μήπως αυτός ο Άλλος είναι ευεργέτης μας μεγάλος, κατά το παλαιό γνωστό άσμα. Όπως και αν έχει, αυτός ο Άλλος τείνει να κάνει πολλούς συγγραφείς μεγάλους. Προφανώς αυτό δεν αφορά τον Νόλλα, που τα αφηγηματικά του τεχνάσματα καθιστούν αξιανάγνωστες τις ιστορίες του, ακόμη και όταν δεν πλέκονται γύρω από τα προαναφερθέντα, κεφαλαιώδους σημασίας, θέματα. Ένα από αυτά οι δευτερεύουσες ιστορίες που κάποιος ήρωας αφηγείται, τάχατες για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, αναποδογυρίζοντάς την, όπως δείχνει και το εναρκτήριο διήγημα. Στην πλατεία ενός χωριού, μια παρέα περιγελά έναν «ζαβό» και ο νεαρός δάσκαλος αγανακτεί, το πιθανότερο γιατί στη σκηνή παρευρίσκεται ένας ξένος τουρίστας. Για να τον ηρεμήσει, ένας από τους χωρικούς αφηγείται μια ιστορία από τη δεκαετία του ’40, με επιμύθιο τη φράση «Εμείς δεν τους δίνουμε τους ανθρώπους μας…». Εξυπακούεται, ούτε τον «ζαβό» στο άσυλο ούτε τον αντάρτη στους Γερμανούς και στους ταγματασφαλίτες. Οπότε η κοινότητα προβάλλει προστατευτική, ανεξάρτητα αν ο καθυστερημένος περνά τα πάνδεινα και ο απείθαρχος αντάρτης εκτελείται από τον ΕΛΑΣ. Μπορεί να μη «στρογγυλεύει» το διήγημα ο Νόλλας, ωστόσο από τις «χαραμάδες» υπερχειλίζει πικρίζουσα η ειρωνεία.
Ηττημένοι και νικητές
Ηττημένοι και συμβιβασμένοι οι ήρωες των διηγημάτων ποδοπατούνται από αφεντικά και μαφιόζους, που σε τελευταία ανάλυση ταυτίζονται, καθώς αμφότεροι κινούνται με «μια ογκώδη κατάμαυρη Μερσεντές». Με άλλα λόγια οι άνθρωποι του λαού, που κάνουν το καλό και το ρίχνουν στο γιαλό, όπως η ταλαίπωρη θεία Αναστασία στο διήγημα «Η Παναγίτσα του μπερντέ», έρχονται αντιμέτωποι, με τους θριαμβεύοντες κακούς, που ο αφηγητής αποκαλεί «μαλάκες». Κάπως έτσι συνέβαινε και στα «ηθογραφικά» διηγήματα, που ήταν και ελαφρώς ηθικοπλαστικά. Κατ’ επίγνωση του συγγραφέα, όπως δείχνει με την «αυτοαναφορικότητά» του το ομότιτλο της συλλογής διήγημα, που τυχαίνει και το παλαιότερα δημοσιευμένο. Σε αυτό ο ήρωας, που ταυτίζεται με τον αφηγητή, καθώς περιδιαβάζει σε έναν προσφυγικό συνοικισμό του Πειραιά, παρακολουθώντας κάποιον πλανόδιο μικροπωλητή, έχει την αίσθηση πως γλιστρά σε ένα «ηθογραφικό» διήγημα. Στην πορεία ο μικροπωλητής αφηγείται μια ιστορία για δύο φίλους που μαχαιρώθηκαν με αφορμή μια λέξη.
Πράγματι, εύστοχη η παρατήρηση, μια λέξη μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Εκτός όλων των άλλων και σε ένα άρτιο διήγημα αλλά και σε ένα κατά παραγγελία. Η διαφορά αναμεταξύ τους φαίνεται στις συλλογές ήδη δημοσιευμένων διηγημάτων, που οι συγγραφείς εκδίδουν κατά τακτά πλέον διαστήματα. Ανεξάρτητα αν ακόμη και στα κατά παραγγελία διακρίνεται ο τεχνίτης από τον ατζαμή. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει και ο εντολέας, που εμπνέεται το θέμα. Άλλη ευχέρεια προσφέρει στον συγγραφέα ένα αφιέρωμα «για τον έρωτα» και άλλη μια συναγωγή ιστοριών για το πολιτικώς ορθό και μη ορθό. Η πολιτικώς μη ορθή ιστορία του Νόλλα, που διαβάσαμε το περασμένο καλοκαίρι, αφορά έναν συνταξιούχο που, χάρις σε ένα πρόγραμμα συμπαράστασης της τρίτης ηλικίας, συναντιέται δύο φορές την εβδομάδα με μια νεαρή εθελόντρια. Διασκεδαστική η σύγκρουσή τους με αφορμή τις «ρατσιστικές» ή και «σεξιστικές» εκφράσεις του γέροντα, ωστόσο οι καταστάσεις προβάλλουν τόσο ξεκάθαρες και οι στιχομυθίες τόσο παραδειγματικές που σχεδόν «τσουλάς στο βούτυρο» της τρέχουσας όσο και αντιφατικής σήμερα κοινωνιολογίας. Σε αντίθεση με το διήγημα «Ο δρόμος του Καφέ», που θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί πολιτικώς μη ορθό. Εδώ ο συγγραφέας χλευάζει τις αυθαίρετες οικοδομές και τα μπαζωμένα ρέματα, αποδίδοντας την εκδίκηση της φύσης με σκηνές κινηματογραφικής πειστικότητας. Πέραν όμως της κοινωνικής κριτικής, το διήγημα παρουσιάζει με διαβρωτική ειρωνεία δύο έλληνες μετανάστες· τον Βορειοελλαδίτη, που οι Τούρκοι κυνήγησαν από τον τόπο του πριν από την απελευθέρωση του 1912, και έναν νεότερό του, που «μέσω Παρισίων» θέλησε τον καιρό του Εμφυλίου να φθάσει στον Γράμμο, αλλά ξέμεινε στη Μασσαλία. Σύμφωνα με κάποιους, αυτός ο δεύτερος είναι ένας ρομαντικός της Επανάστασης, ωστόσο ο αφηγητής του αποδίδει «όλη τη μοχθηρή μαλαγανιά που χαρακτηρίζει έναν Κορίνθιο». Εξ ου πιστεύουμε πως και το διήγημα χαρακτηρίζεται πολιτικώς μη ορθό.
Ανδρική οπτική
Απομένουν έξι διηγήματα γύρω από τον έρωτα, που αποκαλύπτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα ανδρική οπτική. Σύμφωνα με αυτήν, ο άνδρας βρίσκεται στο έλεος ενός θηλυκού θύτη και μάλιστα παιδιόθεν, όπως δείχνει το τελευταίο διήγημα «Βελούδο κάτω απ’ το τραπέζι». Επιπροσθέτως αυτός ο θηλυκός δυνάστης, ακόμη και όταν εμφανίζεται αδύναμος, όπως στο διήγημα «Η αέναη επιστροφή του ναύτη», επιβάλλει με πλάγιους τρόπους τη θέλησή του. Γενικότερα, προωθητικό σχήμα λόγου στην αφήγηση του Νόλλα αποδεικνύεται η παρομοίωση, ποικιλοτρόπως εισαγόμενη. Σε μια παρομοίωση λοιπόν εντοπίζουμε την πεμπτουσία των ερωτικών του ιστοριών. Στο διήγημα «Ο δρόμος είναι σκοτεινός», ένας ερωτευμένος αποφασίζει να επιστρέψει στην καλή του, ενώ κατατρύχεται από την έμμονη ιδέα μιας ιστορίας που του διηγήθηκαν για τους Μακρονησιώτες· τους «τσουβάλιαζαν» σε έναν στρατιωτικό σάκο με μια γάτα και τους πετούσαν στη θάλασσα. Ο αφηγητής σχολιάζει την επιστροφή του «πληγωμένου εραστή» ως «αιώνια υποδούλωση», δείχνοντας πως σαφώς εννοεί την κατασπάραξη στο διηνεκές.
Μάρη Θεοδοσοπούλου