Δημήτρης Νόλλας, «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 1990, σ.σ. 107.
Με ορισμένους συγγραφείς έχεις τη βεβαιότητα ότι όταν το βιβλίο τους ολοκληρωθεί, όταν βγει από το τυπογραφείο, όταν φθάσει στον παραλήπτη του δεν μπορεί παρά να είναι καλό. Κάθε αναγνώστης επιλέγει τους δικούς του άριστους συγγραφείς και ο Δημήτρης Νόλλας ανήκει, κατά την αξιολόγησή μου, στην κατηγορία αυτή. (Όταν έρθει στα χέρια σου ένα από τα έργα των εκλεκτών δεν αποφεύγεις ασφαλώς τη δοκιμασία της αμφιβολίας. Μήπως αυτή τη φορά;… Το διαβάζεις… Αλλά όχι! ευτυχώς, ο… κανόνας επιβεβαιώνεται!).
Έτσι λοιπόν συμβαίνει και πάλι: το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», έκτο πεζογραφικό έργο και δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Νόλλα είναι, όπως θα περίμενε κανείς, ένα πολύ ωραίο βιβλίο.
Το ήπιο προκλητικό στοιχείο της συλλογής είναι ότι ενώ στα περισσότερα από τα εννέα σύντομα διηγήματα, οι ιστορίες δείχνουν ισχνές, άνευ σχεδόν σημασίας, ο αναγνώστης αισθάνεται ότι τα στιγμιότυπα ή μικρά επεισόδια που παρακολουθεί αποδίδουν τη γεύση ολόκληρης της ζωής των πρωταγωνιστών. Σαν κινηματογραφικός φακός ο αφηγητής –και μαζί του ο αναγνώστης– παρακολουθεί μόνο όσα συμβαίνουν στο παρόν: χωρίς πολλές επεξηγήσεις ή αναδρομές. Και παρ’ όλα αυτά η στάση, τα λόγια, οι κινήσεις τους δεν αποκαλύπτουν μόνο την κατάσταση στην οποία κάποτε βρέθηκαν οι ήρωες αλλά συνιστούν και ένα σχόλιο πάνω στο τι είναι η ζωή τους. Τον τρόπο αυτόν (που παραπέμπει σε τεχνικές της αμερικανικής αφηγηματικής παράδοσης) τον βρίσκουμε και στα προηγούμενα έργα του Δημήτρη Νόλλα [«Τα καλύτερά μας χρόνια» (1985), «Το πέμπτο γένος» 1987)]. Αφήγηση ωστόσο που να εκμεταλλεύεται σε τέτοιο βαθμό και με τόση συστηματικότητα τις δυνατότητες που προσφέρει το παρόν –ο ενεστώτας χρόνος– δεν τη συναντάμε σε άλλον Έλληνα πεζογράφο.
Κρίσιμοι για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι οι στιγμές και οι χώροι που ο συγγραφέας επιλέγει για να «συναντήσουμε» τους φίλους του. Στα περισσότερα διηγήματα οι ιστορίες εκτυλίσσονται σε μπαρ, σε αυτοκίνητα που ταξιδεύουν, σε χώρους ξένους, πολύ συχνά μάλιστα μέσα στη νύχτα. Από τους ήρωες άλλοι πίνουν ακατάπαυστα και μεθούν, άλλοι κάνουν κομπίνες, αρκετοί είναι μετανάστες. Πρόκειται για καταστάσεις οριακές, για στιγμές ακραίες: Άνθρωποι στο δρόμο, άνθρωποι ξεριζωμένοι, μοναχικοί και μεθυσμένοι, αμήχανοι, ή θυμωμένοι, κουρασμένοι, απογυμνωμένοι. Παρ’ ότι το περιβάλλον είναι ρεαλιστικό όλα δείχνουν παράξενα, διαφορετικά. Είναι η ώρα της δοκιμασίας, όταν αισθάνεται κανείς την απουσία προοπτικής, την έλλειψη νοήματος, είναι η έσχατη ώρα όταν ελέγχεται η αντοχή στο αίσθημα του κενού. Τα φώτα φέγγουν αλλόκοτα, ακόμα και τα γνωστά μέρη φαντάζουν ξαφνικά αλλιώτικα, οι κουβέντες είναι αποσυναρμολογημένες, μοιάζουν ξεκάρφωτες, υπερβολικές.
Ο Δημήτρης Νόλλας είναι ένας από τους πεζογράφους που οδηγεί τις αναζητήσεις του στα προβλήματα τεχνικής ώς το τέρμα, ώς τα απώτατα όρια της αντοχής του κειμένου, έτσι ώστε συχνά φοβάται κανείς μήπως τα «τεχνάσματα» πνίξουν τελικά το πεζογράφημα, μήπως η ιστορία κινδυνεύει από τον ασφυκτικό έλεγχο των αφηγηματικών μεθόδων. Όμως όχι μόνο τούτο δεν συμβαίνει, αλλά οι ριζοσπαστικοί τρόποι του συγγραφέα αναδεικνύονται σε κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα και στο σημαντικότερο ίσως προτέρημα της γραφής του.
Διότι εκείνο που επιχειρεί με τη μέθοδο αυτή ο συγγραφέας είναι το παράδοξο εγχείρημα να προσπαθεί μέσω κειμένων, δηλαδή γραπτών, να υποδηλώσει τα όρια και τους περιορισμούς που έχει η γλώσσα ως μέσον για να εκφραζόμαστε, ακόμα και όταν οι λέξεις χρησιμοποιούνται με τη μεγαλύτερη δυνατή κυριολεξία και ακρίβεια. Και τούτο το επιτυγχάνει με την παρεμβολή, μέσω των περίπλοκων τεχνικών του, σκοτεινών σημείων στην αφήγηση. (Η εμμονή στον ενεστώτα χρόνο καθώς και στους ρεαλιστικής απόδοσης διάλογους για παράδειγμα, σε συνδυασμό με την απουσία των κλασικών αφηγηματικών αναδρομών εκτός από το πλεονέκτημα της αμεσότητας δημιουργεί συγχρόνως ένα προπέτασμα που δυσχεραίνει την πρόσβαση του αναγνώστη σε όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Και τούτο ο συγγραφέας το εκμεταλλεύεται εις το έπακρον: για να δημιουργήσει μια συστοιχία ανάμεσα στο γεγονός ότι, όπως τις δύσκολες στιγμές της δοκιμασίας τους οι ήρωες δεν γνωρίζουν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν, έτσι και ο αναγνώστης ελάχιστα πληροφορείται γι’ αυτούς, και όπως τις άδειες εκείνες ώρες δεν ξέρουν τι να πουν και πώς να το πουν, έτσι και οι παρεμβάσεις για τη διαφώτιση του αναγνώστη εκ μέρους του αφηγητή περιορίζονται εις το ελάχιστο δυνατόν).
Μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα του κενού και της αβεβαιότητας που το κείμενο μας μεταγγίζει, ο αναγνώστης αισθάνεται τους «μυθιστορηματικούς» τύπους των πεζογραφημάτων ως πρόσωπα οικεία και προσφιλή γι’ αυτές ακριβώς τις στιγμές της ανάγκης τους και της αδυναμίας. Τους αισθάνεται συντρόφους και φίλους όπως υποδηλώνει κι ο συγγραφέας στον τίτλο της συλλογής, και μπορεί παρομοίως να τους ονειρευτεί, όπως άλλωστε ονειρεύεται τις άψεκτες συνθέσεις του Δημήτρη Νόλλα, τα απαιτητικά αυτά μικρά κείμενα που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν δυσπιστία ή αμηχανία καθώς παραπειστικά επιδιώκουν να φαίνονται αδιάφορα και λιγοστά.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή