Δημήτρης Νόλλας: «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε». Καστανιώτης, σ. 216, δρχ. 2.500.
Ο Δημήτρης Νόλλας (γ. 1940) έχει βγάλει επτά βιβλία σε 20 χρόνια και ποτέ δεν πέρασε τις 200 σελίδες. Ελλειπτικός, μινιμαλιστής, υπαινικτικός και ασθμαίνων, πολύσημος και πρισματικός –στα πρώτα του τουλάχιστον βιβλία, τα πολυαγαπημένα (θα ’λεγα, «cult»…) «Νεράιδα της Αθήνας» και «Πολυξένη»– Ο Νόλλας δεν έμοιαζε με κανέναν σύγχρονό του Έλληνα· το γράψιμό του δεν ήταν «εύπεπτο», στρωτό· ήθελε κόπο και προπαίδεια το διάβασμά του, αλλά πρόσφερε αισθητική απόλαυση. Κάπου μετά το 1990, με το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» κάνει στροφή· προς μια πιο συμβατική αφήγηση, χωρίς πολλές γωνίες και δίνες, η χαρακτηριστικά νευρώδης πρόζα του σαν να «ησυχάζει». Είχε προηγηθεί το «Πέμπτο γένος» (1988), μια σκοτεινή νουβέλα, σαν υπαρξιακό νουάρ, για την προδοσία, την πτώση των ιδεών, την έλλειψη πίστης – μαρτυρία για το τέλος της μεταπολίτευσης, λίγο πριν την πτώση του Τείχους. Φόντο η τρομοκρατία και η καπιταλιστική γραφειοκρατία. Το ίδιο φόντο και τώρα, στο 8ο βιβλίο του, το πρώτο που ξεπερνά τις 200 σελ. (έστω και με τεράστια γράμματα). Ο πενηντάρης επιτυχημένος, Μαξ Φραγκούζης, επιστρέφει στην Ελλάδα από την Αγγλία μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής για την εξαγορά μιας προβληματικής, και βρίσκεται αντιμέτωπος με το προδοτικό παρελθόν και το κενό παρόν. Το παρελθόν είναι ο αινιγματικός πρώην «σύντροφος» Ντράβαλος, ο «Δούκας». Το παρόν, η γυναίκα του που τον εγκαταλείπει, ο ρεπόρτερ Ωρεόπουλος, συγγραφέας μιας ιστορίας με τρομοκράτες, ο καρκίνος της γνάθου που τον κατατρώει (σαν τον Φρόιντ – Μωϋσή: το τίμημα της Γνώσης-Ύβρης). Ο Μαξ τρώγεται: από την προδοσία του, από τον εφιάλτη που αναβιώνει πεισματικά, από την ξένωσή του. Όταν η τρομοκρατική ενέργεια γίνεται όπως ακριβώς την προδιαγράφει ο συγγραφέας – ρεπόρτερ (η «ζωή» αντιγράφει την τέχνη;) το μυθιστόρημα λύεται «μοντερνιστικά»: ο Μαξ σκοτώνεται σε τροχαίο (μια εκδοχή Παναγούλη), ο Ωρεόπουλος γράφει το φινάλε κι αποκαλύπτει ότι ο «Δούκας» είναι ήδη νεκρός από το ’74, σε τροχαίο… Χάος.
Ο Νόλλας αιωρείται ανάμεσα στο πολιτικό θρίλερ με προδιαγραφές μπεστ σέλερ, και στην καταγραφή της εποχής του κενού, του πνεύματος της στέγνιας. Μένει στο ανάμεσα, αιωρούμενος. Η πένα του, φτιαγμένη με τα ευγενή μέταλλα της Νεράιδας, δεν είναι για «εύκολη», μοδάτη πεζογραφία· αντιθέτως, νύσσει και πείθει όταν γράφει τα δύσκολα, τα ελλειπτικά (όπως ο αμφίσημος τίτλος). «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε» ίσως να μην ενθουσιάσει τους παλιούς θαυμαστές του Ν., αξίζει όμως να του φέρει νέους αναγνώστες.
Γ.Ν.Ξ. | Αθηνόραμα