“Ο κήπος στις φλόγες“
Ίκαρος 2017
“Ο κήπος στις φλόγες“
Ίκαρος 2017
“Μάρμαρα στη μέση“
Ίκαρος 2015
“Το ταξίδι στην Ελλάδα“
Ίκαρος 2013
“Ο καιρός του καθενός“
Καστανιώτης 2010
«Σοβαρά», είπε πολύ σοβαρά ο Ηλίας. «Οι νεκροί υπάρχουν για να αναφέρονται σ’ αυτούς οι ζωντανοί και να παίρνουν δύναμη… Κι εμείς περισσότερο απ’ τους άλλους, από τη λάσπη που μας περιβάλλει, πρέπει να τους τιμάμε. Γιατί εμείς είμαστε η βαθύτερη συνείδηση μιας πάσχουσας κοινωνίας. Ενός κόσμου πτωμάτων… Γιατί με κοιτάς σαν να μην καταλαβαίνεις τι λέω;» «Δεν σημαίνουν τίποτα όλα αυτά», είπε στεγνά ο Μισέλ. «Σημαίνουν. Εσύ δεν βγάζεις νόημα».
«Άκου να δεις. Αν δεν αφανιστεί αυτός ο κόσμος των πτωμάτων, όπως τον λες, απ’ το δικό μας χέρι, δεν κάνουμε τίποτα, δεν σημαίνουν τίποτα όλ’ αυτά. Επιμένω. Κι αυτά γίνονται αποκλειστικά με τους ζωντανούς και με τους αγώνες».
Μια ιστορία για την αέναη ανανέωση των διακόνων της εξουσίας. Για τους τρελαμένους εραστές της. Για εκείνους που, ως εξεγερμένοι μπουρλοτιέρηδες και υμνητές της ολοκληρωτικής καταστροφής της, εθελοντικώς προσέρχονται στα θυσιαστήρια, τα καθ’ οδόν προς τη λατρεία της ευρισκόμενα.
Για τα εθελόδουλα τάγματα των αναλισκομένων και ουδέποτε αφανιζομένων «εχθρών» της. Για την οδό προς τον επίγειο παράδεισο, με την αποφορά της καμένης σάρκας και των συρματοπλεγμάτων, αναγκαίων για την προστασία της επί γης ευτυχίας.
Ένα μικρό σχόλιο σ’ ένα μεγάλο θέμα.
“Από τη μια εικόνα στην άλλη”
Καστανιώτης 2003
Στο μυθιστόρημα Από τη μια εικόνα στην άλλη περιγράφεται εκείνη η γενιά που θέλησε να αλλάξει τη ζωή της -και τη ζωή μας- αλλά έφτιαξε μιαν άλλη εικόνα από το ίδιο είδωλο που πίστεψε πως απορρίπτει. Εξιστορείται η ζωή των ανθρώπων της σημερινής Ελλάδας, που με ψέματα και ενοχές προσπάθησαν να επιβιώσουν μέσα από κοινωνικές αλλαγές που τους ξεπερνούσαν και που τους ήταν ξένες. «Mικροί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα» οι χαρακτήρες του Δ. Nόλλα δίνουν μια εικόνα στην ουσία της διαφορετική από αυτήν που μάθαμε να αναγνωρίζουμε σαν δικιά μας. Συνθέτοντας έτσι μιαν άλλη εικόνα συνόλου, που αντικατοπτρίζει τους περισσότερους από εμάς, όσοι έζησαν τη σύγχρονη Ελλάδα από το 1960 και μετά. Αλλά ο Bίκτωρ και ο Άρης και η Xριστίνα και ο Σωτήρης κουβαλάνε κάτι από τη μαγιά των διαχρονικών χαρακτήρων, καθώς η ουσία των πράξεών τους και ο ψυχισμός τους αποτελούν κύρια συστατικά στοιχεία της συνείδησης των ανθρώπων κάθε εποχής. Tων ανθρώπων που ενώ είναι τα πιόνια της Ιστορίας, την ίδια στιγμή μπορεί να είναι και οι συγγραφείς της. Ο Δ. Nόλλας με τη γνωστή του τεχνική δεν αναλύει, ούτε περιγράφει, επιτρέποντας έτσι στον αναγνώστη να προεκτείνει τη σκέψη του και να βαθύνει στην κοινωνική ματιά του συγγραφέα. Nα περάσει με άλλα λόγια από τη μία εικόνα στην άλλη.
“Φωτεινή Μαγική”
Καστανιώτης 2000
«Eίχα να κάνω με κάποιον», συνήθιζε να γκρινιάζει η Mάρθα, όταν τύχαινε να ξυπνήσει από εφιάλτη βαρύ κι απ’ τον οποίο μόνο τον τρόμο συγκρατούσε. O θετός γιος της, ο Άλκης, ξεκινάει τη βόλτα του μέσα στη μοίρα με την απορία για τον τρόπο του ηθοποιού – για τη μέθοδο της «υποκρισίας». Pωτάει τον θείο του: «Πώς γίνεται και δεν τρελαίνεσαι, όταν περνάς τη μισή σου ζωή παριστάνοντας κάποιον άλλον ή προβάροντας να γίνεις κάποιος άλλος;» H Σβέτα, ο έρωτας του Άλκη. Mια γυναίκα από τη ρημαγμένη Aνατολή. Mια ερωμένη-μάνα, εξαίσια κι επικίνδυνα φυσικότερη από τη θετή. Pιγμένη από την καταιγίδα των ιστορικών ανατροπών μέσα σε μια ήδη «εκκρεμή» ελληνική οικογένεια. Σίγουρα το «Άλλο», αλλά και το «ξένο παρελθόν» κι η «αλλότρια στάση» που θα αναστατώσουν το «δικό μας», τα «παρελθόντα» μας και τα παρόντα μας. Θ’ αναδιατάξουν τις θέσεις μας. Ως εκεί που όλα μένουν μονάχα οικοδομικά υλικά ενός θεατρικού κειμένου. Tίποτ’ άλλο. Ως εκεί που ο Άλκης θα πεταχτεί, παραμονή Πρωτοχρονιάς, για να προλάβει ένα μαχαίρι που είχε χρόνια πριν ξεκινήσει σημαδεύοντας. Σημαδεύοντας «κάπου» – αόριστα και συγκεκριμένα.
“Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε“
Καστανιώτης 1994, 1995
«Μην αστειεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα», είπε αυτός όταν πλησίασε τον Μαξ βγαίνοντας από το χλωμό φως. Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει απότομα. «Άλλο είναι το ζητούμενο στην κουβέντα μας. Τα θύματα ξεχνάνε. Είναι τόσο μεγάλη η θέληση για ζωή, που το θύμα είναι έτοιμο να ακυρώσει τη μνήμη του, ώστε ούτε η ανάμνησή της να μην υπάρχει. Για να ζήσει, ακυρώνει τη μνήμη… Ο άλλος όμως, ο προδότης, ο θύτης, όπως θες πες τον, αυτός κουβαλάει μέσα του τη μνήμη του θύματος και δεν μπορεί να ξεχάσει. Για να ζήσει, ακυρώνει την συνείδησή του… Αυτός είναι επικίνδυνος, μπορεί να είναι ικανός για χειρότερα».
Μια ιστορία προδοσίας. Με φόντο την σύγχρονη Αθήνα, ένας βαθιά κρυμμένος εαυτός επιστρέφει καταλυτικά και διαλύει την εικόνα του κόσμου ενός μεσήλικα επιτυχημένου οικονομολόγου. Ενός ανθρώπου που άλλαξε ζωή, χωρίς να έχει φροντίσει προηγουμένως να αλλάξει νου. Η συμβολή ενός συγγραφέα στην παραμόρφωση της πραγματικότητας αποτελεί τον δεύτερο άξονα αυτής της περιπέτειας. Ο συγγραφέας Στρατής Ωρεόπουλος με την ανεξέλεγκτη φαντασία του δημιουργεί μια ψεύτικη πραγματικότητα, «η οποία όμως, εξαιτίας μιας ασταμάτητης πνευματικής ταραχής, γίνεται συμπαγής, σχεδόν απτή».
”Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα”
Καστανιώτης 1992, 1994
Τι μπορεί να είναι αυτό που συνδέει έναν Φράγκο σταυροφόρο με έναν συνονόματό του κεντροευρωπαίο αναρχικό, έναν Εγγλέζο ευγενικής γενιάς, πράκτορα της Γ´ Διεθνούς, κι έναν μονόχειρα Έλληνα ομογενή; Και πώς μπορεί να τελειώσει μια τέτοια ιστορία; Τελειώνουν ποτέ οι ιστορίες που κίνητρό τους συνήθως είναι η αχόρταγη πείνα του συγγραφέα να καταφέρει να διηγηθεί όσο περισσότερα γίνεται με όσο λιγότερες λέξεις;
Μήπως αυτό που τα συνδέει, αυτό που ήταν βαθιά και για καιρό βυθισμένο, είναι η Γλυκερία; Μια γυναίκα που είχε πονέσει πολύ και που όλοι –ζωντανοί και νεκροί– επιθυμούν να χαθούν στο κορμί της;
Φ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ
Travemünde, 19.2.1992