Ο Δημήτρης Νόλλας είναι πατριδοκάπηλος ή χλευαστής;
Δημήτρης Νόλλας: «Ο τύμβος κοντά στη Θάλασσα» («Καστανιώτης»), σελ. 134.
Με πιάνει απελπισία καθώς βλέπω να σωρεύονται στα ράφια τα βιβλία που –τουλάχιστον σύντομα– δεν θα μου δοθεί η ευκαιρία να διαβάσω και ίσως ποτέ να γράψω γι’ αυτά. Παράδειγμα, τούτες τις μέρες μόνο από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έλαβα κάπου 10 βιβλία. Κάποια από αυτά διάβασα όπως και άλλων εκδόσεων. Εδώ όμως ένα μόνο, άντε το πολύ δυο βιβλία γίνεται να παρουσιάσω. Τα υπόλοιπα; Ποια κριτήρια λειτουργούν;
Τίποτα.
Ο Δημήτρης Νόλλας μας έδωσε πρόσφατα το έβδομο βιβλίο του. Είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Ως τώρα είχε γράψει νουβέλες και διηγήματα. Διαβάζοντας τα κείμενα του ταλαντούχου αυτού συγγραφέα έχεις έντονη την αίσθηση πως σου αφηγείται ή καταγράφει μια ιστορία με τρόπο που να γνωρίζεις καλά και κάθε στιγμή ότι δεν σου τη λέει όλη. Μια έντιμη στάση από μέρους του: Δεν επιχειρεί να σε ξεγελάσει – νομίζεις.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματός του «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» αναρωτήθηκα αν στις προθέσεις του συγγραφέα ήταν μεταξύ άλλων να δώσει και μια νότα πατριωτισμού στην ιστορία του ή αν απλώς και εσκεμμένως ήθελε να χλευάσει αυτή τη στιγμιαία παράνοια που μας πιάνει κάποτε ενώ τον υπόλοιπο καιρό κοιμούμαστε μακαρίως. Μετά σκέφτηκα πως ίσως ο «πατριωτισμός» να ήταν ακριβώς μια παγίδα στην οποία περίμενε, κρυμμένος κάπου ο συγγραφέας, να με δει να πέφτω μέσα της για να αρχίσει αμέσως τον οργιαστικό χορό του γύρω από την τάφρο. Μια δεύτερη ματιά στο κείμενο, αυτή τη φορά με μάτια, μου έδωσε την ιστορία απαλλαγμένη από οποιεσδήποτε ιστορικές, συναισθηματικές ή άλλες φορτίσεις: Ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται πρωτίστως να γράψει την ιστορία του όσο πιο καλά και σφιχτά δύναται. Τον ενδιαφέρει βεβαίως να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη του διασκεδάζοντάς τον, αλλά ποτέ ένας καλός συγγραφέας δεν παίρνει το ρόλο ενός πολιτικού.
Εκείνο που ο αναγνώστης, δεν πρέπει να ξεχνά είναι ότι κάθε συγγραφέας –μικρός ή μεγάλος– έχει τις ιδιοτυπίες του αλλιώς δεν θα ’ταν δημιουργός. Έτσι ο Δ. Νόλλας π.χ. παρουσιάζει ορισμένες εντελώς δικές του ιδιομορφίες στη γραφή του: Κάποτε οι ιδιομορφίες αυτές έχουν να κάνουν με την ίδια την έκφραση (ελλειπτική γλώσσα), συχνά όμως εκδηλώνονται στην καταγραφή των εικόνων και των καταστάσεων (εκεί η μαστοριά του Δ. Νόλλα είναι από τις ελάχιστες απολαύσεις που μπορεί να έχει ο αναγνώστης διαβάζοντας σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία) και άλλοτε τις βλέπουμε στη διαπλοκή του μύθου. Και στη σκιαγράφηση των προσώπων ή στην ανάπτυξη των χαρακτήρων τους παρουσιάζει ιδιοτυπίες. Τα πρόσωπά του δεν φροντίζει να τα ολοκληρώσει: Ρίχνει τo βάρος στην καταγραφή μιας στιγμής, αυτής που θα λειτουργήσει και ως ταυτότητα του χαρακτήρα.
Στο «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» ο Δ. Νόλλας δείχνει να «παίζει» με την ιδέα ενός πατριωτικού θέματος, αυτό της Μακεδονίας. Η επιλογή του χώρου όπου εξελίσσεται η ιστορία μπορεί να σχετίζεται με την καταγωγή του δημιουργού ή απλώς να του άρεσε κάποτε το τοπίο – ένας κόλπος κοντά στην Καβάλα όπου δεσπόζει ένας αρχαίος τύμβος. Αν όμως ο χώρος μπορεί να λειτουργήσει και χωρίς συμβολισμούς, ο χρόνος στον οποίο εξελίσσεται η ιστορία δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος των γεγονότων: Είναι στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η Καβάλα τελεί υπό βουλγαρική κατοχή. Τις διάφορες αντιστασιακές ομάδες απασχολεί ένα σοβαρό πρόβλημα: Το αίτημα των αντιστασιακών που δρουν στις σλαβικές χώρες να αποκτήσουν διάδρομο στο ελληνικό έδαφος που να καταλήγει στη θάλασσα για να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν ανθρώπους ή όπλα. Το ζήτημα διχάζει τις ελληνικές ομάδες οι οποίες στο μυθιστόρημα συμβαίνει να διοικούνται από τα μέλη μιας οικογένειας – σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαιτηθεί η επέμβαση του συμμαχικού παράγοντα. Έτσι στην Καβάλα φτάνει πρώτα ο Πολωνογερμανός Άντζεϊ Τότενταχ που έχει στρατολογηθεί από τον άγγλο «αναρχικό που υποδυόταν τον κομμουνιστή στην υπηρεσία του βασιλέως Γεωργίου του Ε», Κέβιν Ρόσμπαντ. Ο Άντζεϊ πιάνει επαφή με τους αντιστασιακούς, φιλοξενείται στο σπίτι του μεγαλύτερου παλαιοπώλη της Μακεδονίας και τα φτιάχνει με τη σαγηνευτική σύζυγό του, τη Γλυκερία, που κι αυτή είναι στην αντίσταση.
Οι αντιστασιακές και αντίπαλες ομάδες κυριαρχούνται από δυο πρόσωπα, τα αδέρφια Λεωνίδα και Γιοβάννη. Αυτούς τους πλαισιώνουν τα παιδιά τους, άλλοι συγγενείς και φίλοι. Πριν ο συμμαχικός παράγων καταφέρει να εξομαλύνει τις διαφορές ανάμεσα σε ενδοτικούς και ανένδοτους και να εξασφαλίσει δίοδο, στην οικογένεια θα πέσει αλληλοσκοτωμός. Ευθύνες μπορούν να αποδοθούν και στον Άντζεϊ ο οποίος αντί να εργαστεί το έριξε στο σεξ. Πάντως πάνω εκεί και την ώρα που οι ανένδοτοι είχαν επικρατήσει, ξέσπασε πλημμύρα φοβερή. Τα νερά παρέσυραν τα χώματα του διάτρητου από τους αρχαιοκάπηλους –τα ίδια πρόσωπα– τύμβου, καταπνίγοντας τους πάντες. Από τη συμφορά γλίτωσαν ο Κέβιν, η Γλυκερία, το ένα της παιδί και δυο ανίψια, με τον έναν από τους οποίους εξαφανίζεται διατηρούσε και πριν σχέσεις ερωτικές μαζί του.
Η ιστορία που έγραψε ο Δημήτρης Νόλλας διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, αρκεί να μη θελήσει ο αναγνώστης να αποκρυπτογραφήσει τις καταστάσεις και τα πρόσωπα. Γιατί τότε τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Οι συμβολισμοί που ενδεχομένως να έχουν τεθεί επίτηδες – δεν λειτουργούν, διότι δεν αναπτύσσονται καν. Ρίχνονται με λίγες αράδες και μένουν εκεί ως σπόροι που θα φυτρώσουν μόνοι τους στο συναισθηματικό χωράφι του αναγνώστη. Δηλαδή ο συγγραφέας μοιάζει να αδιαφορεί εντελώς για το ποια θα είναι η μοίρα αυτών των συμβολισμών. Ακόμη και στο τέλος, όπου ο μοναδικός κληρονόμος της οικογένειας αποφασίζει να ισοπεδώσει την περιοχή του κόλπου και ίσως και τον τύμβο, ο δημιουργός αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους: Δεν σχολιάζει ούτε την καταστροφή των ιστορικών μνημείων ούτε και εκείνη του φυσικού περιβάλλοντος – κι ας βάζει τον κληρονόμο αυτόν να ουρλιάζει σε μια στιγμή «έχουμε μνήμη εμείς!» Τι μένει; Κάποτε η φύση να κλείσει τις πληγές που της προκάλεσαν τούτα τα άφρονα πλάσματα που σκορπίζουν την καταστροφή στο πέρασμά τους. Μου έμεινε μια απορία: Τι σημαίνει και γιατί υπάρχει στη σελ. 69 εκείνο το ξεκάρφωτο «τα τρία τέταρτα», που ούτε ως υπότιτλος ούτε ως σχόλιο μοιάζει να λειτουργεί;
Νίκος Ντόκας | Κυριακάτικη