Δημήτρης Νόλλας, «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε», Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτης. Αθήνα 1994. Σελ. 216. Δρχ. 2.500.
Ο Μαξ Φραγκούλης επιστρέφει στην πατρίδα ύστερα από απουσία πολλών ετών. Δεν έχει καταληφθεί από νοσταλγία ούτε επιδιώκει να επανασυνδεθεί με το παρελθόν. Ο σκοπός του είναι καθαρά επαγγελματικός: η εταιρεία του, που επεκτείνει τις δραστηριότητές της από το Λονδίνο στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, τον στέλνει στην Ελλάδα επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για την εξαγορά μιας χρεοκοπημένης κλωστοϋφαντουργίας. Ο Μαξ φτάνει στην Αθήνα αμέσως μετά το δεύτερο γάμο του, φέρνοντας μαζί του και τη νεαρότατη γυναίκα του. Και ενόσω όλα δείχνουν έτοιμα να πάρουν τον καλύτερο δρόμο (μια καλλίγραμμη σύζυγος στο κρεβάτι και μια προβληματική επιχείρηση «στο πιάτο»), κάτι θα σπάσει από την πρώτη κιόλας στιγμή, με την άφιξη του ζευγαριού στο αεροδρόμιο. Ο Μαξ θα διακρίνει εκεί, ανάμεσα στο πλήθος, ένα πρόσωπο που θα κάνει τις υπνώττουσες ώς τότε αναμνήσεις του να εκραγούν και να εισβάλουν με τρομακτική ένταση στο παρόν: τα νεανικά του χρόνια και οι σχέσεις του με την τρομοκρατία θα συνδυαστούν με το πρόσωπο του αεροδρομίου και θα ανατρέψουν το σύμπαν.
Με κέντρο την απωθημένη ιστορία μιας προδοσίας, ο Μαξ θα χάσει –πραγματικά και συμβολικά– κάθε του κεκτημένο: θα χωρίσει ύστερα από μια κωμικοτραγική σκηνή με τη γυναίκα του, θα προσπαθήσει εις μάτην να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς συνέβη με τον άνθρωπο που πρόδωσε (τον ίδιο που είδε σαν φάντασμα στο αεροδρόμιο) και θα πιαστεί ανήμπορος (αγγίζοντας τα όρια μιας σχεδόν φαρσικής παράνοιας) στα δίχτυα ενός μυθιστορήματος το οποίο κατά περίεργο τρόπο προαναγγέλλει τη μοίρα του. Στο τέλος θα σκοτωθεί –σαν ένα γελοίο νευρόσπαστο– με το αυτοκίνητό του, ενώ λίγο πριν από την έξοδο του βιβλίου θα μάθουμε (από το δημοσιογράφο που έχει συγγράψει το περίεργο μυθιστόρημα) ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της ξέφρενης κούρσας ο Μαξ Φραγκούλης κυνηγούσε μόνο σκιές. Ο ενοχικός ή τυφλός κόσμος των κλειστών οργανώσεων, η προδοσία και η ενοχή, ο φόβος του παρελθόντος και οι παγίδες της μνήμης: τα θέματα που απασχολούν τον Δημήτρη Νόλλα στον «Άνθρωπο που ξεχάστηκε» δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά στη δουλειά του. Οι σταθεροί αναγνώστες του θα θυμούνται ανάλογες αναφορές ή καταστάσεις τόσο στο «Πέμπτο γένος» (1988) όσο και στον «Τύμβο κοντά στη θάλασσα» (1922).
Θα θυμούνται ακόμη όσοι παρακολουθούν συστηματικά το συγγραφέα ότι μία από τις προσφιλέστερες μεθόδους του κατά το χειρισμό των ίδιων θεμάτων είναι το διακριτικό «ανακάτεμα» των αφηγηματικών ειδών, σε συνδυασμό με έναν λεπτό αλλά διαπεραστικό τόνο ειρωνείας ή παρωδίας, που υπονομεύει «από τα μέσα» τους ήρωες, εξαρθρώνοντας αθόρυβα τα κατ’ όψιν δραματικά χαρακτηριστικά τους. Η σύγκλιση με το σημερινό βιβλίο γίνεται αμέσως φανερή και σ’ αυτό το σημείο. Η αστυνομική ίντριγκα, η αδιάκοπα κρυμμένη άκρη του νήματος των ιστοριών μυστηρίου, το παράταιρο ή παραμορφωμένο περιβάλλον των μελλοντολογικών μυθιστορημάτων (βλ. την υποβλητική περιγραφή του «Καπνεργοστασίου»), καθώς και το ιστορικού τύπου αφήγημα (εν προκειμένω εντοπισμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’40) συμπλέκονται στον «Άνθρωπο που ξεχάστηκε» σ’ ένα εκ προθέσεως συμπιληματικό σύνολο, που παρωδεί εμμέσως τα συστατικά του είτε με την ελλειπτική απόδοση των επιμέρους επεισοδίων (ο θάνατος του Μαξ αφήνει εκκρεμή όλα τα ζητήματα που προέκυψαν μετά τον ερχομό του στην Αθήνα και ο συγγραφέας δεν σκοπεύει να τα συμπληρώσει) είτε με τη «διάτρηση» –και εν τέλει τη διάλυση– ολόκληρου του σκελετού της πλοκής και του μύθου. Εξαίρεση ενδεχομένως εδώ αποτελεί η αναφορά στην εφηβεία και στα οικογενειακά τραύματα του Μαξ, που μένει κάπως έτσι έξω από το παιχνίδι – ίσως επειδή το υλικό της δεν φορτίζεται αναλόγως, φλερτάροντας κατά διαστήματα με το συναισθηματισμό και μ’ ένα είδος λανθάνοντος μελό.
Οι εξαιρέσεις, ωστόσο, επιβεβαιώνουν τον κανόνα και ο Νόλλας το δικό του. Πιστός στην τεχνική και στη θεματολογία του, ανακαλύπτει τις καινούργιες τους δυνατότητες και φέρει με άνεση εις πέρας ένα έργο το οποίο χτίζεται κομμάτι κομμάτι για να αποδιαρθρωθεί διά μιας και χωρίς τον κραυγαλέο εντυπωσιασμό ή τις μοντερνιστικές ευκολίες που σε άλλους τείνουν ήδη να μετατραπούν σε κλισέ.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου | Ελευθεροτυπία