Σβετ στα ρώσικα σημαίνει το φως, Σβέτα είναι η Φωτεινή, ένας καθαρός συμβολισμός από τον Δ. Νόλλα στο νέο του βιβλίο «Φωτεινή Μαγική». Η αχτίδα του φωτός στην άκρη του υπαρξιακού και κοινωνικού τούνελ των μικροαστών της Ελλάδας του 2000, που δύναται με τρόπο μαγικό, ανορθολογικό, να τροφοδοτήσει την ελπίδα της διεξόδου. Περνούν από μπροστά μας παράλληλες πορείες ζωής, με κοινή αφετηρία τα όνειρα μιας εφηβείας που έσβησε γρήγορα, με τον οδοστρωτήρα της πραγματικότητας να αφήνει τα ίχνη μιας ξενικής πλέον παρουσίας και με μόνο εφόδιο τον συμβιβασμό ως αντίδοτο επιβίωσης. Ο Νόλλας στο βιβλίο του ιχνηλατεί το νήμα της αναζήτησης των ηρώων του σε ένα τοπίο σχεδόν καφκικό, σε λαβυρίνθους μιας κοινωνικής μετάλλαξης που πληγώνει ενώ οι στιγμές του συντριπτικού παράπονου ξεπηδούν σαν σταγόνες οίκτου. Ο συγγραφέας, όμως, αφήνει ψυχικά ακάλυπτους τους ήρωές του, δεν τους αφήνει στιγμή να ενδυθούν την αύρα της ακεραιότητας. Οι ευαίσθητοι καταπιέζονται από τους φόβους τους και αρπάζονται από τις ιδέες-εμμονές τους για να διασωθούν, οι σκληροί γνωρίζουν το συμφέρον που επιτάσσει το κοινωνικό πρότυπο, διαλύουν τις ψευδαισθήσεις νωρίς για να έχουν ήσυχο τον ύπνο τους: «‘‘Εντάξει οι ιδέες, καλά και τα οράματα, μ’ αυτά προχωράει ο άνθρωπος. Για να δούμε όμως και το συμφέρον μας… Όλοι θα μας πατάνε; Για στάσου μια στιγμή’’, δεν έπαυε να μουρμουρίζει χαϊδεύοντας την κομματική του ταυτότητα [σ.σ. του ΠΑΣΟΚ]…», μονολογεί ένας από αυτούς που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Μια γενιά χωρίς στόχο, μια κοινωνία χωρίς όραμα. Μπλοκαρισμένοι στον αγώνα της αυτοεπιβεβαίωσης δεν καταφέρνουν να δρουν ως υποκείμενα ουσιαστικών σχέσεων. Αδυνατούν να δημιουργήσουν συνέχεια και έτσι ο αντιπρόσωπος της νέας γενιάς, ο Άλκης, είναι υιοθετημένος, μεγαλωμένος σε ένα χάσμα. Η αγωνία του μετεωρίζεται και τον οδηγεί σε ένα ταξίδι αυτοσυνειδησίας. Χρειάζεται να στηρίξει τα πόδια του στους δύο πόλους, να συνδέσει τα νήματα από το χθες στο αύριο. Το παρελθόν του μιλά με την φωνή των νυχτερινών σκιών. Ανακαλύπτει όχι ένδοξους και καταγόμενους προγόνους αλλά αφανείς καλλιεργητές της ζωής, φύλακες της ισορροπίας και της αισθητικής, σαν αόρατα χέρια που συγκροτούν τον κόσμο: «Οι κουβέντες τους δεν ακούγονταν, σαν να μην έβγαινε ήχος από τα χείλη τους, όμως ο Άλκης καταλάβαινε τι έλεγαν, σαν να μιλούσαν με τρόπο μυστικό κατευθείαν στην ψυχή του. Αργότερα όταν θα συνδεθεί με την Σβέτα, θα ανακαλεί εκείνο τον τρόπο επικοινωνίας […] τον τρόπο εντέλει των ονείρων […]».
Η νυχτερινή μουσική των οπτασιών και των μυστικών λουλουδιών φορτίζουν τις σκοτεινές πλευρές της υποσυνειδησιακής του σελήνης, ενώ μπροστά του απλώνεται το φως μέσα από το πρόσωπο μιας γυναίκας από την χώρα των Υπερβόρειων, την χώρα του Απόλλωνα-Ήλιου, την Σβέτα. Η ανέστια φιγούρα, σιωπηλή ηρωίδα, κουβαλά μαζί της μια χαμένη εσωτερική αρχοντιά, ξεπερασμένο πια πρότυπο του κοσμοπολίτη και συνάμα επαρχιώτη νεο-αθηναίου. Η ζωή αποκτά μια άλλη όψη μαζί της. Οι χαρές της αναβλύζουν χωρίς καμιά επιτήδευση, δεν επιβεβαιώνονται σε τρανταχτές ενέργειες που μεταδίδουν απλά τον υπόκωφο βόμβο των κυμβάλων. Να το ελπιδοφόρο δίδυμο του Νόλλα. Μια νέα γενιά που απορρίπτει το φτιασίδωμα και αναζητά την αλήθεια και το νέο αίμα που εισέρχεται ήδη μια δεκαετία. Όμως η βία καραδοκεί. Η γονιμοποίηση δεν θα έρθει ποτέ. Έχει και η Σβέτα την προϊστορία της που την ακολουθεί και εκδηλώνεται σκληρά και εκδικητικά από τον πρώην αγαπημένο της. Οι αχτίδες και οι ελπίδες σβήνουν και μένει πάλι μόνη της η ομάδα των χαμένων της ηρωικής δεκαετίας, σε ένα ταξίδι εσωτερικής απομόνωσης και η κοινωνία τόσο στείρα που φαντάζει ανίκανη όχι μόνο στην τεκνοποίηση αλλά και στην υιοθεσία. Η πιστοποίηση του τέλους της, πάντως, και παρά ίσως την απογοήτευση που αφήνει να πλανάται ο συγγραφέας, δεν έχει ακόμη αναγγελθεί από τον τελάλη της ιστορίας, πιθανά γιατί ακόμη κυοφορεί κάτι στα σωθικά της. Γράφει ο Νόλλας σε ένα σημείο του βιβλίου: «Ο Γιάννης περπάτησε δίπλα στη νεκρόπολη, την στολισμένη με πεύκα, άγρια κρίνα, φοίνικες, ελιές, συκιές, αγγελικές και κυπαρίσσια, που την διασχίζει το σκουρόχρωμο πράσινο σημάδι του Ηριδανού, που δεν πεθαίνει, έχοντας φροντίσει να παραμείνει υπόγειος».
Πόσοι άραγε μυστικοί Ηριδανοί διαπλέουν αυτόν τον κόσμο;
Σωτήρης Δημόπουλος | Άρδην, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000