Το μυθιστόρημα «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» του Δημήτρη Νόλλα
Δημήτρης Νόλλας «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα», εκδόσεις «Καστανιώτη», Αθήνα 1992, σ.σ. 130.
Στο έβδομο πεζογραφικό του αφήγημα έφθασε με τον «Τύμβο κοντά στη θάλασσα» ο Δημήτρης Νόλλας, έχοντας τα τελευταία είκοσι χρόνια υπομονετικά δημιουργήσει ένα μικρό σε όγκο έργο, με ιδιότυπη, ωστόσο, και σημαντική προσωπικότητα. Δύο συλλογές διηγημάτων, τέσσερις νουβέλες και το τελευταίο αυτό κείμενο, που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα, αποτελούν διαφορετικές εκδοχές μιας αφήγησης που επιδιώκει την απόλυτη ένταση, συνιστούν απόψεις ενός ρεαλιστικού αλλά αποσπασματικού λόγου ο οποίος δημιουργεί ήρωες και πλάθει περιπέτειες αφήνοντας συγχρόνως τμήματα της ιστορίας που παραθέτει μάλλον σκοτεινά.
Η πεζογραφία του Δημήτρη Νόλλα προξενεί ίσως αμηχανία· όχι γιατί τα βιβλία του είναι δυσνόητα ή κουραστικά αλλά διότι η πρώτη επαφή προκαλεί αρκετές απορίες. Τι ακριβώς είναι το θέμα; Και γιατί ο συγγραφέας συχνά επιλέγει, προβάλλει και δραματοποιεί είτε λεπτομέρειες, είτε υπερβολές ή ακόμα, όπως στον «Τύμβο κοντά στη θάλασσα», ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι, που φαίνονται μεταξύ τους άσχετες;
Ένας αριστερός Άγγλος αξιωματικός –στο πεζογράφημα αυτό– ο οποίος έλαβε μέρος στην Αντίσταση του 1942, επιστρέφει στην Καβάλα δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Μέσω μιας αναδρομής που κάνει ο απρόσωπος αφηγητής, πληροφορούμαστε την ερωτική περιπέτεια του αναρχικού Πολωνογερμανού συνεργάτη του ήρωα, καθώς και το ξεκλήρισμα μιας ελληνικής οικογένειας σε εμφύλια διαμάχη. Ποιοι είναι οι δεσμοί που συνδέουν τις δύο υποθέσεις, το βίο των διαφορετικής καταγωγής πρωταγωνιστών, το παρελθόν που έχει κλείσει και το σήμερα;
Όταν η ζωγραφική τείνει να γίνει ανεικονική, «καθαρή», το θέμα σιγά-σιγά εξαφανίζεται για να δώσει τη θέση του στη γραμμή και το φως, στην έκφραση των διαθέσεων που γεννούν οι συσχετισμοί των όγκων, στο συναίσθημα που υποβάλλουν οι τόνοι, τα χρώματα, οι αποχρώσεις. Στην πεζογραφία του Νόλλα το θέμα και η υπόθεση υπάρχουν, σε μας ωστόσο δεν φθάνουν παρά νύξεις και αποσπάσματα. Και η ελλειπτικότητα τούτη στη μορφή δίνει ακριβώς έμφαση στους συσχετισμούς μεταξύ των προσώπων, των γεγονότων ή των σκηνών, επιτρέπει να διαγράφονται ευκρινώς οι νοητές σχέσεις τους και οι αντιστοιχίες, να φανερώνονται αναλογίες και να πραγματοποιούνται παραλληλισμοί, να δημιουργούνται αντιπαραβολές, αντανακλάσεις και αντικατοπτρισμοί. Και μήπως διαφέρει η ελεύθερη αυτή περιπλάνηση στον αφηρημένο χώρο των σχημάτων, των αλληλουχιών και των διαθλάσεων από την πράξη της καθαρής ποίησης;
Έτσι, μέσα στη ροή της περιπέτειας, ο Άγγλος ευγενής κομμουνιστής Κέβιν και ο Κεντροευρωπαίος αναρχοσυνδικαλιστής του Μεσοπολέμου Αντζέι κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο συνταυτίζονται και συγχωνεύονται, παρά τις αντίθετες ενδείξεις όλα τα πρόσωπα ακολουθούν μοιραία την ξεκάθαρη πορεία που έχει προδιαγράψει το ριζικό τους, οι ήρωες μαγεύονται από το τοπίο αλλά και από τη Γλυκερία, μοναδική γυναίκα του πεζογραφήματος, που σαν αστέρι φωτίζει και προσελκύει τους πάντες τριγύρω της, ενώ έξαφνα τα μισοθαμμένα θραύσματα του παλαιού μετάλλου πάνω στον αρχαίο τύμβο και μέσα στη θάλασσα αποκτούν ζωή και αστραποβολούν εκτυφλωτικά το ηλιακό φως προς όλες τις κατευθύνσεις. Πρόκειται για μια κατάσταση λαμπρής τάξης κι αρμονίας. Πού, ωστόσο, συμβαίνουν όλα τούτα; Μέσα στη δίνη (τι ειρωνεία!) του αδελφοκτόνου πολέμου και σε περίοδο γενικευμένης αλληλοεξόντωσης. Και για να γίνει η αφήγηση ακόμα πιο χλευαστική, νευρώδης και δραστική –όπως όλα άλλωστε τα κείμενα του Δημήτρη Νόλλα– ο συγγραφέας με κάθε τρόπο φέρνει στο προσκήνιο το αιματοκύλισμα διασκορπίζοντας στο πεζογράφημα πλήθος από αναφορές μαχών, καταστροφών, συρράξεων, κινημάτων, στρατιωτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων – NKVD, Βέρμαχτ, S.A., Γ΄ Διεθνής, XI Διεθνής Ταξιαρχία Ντομπρόφσκι, Α΄ και Β΄ Πόλεμος, Σταυροφορίες, Μέγας Ναπολέων.
Στο κείμενο υπάρχουν επίσης διάσπαρτα ή ακόμα καλύτερα, το έργο συντίθεται από πλήθος δάνειων στοιχείων. Φθάνουν ώς εμάς απόηχοι από άλλες τέχνες, κινηματογράφος και θέατρο, από διαφορετικά είδη, αστυνομικό μυθιστόρημα, κατασκοπευτικό Ντοστογιέβσκι ή διαβάζουμε φράσεις από ποικίλα λογοτεχνήματα υπογραμμισμένες με τυπογραφικά στοιχεία λειψίας. Αν σε αυτό το επιδέξια συγκαλυμμένο μωσαϊκό προστεθούν οι ανακολουθίες στην υπόθεση και οι διφορούμενες καταστάσεις, αποκτούμε μιαν ιδέα των ηθελημένων προσκομμάτων που δημιουργούν οι δήθεν απλοϊκές και φαινομενικά αδιάφορες αφηγήσεις του Δημήτρη Νόλλα.
Καθώς προσκρούομε πάνω τους, τα εμπόδια, οι πολυπληθείς αυτοί κόμποι του κειμένου, δυσχαιρένουν την αυτόματη αφομοίωση και κατανόηση. Συγχρόνως όμως αποτελούν –και αυτό είναι ίδιον όλων των πεζογραφημάτων του Δημήτρη Νόλλα– οι κόμποι αυτοί αποτελούν σήματα προσανατολισμού προς νέους, απροσδόκητους χώρους, καινούργια μονοπάτια, υποβάλλουν ιδέες, αναλογίες και καταστάσεις και δίνουν στα έργα το στίγμα της γοητευτικής εκείνης ασυμμετρίας που μέσα από το ανομοιογενές, το απίθανο ή το πλασματικά αμελητέο δημιουργεί μιαν ακμαία πεζογραφία του ρεαλιστικού και της πραγματικότητας.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή