Δημήτρης Νόλλας: «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα», Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1992, σελίδες 130.
Κλείνοντας το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα, ο γράφων, που εκτιμά πολύ το έργο αυτού του ιδιότυπου πεζογράφου, σχημάτισε μια πρώτη εντύπωση που συνοψίζεται στην εξής απορία: Πώς μπόρεσε ένας τόσο καλός λογοτέχνης να γράψει ένα τόσο κακό λογοτέχνημα;
Οι δραματουργικοί κανόνες του πεπατημένου λόγου επιβάλλουν μια συνέχεια του τύπου: Ευτυχώς η δεύτερη εντύπωση… Λυπάμαι, αλλά όσοι περιμένουν μια τέτοια αίσια τροπή θ’ απογοητευτούν (όχι περισσότερο, πάντως, απ’ όσο απογοητεύτηκε ο ίδιος ο γράφων): η δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου δεν βελτίωσε την αρχική εντύπωση. Ο κριτικός που στα προηγούμενα βιβλία του Νόλλα είχε διακρίνει δείγματα πρωτότυπης και ανανεωτικής λογοτεχνίας είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι με την τελευταία δουλειά του ο Νόλλας στρέφεται προς τα πίσω και συναντά μια ξεπερασμένη, καταδικασμένη από τα ίδια της τα αποτελέσματα αντίληψη για τη λειτουργία της λογοτεχνίας. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι αυτή η υποστροφή δεν προαναγγέλλεται καθόλου από τα προηγούμενα έργα του Νόλλα. Είναι αιφνίδια και φαίνεται να υπαγορεύεται από αιτίες ψυχολογικής υφής, τις οποίες η σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα (ιδιαίτερα τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα) έκανε, όπως θα δούμε, να δράσουν προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το ενδιαφέρον του «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα». Στα έξι ολιγοσέλιδα βιβλία που είχε εκδώσει ώς τώρα ο Νόλλας (τέσσερις συλλογές διηγημάτων και δύο νουβέλες), ο αναγνώστης είχε να κάνει μ’ έναν κόσμο εντελώς σύγχρονο (στους ρυθμούς, τις εικόνες και προ παντός τις καταστάσεις του) και χωρίς τίποτα το ειδικά ελληνικό. Τώρα, με το πρώτο αυτό μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας στρέφεται προς έναν τυπικά ελληνικό χώρο και, ταυτόχρονα, προς το ιστορικό παρελθόν. Καμιά αντίρρηση ως προς αυτό. Εκείνο που έχει σημασία είναι τι επιδιώκεται και τι πραγματοποιείται με τη στροφή.
Η ιστορία που διηγείται το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την περίοδο της Κατοχής στη βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Καβάλας. Εκεί καταφτάνει ο Άντζεϊ Τότενταχ, ένας Πολωνογερμανός τυχοδιώκτης, πρώην αναρχικός, στρατολογημένος τώρα στην Τρίτη Διεθνή από έναν Άγγλο κομμουνιστή (και, όπως φαίνεται, συγχρόνως πράκτορα της Ιντέλλιτζενς Σέρβις). Σκοπός της αποστολής του είναι να πείσει τους Έλληνες αντάρτες να επιτρέψουν στις σλαβομακεδονικές ανταρτοομάδεςτη φόρτωση και εκφόρτωση ανθρώπων και υλικού στον κόλπο της Καβάλας. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Καβάλα ο Άντζεϊ συνδέεται ερωτικά με τη Γλυκερία, μια παντρεμένη Ελληνίδα με παράξενη γοητεία, οργανωμένη στην Αντίσταση. Το πάθος του γι’ αυτή φαίνεται να τον εκτρέπει από την αποστολή του, ο Άντζεϊ θέλει να φύγει μακριά με τη Γλυκερία. Αλλά στο μεταξύ τα πράγματα εξελίσσονται δραματικά. Η επικείμενη άφιξη του Άγγλου πράκτορα για τη διευθέτηση του προβλήματος οξύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο μερίδες των αντιστασιακών Ελλήνων, εκείνη που τάσσεται υπέρ της παραχώρησης του κόλπου στους Σλαβομακεδόνες κι εκείνη που είναι εναντίον, επικαλούμενη το εθνικό φιλότιμοι. Ένας λοφίσκος, στον οποίο δεσπόζει ένας αρχαίος τύμβος, είναι ο τόπος της τελικής συνάντησης όλων των πλευρών. Η αρχική επικράτηση των ανένδοτων εθνικιστών ανατρέπεται αιματηρά από τους ενδοτιστές, με τις ευλογίες (ή και την καθοδήγηση) του Άγγλου πράκτορα. Τότε όμως ξεσπάει ένας φοβερός κατακλυσμός, που πνίγει στη λάσπη του τύμβου τα περισσότερα από τα πρόσωπα του δράματος. Σώζονται ο Άγγλος πράκτορας και ο μικρός γιος της Γλυκερίας, που θα ξανασυναντηθούν στο ίδιο μέρος πολλά χρόνια αργότερα, μετά τον πόλεμο.
Ήδη από αυτό το αδρό περίγραμμα μπορεί κανείς να δει καθαρά τι θέλει να πει ο Νόλλας. Η αναφορά στους Σλαβομακεδόνες και ο σαφής παραλληλισμός Καβάλας-Θεσσαλονίκης δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία. Αλλά οι λεπτομέρειες της ιστορίας είναι ακόμα πιο εύγλωττες: ο συγγραφέας παράγει έναν συνωστισμό ψυχρά υπολογισμένων συμβόλων, καθένα από τα οποία έχει σκοπό να προεκτείνει συνθηματολογικά το μήνυμα, για να το συζεύξει με τη γνωστή αντίληψη της παγκόσμιας και προαιώνιας συνωμοσίας κατά του ελληνισμού.
Έτσι, ο Άντζεϊ Τότενταχ αποκαλύπτεται ότι είναι συνονόματος, γιατί όχι και απόγονος, ενός από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, που έμελλε να αλώσουν και να λεηλατήσουν την Κωνσταντινούπολη. Ως Πολωνογερμανός (τι συνδυασμός, αλήθεια!) ενσαρκώνει αθροιστικά τους δύο μεγάλους εχθρούς της ορθοδοξίας: τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Με τον ίδιο τρόπο ο Κέβιν Ρόσμπαντ, ο Άγγλος διπλός πράκτορας, συμβολίζει τους δύο θανάσιμους πολιτικούς εχθρούς του Έθνους: τον ιμπεριαλισμό και τον κομμουνισμό. Ο τύμβος, πλάι στον οποίο κλείνεται η ανίερη συμφωνία, είναι φυσικά ιερός τόπος: οι τιμημένοι νεκροί παρακολουθούν και εκδικούνται, με τον καταστροφικό κατακλυσμό. Αυτός ο κατακλυσμός, όμως, έχει ένα σημαδιακό προηγούμενο: συνέβη και τις παραμονές μιας μεγάλης εθνικής συμφοράς – της Μικρασιατικής, Καταστροφής, που συρρίκνωσε τον εθνικό χώρο όπως απειλεί να κάνει και η νέα δυσοίωνη εξέλιξη…
Με τέτοιους εκβιασμένους και χονδροειδείς συμβολισμούς είναι σχεδόν αδύνατο να συγκροτηθεί ένας πειστικός αφηγηματικός λόγος. Αλλά από έναν τόσο ικανό συγγραφέα όσο ο Νόλλας θα περίμενε κανείς αυτό που συμβαίνει αρκετά συχνά στη λογοτεχνία: η αφηγηματική δύναμη του λογοτέχνη να παρασύρει την ιστορία πέρα από τις στενές προθέσεις του. Δυστυχώς, τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει εδώ, Καμιά συγκίνηση δεν μεταδίδει αυτό το ψυχρά κατασκευασμένο κείμενο, καμιά γοητεία δεν ασκεί αυτή η καθυποταγμένη στα κελεύσματα του διδάχου αφήγηση. Τόση είναι η σπουδή του Νόλλα ν’ αποσπάσει από την ιστορία του το μήνυμα που τον ενδιαφέρει, ώστε άλλοτε αλλαξοδρομεί άγαρμπα, άλλοτε υποπίπτει σε κραυγαλέες ανακολουθίες και ούτε στιγμή δεν προσέχει την ακαταλληλότητα του ύφους του για μια τέτοια ιστορία.
Έτσι, η δραματική ένταση της ερωτικής σχέσης Γλυκερίας – Άντζεϊ εκτονώνεται απότομα και ανεξήγητα, η σχέση περνάει στο περιθώριο, ενώ έδειχνε να είναι ο κύριος μοχλός της εξέλιξης του μύθου. Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Καβάλα ο Άντζεϊ, που δεν ξέρει ελληνικά, πιάνει φιλία με τον μικρό γιο της Γλυκερίας και κάνει μακρές συζητήσεις μαζί του.
Σε ποια γλώσσα άραγε;
Ο Άντζεϊ διαβάζει το ονοματεπώνυμό του σε μια ταφόπλακα του 13ου αιώνα, αλλά η πόρτα του υπερφυσικού, που ανοίγει έτσι, ξανακλείνει αμέσως: το τρομερό αυτό επεισόδιο δεν έχει καμιά συνέχεια, γιατί απλούστατα σκοπός του είναι να λειτουργήσει μόνο συμβολικά (οι πλιατσικολόγοι τού τότε επιστρέφουν σήμερα). Τέλος, το εκφραστικό ιδίωμα του Νόλλα, ανέκαθεν κάπως δύσκαμπτο, φτάνει εδώ στο αποκορύφωμα της κακοζηλίας και της στρυφνότητας, στερώντας από την ιστορία τη λαγαρότητα και την ελαφράδα, που είναι απαραίτητα γνωρίσματα του αλληγορικού λόγου.
Το Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα έχει έναν παράξενο πρόδρομο στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας: τη μεγάλη νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Ο αρχαιολόγος» (1904). Όπως ο Νόλλας, έτσι και ο Καρκαβίτσας ήταν ένας σημαντικός διηγηματογράφος και νουβελογράφος, που κάποια στιγμή ξεστράτισε από τη λογοτεχνική πορεία του για να δώσει ένα «αφυπνιστικό» προπαγανδιστικό έργο, και αυτός με αφορμή το Μακεδονικό. Δεν υπάρχει κριτικός που να θεωρεί τον «Αρχαιολόγο» κάτι περισσότερο από ένα αφελές και λογοτεχνικά ανάξιο λόγου κείμενο, ξένο σώμα στο υπόλοιπο έργο του Καρκαβίτσα.
Ο Καρκαβίτσας δεν επανέλαβε ποτέ το ολίσθημά του.
Ας ευχηθούμε ότι δεν θα το επαναλάβει ούτε ο Νόλλας.
Αν και, φυσικά, η πορεία ενός λογοτέχνη δεν καθορίζεται από τις ευχές του κριτικού, αλλά από τις εσωτερικές του ανάγκες – και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που αυτή τη στιγμή, πρέπει να το ομολογήσουμε, δεν είναι πολύ ευνοϊκή για την καλή λογοτεχνία…
Δημοσθένης Κούρτοβικ | Τα Νέα