«Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε», ένα μυθιστόρημα, πολιτικό θρίλερ του Δημήτρη Νόλλα, με φόντο τη δράση των τρομοκρατών.
Δημήτριος Νόλλας: «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε». Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1994, σελ. 211
Ιδού, με τον κίνδυνο της σχηματοποίησης, ο καμβάς του νέου μυθιστορήματος του Δημήτρη Νόλλα (γ. το 1940 στη Δράμα), που φέρει τον προδήλως δίσημο τίτλο «Ο άνθρωπος .μου ξεχάστηκε»: Ο πενηντάρης Μαξ Φραγκούλης ξαναγινόταν Γεράσιμος / Μάκης κάθε που «τον τσιμπολογούσε το παρελθόν». Οικονομολόγος, ζει από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Αγγλία, όπου και γίνεται μεγάλος και τρανός. Την Ελλάδα, σαν μνήμη και συναίσθημα, την έχει απωθήσει από τότε, και μαζί της έχει απωθήσει ό,τι τον ταύτιζε με το παλιό του όνομα: τη μάνα του, το γενέθλιο Κορωπί, τη φιλομαοϊκών αποκλίσεων αριστεροσύνη του, που αποκρυσταλλώθηκε στη (μάλλον δειλή) συμμετοχή του σε κάποιες αντιστασιακές οργανώσεις. Έπειτα από τριάντα χρόνια ο Μαξ επιστρέφει στην Ελλάδα, για να διαπραγματευτεί, ως κορυφαίο στέλεχος μιας θηριώδους εταιρείας, την αγορά κάποιας προβληματικής κλωστοϋφαντουργίας, της ΚΛΩΣΤΕΛ. Τον συνοδεύει η δεύτερη γυναίκα του, νεαρή αυτή, που γρήγορα θα τον παρατήσει.
Στο αεροδρόμιο κιόλας ενεδρεύει η μνήμη, με τη μορφή (το φάσμα μάλλον) κάποιου παλιού συντρόφου. Στην Ελλάδα τίποτε δεν του πάει καλά: οι διαπραγματεύσεις βαλτώνουν, ανακαλύπτει ότι πάσχει από «σάρκωμα στην κάτω αριστερή γνάθο» (εφόσον δηλώνεται ότι πρόκειται για την επίσημη γνωμάτευση, θα ήταν ακριβέστερος ο όρος «σάρκωμα του αριστερού ημιμορίου της κάτω γνάθου»), μια νόσο σαν και του Φρόιντ, και καμία όρεξη δεν έχει να δει τους δικούς του· δεν τους νιώθει δικούς του, ένας ξένος είναι, με δυο πατρίδες και καμιά, με δυο γυναίκες και καμιά.
Με δυο εαυτούς και κανέναν. Κάποια στιγμή το φάντασμα του αεροδρομίου ανεβαίνει στη μνήμη του Μαξ, με τ’ όνομά του πια και με την ιστορία του: ήταν ο Μανόλης Ντράβαλος (σχεδόν κάθε επώνυμο στον Νόλλα μοιάζει παρατσούκλι, για να μεγεθύνεται έτσι η καταδεικτική του ισχύς), ο «Δούκας», γνώριμός του από τον καιρό της αντίστασης και της Ιταλίας. Ο Μαξ τον είχε καταδώσει, και τώρα φοβάται πως ήρθε ο καιρός της εκδίκησης. Ένοχη η συνείδησή του, δείχνει να επιζητεί την τιμωρία παρά τη φυγή: αναζητεί λοιπόν αυτός τον Δούκα. Προσφεύγει μάλιστα σ’ έναν νεαρό δημοσιογράφο-συγγραφέα, τον Ωρεόπουλο, κι αυτός του ιστορεί το περιεχόμενο του μυθιστορήματος που ετοιμάζει, με θέμα την τρομοκρατία και τη δολοφονία ενός βιομηχάνου. Με τα πολλά ο Δούκας μπαίνει στο γραφείο του Μαξ και δείχνει να μη γνωρίζει πως ο φίλος του τον είχε προδώσει, να μην ενδιαφέρεται καν. Καμουφλάζ; Στρατήγημα για να τον αποκοιμίσει; Το βιβλίο θα αφήσει τα ερωτήματα να εκκρεμούν.
Αίφνης, οι τρομοκράτες φεύγουν από τις σελίδες της μυθοποιίας του Ωρεόπουλου και αναλαμβάνουν δράση: δολοφονούν τον πρόεδρο της ΚΛΩΣΤΕΛ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που περιέγραφε ο νεαρός συγγραφέας στο υπό κατασκευήν μυθιστόρημά του. Έντρομος ο Μαξ από αυτή την απίστευτη διαπλοκή φαντασίας και πραγματικότητας, σπεύδει προς το σπίτι του Δούκα. Πεθαίνει όμως κι αυτός εκεί κοντά, όταν του ξεφεύγει ο έλεγχος του αυτοκινήτου εξαιτίας της νεροποντής. Το τέλος αναλαμβάνει να το γράψει με το ρεπορτάζ του ο Ωρεόπουλος. Κι εκεί, μαθαίνουμε ότι ο Δούκας έχει σκοτωθεί ήδη από το 1974, σε τροχαίο επίσης… Άρα, ποιον είδε ο Μαξ; Με ποιον μίλησε; Ποια από τις Ερινύες είχε υφαρπάξει τη μορφή του παλιού συντρόφου; Ή μήπως ο Δούκας είχε παραστήσει τον σκοτωμένο για να μπορέσει να δράσει από το οχυρό του σκότους; Και τελικά, ποια λύση επιδέχεται ο τίτλος του βιβλίου: ο Δούκας είναι το υποκείμενο του ρήματος «ξεχάστηκε» ή το αντικείμενό του; Και το άδειο κιβώτιο του σπιτιού του; Ένα σημαδιακό μνημόσυνο του Άρη Αλεξάνδρου, ή απλώς ένας «χοντροκομμένος συμβολισμός» κατά το συγγραφικό χαρακτηρισμό;
Το μυθιστόρημα του Νόλλα, γραμμένο με την αφτιασίδωτη, στεγνή γλώσσα που πάντοτε επιλέγει ο συγγραφέας (και η οποία ωστόσο εδώ δεν τον βοηθάει όσο χρειάζεται επαρκώς να τρυπήσει το περίβλημα της δραματικότητας και να προχωρήσει στον τραγικό πυρήνα της ένοχης συνείδησης), ξαναρχίζει εκεί που τελειώνει. Μένει ανοιχτό σε αναγνώσεις, σε υποθέσεις, σε ερμηνείες. Πιστεύω άλλωστε πως ο καμβάς στάθηκε απλώς η αφορμή για να ασχοληθεί και πάλι ο συγγραφέας με το θέμα που προπαντός τον καίει: με τον τρόμο, τον πανικό του ανθρώπου, του ηλικιακά ώριμου ανθρώπου, που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί, ακόμη κι αν πεισματικά εναντιώνεται σ’ αυτήν την αποκαρδιωτική γνώση, ότι ο «βαθύς γκρεμός που χωρίζει μέσα του δυο διαφορετικούς ανθρώπους» έγινε οριστικά αδιάβατος, ότι το παρελθόν δεν μπορεί να υπάρξει παρά με τη μορφή του εφιάλτη· ότι, τέλος, «η απόγνωση από την οργανωμένη ευτυχία δεν έχει μέτρο» (έτσι τελείωνε η «Νεράιδα της Αθήνας», το πρώτο βιβλίο του Νόλλα). Μια τέτοια «οργανωμένη ευτυχία» νέμεται ο Μαξ. Κι είναι άγευστη και ψεύτικη.
Δεν είναι αδιάφορο το γεγονός ότι στην περιοχή της τρομοκρατίας στρέφει την ερευνητική της πρόθεση και η ελληνική λογοτεχνία (θυμίζω τους «Πολίτες της σιωπής» της Νένης Ευθυμιάδη, Καστανιώτης 1993, και την «Τρομοκρατία της μνήμης» της Λείας Βιτάλη, Εξάντας 1993), ακολουθώντας ή συμβαδίζοντας με την ξένη (κορυφαίο δείγμα εδώ η «Ασφυκτική προστασία» του Χάινριχ Μπελ, που τυπώθηκε φέτος στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Πόλις», μια δεκαπενταετία αφότου πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γερμανία, και πιο πρόσφατο, όσο γνωρίζω, η «Επιστροφή του Νετσάγιεφ» του Χόρχε Σεμπρούν, Εξάντας 1992).
Ο Μαξ του Νόλλα πάντως, ο κάποτε αριστεριστής, ο κάποτε αντικαθεστωτικός, δεν είναι δίχως προγόνους στο έργο του συγγραφέα, οπότε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε αιφνίδια και περιστασιακή την ενασχόλησή του με το «αντάρτικο των πόλεων», απόμακρη πολιτική καταγωγή του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί η δεκαετία του ’60, που στοιχειώνει το συνολικό έργο του λογοτέχνη: τους εν ιδεολογία αδελφούς του Μαξ τους έχει ιστορήσει ο Νόλλας και στη «Νεράιδα της Αθήνας» (1974, εκδ. Νεφέλη) και στην «Πολυξένη» που την ακολούθησε το ίδιο έτος (εκδ. Νεφέλη), με λόγο δριμύ, καυστικό, ακόμη και βλάσφημο. Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έχει χαρακτηρίσει τον Νόλλα «καταστασιακό συγγραφέα», ως ασχολούμενο όχι τόσο με τους ήρωές του όσο με τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται· θα μπορούσαμε ίσως να αποδώσουμε στο συγγραφέα και τη δεύτερη, την πολιτική σημασία της λέξης «καταστασιακός», συσχετίζοντας τις πρώτες του τουλάχιστον πεζογραφικές δοκιμές με τις σκέψεις του αντιεξουσιαστικών προθέσεων κινήματος των Σιτουασιονιστών-Καταστασιακών.
Το βιβλίο του Νόλλα, ωστόσο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί μήτρα του τωρινού του μυθιστορήματος είναι «Το πέμπτο γένος» (Καστανιώτης 1988). Στη νουβέλα αυτή προκαταβάλλονται συνοψισμένα τα μοτίβα στα οποία στέκεται τώρα, από μεγαλύτερη ιδεολογική και συναισθηματική απόσταση, ο «Άνθρωπος που ξεχάστηκε». Και στο «Πέμπτο γένος» ο πυρήνας αφορά μια πολιτική προδοσία στο εσωτερικό κάποιας αντιδικτατορικής ομάδας που «έχει την πολιτική της άμεσης τρομοκρατίας και των δυναμικών επεμβάσεων στην καρδιά του κτήνους», και η οποία έχει την έδρα της επίσης στην Ιταλία. Κι ενώ στο νέο βιβλίο υπάρχει ένας προδότης Γεράσιμος / Μάκης / Μαξ, επιφανής πολίτης πλέον, στο παλιό υπάρχει ένας Μάκης, που κατηγορείται για την προδοσία, και ένας Γεράσιμος που, γρήγορα σαν και τον Μαξ, κόβει τα νήματα με το παρελθόν, γίνεται επίσης στυλοβάτης του κατεστημένου και φτάνει να αποφανθεί: «Η μυρουδιά της προδοσίας είναι παντού. Και ξέρεις γιατί, πού να ξέρεις… Δεν έμεινε τίποτε που ν’ αξίζει τον κόπο να προδοθεί, γι’ αυτό. Κανείς πια δεν μπορεί να προδώσει κανέναν».
Δεν υπάρχει τίποτε να προδοθεί… Άρα δεν υπάρχει τίποτε ν’ αγαπηθεί. Σαν ανάπτυγμα αυτής της σκέψης μοιάζει το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε». Ο ήρωάς του, φουσκωμένος αλλά κενός, υψηλός αλλά βουλιαγμένος στο τίποτε, μακάριος αλλά ρημαγμένος, περνάει αδιάφορος έξω από τη ζωή του, έξω από τις οικογενειακές και φιλικές του σχέσεις, τα αισθήματά του, τις επιθυμίες του, άρα έξω από το μέλλον του. Για να κρατηθεί, ανασύρει κάτι από το παρελθόν, το διογκώνει με τη γνωστή μελοδραματική έπαρση που μας καθοδηγεί συνήθως, και με μαζοχιστική επιμονή τού δίνει τα γνωρίσματα του εφιάλτη.
Αυτή η κατόπτευση του ψυχικού κενού από το συγγραφέα, η αποκαλυπτική και καθόλου αισθηματολογούσα ανατομή της επίχρυσης μιζέριας, δίνει στο μυθιστόρημα τον αέρα που του χρειάζεται για να απομακρυνθεί από την περιοχή του εύπεπτου κοσμοπολίτικου θρίλερ ή ενός έξυπνα «ανάποδου» αστυνομικού μυθιστορήματος (ανάποδου επειδή εδώ το πιθανό θύμα αναζητεί μανικά τον ενδεχόμενο θύτη). Και επίσης, του επιτρέπει να χωνέψει το τέλος, που το εισφέρει ένας από μηχανής (αυτοκινήτου) θεός, το οποίο αλλιώς θα φαινόταν βεβιασμένο και διευκολυντικό. Αλλά ο συγγραφέας δεν θέλει να χαρίσει στον ήρωά του το δικαίωμα της τίσεως, της πληρωμής με το νόμισμα της ψυχής, ούτε καν λίγο πριν πεθάνει· τον αναιρεί, λοιπόν, πριν υπάρξει κάθαρση. Γιατί το κενό δεν τρώει μόνο τον ίδιο παρά μια ολόκληρη γενιά. Ίσως και μια ολόκληρη χώρα.
Παντελής Μπουκάλας | Η Καθημερινή