Δημήτρης Νόλλας: «Ονειρεύομαι τους φίλους μου». Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990, σσ. 169, δρχ. 800
Το να βγάλει ο Δημήτρης Νόλλας ένα βιβλίο με περισσότερες από εκατό σελίδες αποτελεί από μόνο του γεγονός. Αυτός ο εσωστρεφής άνθρωπος είναι από τους πιο ολιγογράφους και ισχνογράφους συγγραφείς στην Ελλάδα. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι δύστοκος, όχι σε ιδέες, αλλά στην επινόηση τρόπων για τη λογοτεχνική μετουσίωσή τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είναι και αρκετά δύσκαμπτος εκφραστικά, όπως φανερώνει τo μάλλον φτωχό λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί και που ώρες-ώρες θα έλεγες πως αγκομαχάει, πως τανύζεται πασχίζοντας να ζωγραφίσει μια εικόνα υπερβολικά συνθέτη ή λεπτή για τις δυνατότητές του (γιατί ο Νόλλας μιλάει πάντα με εικόνες: οι συλλήψεις του έχουν κινηματογραφική υφή).
Και όμως, ο Νόλλας είναι ένας από τους πιο ευφάνταστους, πιο πρωτότυπους και πιο μοντέρνους πεζογράφους που διαθέτει η σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Το ότι δεν είναι πολύ γνωστός στο πλατύ κοινό και τα βιβλία του δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία δεν οφείλεται, υποπτεύομαι, μόνο στη γνωστή δυσπιστία που προκαλούν στο αναγνώστη οι ολιγοσέλιδες εκδόσεις. Ίσως υπάρχει μια βαθύτερη αιτία: τα διηγήματα και οι νουβέλες του Νόλλα, παρ’ όλο που διαβάζονται σχετικά εύκολα, αφήνουν κάπως ανικανοποίητο τον αναγνώστη που θέλει να ταυτίζεται με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, έστω και αν ο ίδιος δεν βλέπει πουθενά γύρω του τέτοιες προσωπικότητες. Οι ήρωες του Νόλλα έχουν πολύ αδρό περίγραμμα, είναι σχεδόν μονάδες. Εκείνο που τους χαρακτηρίζει είναι μόνον η κατάσταση στην οποία εμπλέκονται, και ουσιαστικά μόνον αυτή απασχολεί τον δημιουργό τους. Ο Νόλλας είναι κατ’ εξοχήν «καταστασιακός» συγγραφέας. Και μια καίρια διαφορά της σύγχρονης λογοτεχνίας από την παλιότερη είναι η στροφή από την προσωπικότητα προς την κατάσταση. Πράγμα λογικό άλλωστε. Σε άλλες εποχές, αν κάποιος ταξίδευε συχνά, ήταν, πιθανότατα, φιλοτάξιδος και αν τον ενδιέφερε η αστρολογία είχε σίγουρα μυστικιστική φλέβα. Σήμερα, υπάρχουν χίλιοι δυο λόγοι για να ταξιδεύει κανείς, ακόμα και αν σιχαίνεται τα ταξίδια και μια συζήτηση περί αστρολογίας φανερώνει περισσότερα για τη μόδα της εποχής παρά για την προσωπικότητα και τις κλίσεις των συνομιλητών. Αλλά το ότι π.χ. ο σημερινός άνθρωπος κάνει τυχαίες γνωριμίες σε τόπους όπου βρέθηκε τυχαία και συχνά μιλάει μια γλώσσα που δεν κατέχει καλά, χαρακτηρίζει την ύπαρξή του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο η προσωπική στάση του απέναντι στα ταξίδια ή η ενδεχόμενη ευφράδειά του.
Να γιατί σήμερα η κατάσταση έχει μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ όσο η πρακτικότητα, και να γιατί ο Νόλλας είναι μοντέρνος συγγραφέας.
Στο «Τρυφερό δέρμα», ένα παλαιότερο βιβλίο του Νόλλα από το 1982, υπάρχει ένα διήγημα με τίτλο «Τα συγγραφικά δικαιώματα». Πρόκειται για ένα καταπληκτικό αφήγημα, που μπορεί να χρησιμέψει ως κλειδί για να κατανοήσει κανείς τις ευαισθησίες του Νόλλα. Εκεί, ένας άνθρωπος δολοφονείται μέρα μεσημέρι καταμεσής του δρόμου και δεν υπάρχουν ούτε ενδείξεις ούτε πιθανά κίνητρα για τον άγνωστο δολοφόνο. Ο αστυνομικός συντάκτης μιας εφημερίδας, για να εξηγήσει την απόγνωσή του μπροστά σ’ αυτήν την ιστορία, διηγείται μια άλλη, που συνέβη στον ίδιο: ένας άνθρωπος εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια του, αυτός όμως δεν μπορούσε ν’ ανατρέψει τον ισχυρισμό ότι ήταν αδύνατο να τον είδε στο συγκεκριμένο μέρος και τη συγκεκριμένη ώρα, αφού ο άλλος, απλούστατα, δεν ήταν εκεί. Ο συντάκτης δεν είχε πια τη δυνατότητα να ελέγξει αυτόν τον ισχυρισμό, ούτε όμως ν’ αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν έπεσε θύμα ψευδαίσθησης.
Δηλαδή: Δεν μπορούμε ν’ ανασυστήσουμε μια στιγμιαία, τυχαία κατάσταση, για να βεβαιωθούμε ότι ήταν πράγματι έτσι όπως τη ζήσαμε. Και η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοιες καταστάσεις, είναι ένα άθροισμα τέτοιων καταστάσεων.
Αυτό το φευγαλέο, το αβέβαιο και εύθραυστο της σημερινής ύπαρξης είναι το κοινό θέμα των διηγημάτων του Νόλλα. Οι χώροι όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες του είναι το βασίλειο του τυχαίου, του ασυνάρτητου, ακόμα και του παράδοξου: αεροδρόμια, μπαρ, ξένες πόλεις, αυτοκινητόδρομοι κ.λπ. Είναι ένας κόσμος μετέωρος, που το γεωγραφικό στίγμα του δεν έχει καμιά σημασία, οι άνθρωποι που τον διασχίζουν είναι ανερμάτιστοι, χωρίς ρίζες και προορισμό, οι σχέσεις τους εφήμερες και σπασμωδικές. Σε τέτοιες συνθήκες, καμιά πραγματική φιλία δεν μπορεί να στεριώσει και ο τίτλος «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» θα μπορούσε να θεωρηθεί ειρωνικός ή έκφραση της νοσταλγίας του συγγραφέα για τη σταθερότητα και τη σιγουριά μιας γνήσιας φιλικής σχέσης.
Κατανοώ ότι ένα θέμα όπως αυτό που πραγματεύεται, σε διάφορες εκδοχές, ο Νόλλας προκαλεί ανησυχία σε πολλούς αναγνώστες και η εικόνα που αναδύεται από τα διηγήματα μπορεί να θεωρηθεί σκληρή ή και απάνθρωπη. Προσωπικά βρίσκω πως έχει μια παράξενη ομορφιά, πως αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση περιπέτειας, και οπωσδήποτε έτσι είναι η σημερινή ζωή στην πιο «μοντέρνα» έκφανσή της.
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια προβλήματα στην τελευταίο συλλογή του Νόλλα. Νομίζω ότι απορρέουν κυρίως από την εκφραστική δυσκαμψία, για την οποία μίλησα στην αρχή. Αυτή η δυσκαμψία, βέβαια, δεν είναι κάτι καινούργιο στο ύφος του Νόλλα. Αλλά, με αφετηρία το προηγούμενο βιβλίο του, το «Πέμπτο γένος», γίνεται αισθητή η αναντιστοιχία της με τα θέματα του συγγραφέα.
Γιατί ο κόσμος που περιγράφει ο Νόλλας είναι ένα σύμπαν φευγαλέων εντυπώσεων και απότομων μεταπτώσεων, και θα χρειαζόταν μια πιο γρήγορη, πιο ελλειπτική γραφή για να αποδώσει την ατμόσφαιρά του. Στο «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» οι περιγραφές παραείναι ώρες-ώρες εξαντλητικές, οι κινήσεις των προσώπων έχουν μια κάπως θεατρική τελετουργικότητα και υπακούουν σε αιτιοκρατικά κλισέ. Φράσεις όπως «κατεβάζοντας το περιεχόμενο με την άνεση του διψομανούς» (σ. 11), «Αυτός σήκωσε βαρετά το αριστερό του χέρι» (σ. 39), «Μετακινεί ποτήρια και μπουκάλια, κάνει άχρηστες χειρονομίες, αλλάζει θέσεις σε πράγματα που θα ’πρεπε να αναπαύονται εδώ και ώρα, διορθώνοντας φιλάρεσκα κάθε τόσο το μαύρο παπιγιόν που υποστηρίζει το φρεσκοξυρισμένο και γυαλιστερό του πρόσωπο» (σ. 53), τέτοιες φράσεις και τέτοιες περιγραφές δεν είναι απλώς παρωχημένη λογοτεχνία, αλλά δεν λένε καν κάτι το ουσιαστικό.
Αυτή η εμμονή σε κοινότοπες και τυποποιημένες περιγραφές αναιρεί συχνά την πρωτοτυπία των συλλήψεων του Νόλλα και μερικές φoρές προδίνει κάποια αμηχανία. Αλλά σε γενικές γραμμές η εξαιρετική ατμόσφαιρα στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, αναδείχνεται σε κυρίαρχο στοιχείο των ιστοριών. Και υπάρχει ένα διήγημα, το «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες», που το θεωρώ όχι μόνον ένα από τα καλύτερα του Νόλλα, αλλά και ένα από τα καλύτερα της ελληνικής διηγηματογραφίας. Έστω και μόνον αυτό θα έφτανε για να επιβεβαιώσει ότι Νόλλας έχει πράγματι εισαγάγει στην ελληνική πεζογραφία κάτι καινούργιο και με μια βαθύτερη έννοια σύγχρονο.
Δημοσθένης Κούρτοβικ | Ελευθεροτυπία