Δημήτρη Νόλλα «Το πέμπτο γένος», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 1988, σ.σ.76.
«Το πέμπτο γένος» είναι η τρίτη νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα. Η ιδιοτυπία του ολιγοσέλιδου αυτού κειμένου απορρέει από την εφαρμογή της αρχής της απόλυτης αφηγηματικής συμπύκνωσης. Όπως συμβαίνει με την «Νεράιδα της Αθήνας» (1974) αλλά κυρίως με «Τα καλύτερα χρόνια» (1984) η σχέση του ενεργού αφηγηματικού υλικού προς την έκταση του κειμένου υπαγορεύει την ανάπτυξη εις το έπακρον της τεχνικής του υπαινιγμού και της αποσιώπησης. Το γεγονός αυτό προσδίδει στο πεζογράφημα απροσδόκητο, σε σχέση με το μέγεθός του, θεματικό εύρος. Αναζητώντας με επιμονή νέους εκφραστικούς τρόπους, ο συγγραφέας πραγματοποιεί επίσης μια προκλητική μείξη ειδών εγγεγραμμένων σε ετερογενείς λογοτεχνικές παραδόσεις με συνέπεια την παραγωγή ενός ακόμα τολμηρότερου, υψηλής δραματικής έντασης, κειμένου.
Η αισθητική λύση που προκρίνει και με άρτιο τρόπο πραγματοποιεί ο Δ.Ν. είναι μια περίπλοκη διαδικασία αλληλοστήριξης και αλληλοφωτισμού των ανομοιογενών συστατικών της ιστορίας του. Ο συγγραφέας καθιστά αληθοφανές το φανταστικό στοιχείο του αναιτιολόγητου συγκεντρωτισμού όπως το συναντάμε σε έργα επιστημονικής φαντασίας, αναμειγνύοντάς το με αναγνωρίσιμα συστατικά της οικείας σημερινής πραγματικότητας. Εν συνεχεία χρησιμοποιεί το εφιαλτικά παράλογο που ενοικεί στο είδος του μελλοντολογικού αυτού αφηγήματος για να φωτίσει καταυγαστικά το αθέατο για τους αγύμναστους οφθαλμούς υπαρξιακό παράδοξο που κρύβεται κάτω από την απατηλά ομαλή επιφάνεια της τρέχουσας καθημερινότητας. Το αυτονόητο κλονίζεται δραματικά. Όλα είναι δυνατά, το χειρότερο καθόλου δεν αποκλείεται. Η εισβολή του παραλόγου στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και η αποκάλυψη του υπαρξιακού παράδοξου δημιουργούν μια κατάσταση που εγκυμονεί άγνωστους κινδύνους.
Τα περιστατικά της ιστορίας τα οποία αναπτύσσονται σε πέντε μικρά κεφάλαια είναι χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η Επιτροπή Προστασίας του Πολίτη, ευφημισμός του αστυνομικού κατασταλτικού οργάνου στην πόλη όπου ζει ο αφηγητής –μη κατονομαζομένη αλλά γεωγραφικά τοποθετημένη στην Αττική– τον απειλεί με πολυετή φυλάκιση γιατί δεν είναι σε θέση να προσκομίσει στην υπηρεσία μια παλιά γραφομηχανή την οποία είχε πριν από χρόνια χρησιμοποιήσει σε βομβιστική επιχείρηση κατά της δικτατορίας.
Στοιχεία της τεχνικής που υποβοηθεί τη σύνθεση ενός κειμένου απόλυτης οικονομίας είναι η επιλογή και η αυστηρή προσκόλληση στην πρωτοπρόσωπη οπτική γωνία. Στο πεζογράφημα δεν καταγράφονται παρά μόνον όσα γεγονότα υποκύπτουν στην αντίληψη του αφηγητή και από αυτά μόνον όσα εκείνος θεωρεί αξιομνημόνευτα. Όντας εξ άλλου και ο ίδιος μυθιστορηματικός χαρακτήρας δεν απευθύνεται με άμεσο τρόπο στον αναγνώστη αλλά μιλά για την περιπέτειά του καθώς τη ζει, χρησιμοποιώντας συστηματικά τον ενεστώτα χρόνο. Τα πρόσωπα και το περιβάλλον αναδύονται καθώς η ιστορία εξελίσσεται και τούτο επιτείνει τη δραματική ένταση. Η μέθοδος αυτή είναι εξαιρετικά απαιτητική διότι προϋποθέτει ότι το υλικό διατάσσεται με τρόπο αποσπασματικό και ασυνεχή. Κατορθώνει ωστόσο να αποτυπώσει πάνω στο ίδιο το σώμα του αφηγήματος το κεντρικό πρόβλημα κάθε κειμένου και έναν από τους βασικούς θεματικούς πυρήνες της προκείμενης ιστορίας: την αντίσταση της γλώσσας, της γραφής αλλά και του παραδόξου στις απεγνωσμένες προσπάθειες για επικοινωνία και κατανόηση.
Το πεζογράφημα ανοίγει με μια οικογενειακή συγκέντρωση που πραγματοποιείται μετά την κηδεία της μητέρας του αφηγητή. Οι σκηνές αυτές αποτελούν αφορμή για να αποκτήσει η φωνή που μιλάει την υπόσταση του μυθιστορηματικού προσώπου και συγχρόνως συμβάλλουν ουσιωδώς στη δημιουργία του ρεαλιστικού υπόβαθρου της ιστορίας. Στο τελευταίο κεφάλαιο λίγες ώρες πριν από τη σύλληψή του από την Επιτροπή, ο αφηγητής συνοδεύει τον άρρωστο ανιψιό του στο νοσοκομείο. Βιολογική εξασθένηση στην καθαρή της μορφή – η μητέρα έχει πεθάνει, ο πατέρας είναι ημιπληγικός, ο θείος και ο αδελφός είναι άρρωστοι, ο ανιψιός πάσχει από μεσογειακή αναιμία – εκφυλισμός του είδους λοιπόν και παραλογισμός μιας συγκεντρωτικής εξουσίας η οποία εμφανίζεται να μεριμνά με δυσερμήνευτες πρωτοβουλίες για την ευτυχία του συνόλου συνθέτουν τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα της ιστορίας.
Ως αναβαθμός του απειλητικού το τερατώδες αναδύεται στο τελευταίο κεφάλαιο. Έχει τη μορφή του παιδιού. Ώριμος και λογικός παρά την ηλικία του, ψύχραιμος και αυτοδύναμος παρ’ ότι άρρωστος, ο ανιψιός του αφηγητή είναι ένας μικρός κουρασμένος άνθρωπος. Μετρώντας τους γύρω του και τις καταστάσεις με οξυδερκή αλλά άτεγκτη ματιά ανατρέπει την προαιώνια τάξη της πορείας από την ανωριμότητα προς την ωριμότητα, από την κατάσταση του παιδιού-μωρού στον αυτοδύναμο ενήλικα. Συμπτύσσοντας έτσι δραματικά τη φυσική διάρκεια της εξέλιξης και της ολοκλήρωσης, καταστρατηγώντας με άλλα λόγια την ίδια την έννοια του χρόνου, ο συγγραφέας επιτυγχάνει την απόλυτη συμπύκνωση προσφέροντας στο κείμενο ένα αναπάντεχα σημαντικό έρμα και χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα ευφρόσυνον αίσθημα ισορροπίας.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή