Δημήτρης Νόλλας, «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε», Εκδόσεις: Καστανιώτη, Αθήνα, 1994
Πολύς λόγος για τα βιβλία που γίνονται μπεστ-σέλερ, ενώ αντίθετα φαίνεται να λανθάνει της προσοχής μια άλλη κατηγορία βιβλίων, περισσότερο σημαντική, που –έτσι αυθαίρετα– θα ονομάζαμε μπεστ-γουέλκαμ. Αυτά μάς θυμίζουν λίγο τα παιδιά καλών οικογενειών που από γεννησιμιού τους είναι τακτοποιημένα. Πιθανόν υπερβολικός ο παραλληλισμός, όμως, όχι ολότελα άστοχος. Ανάμεσα στα δεκάδες βιβλία που εμφανίζονται, σχεδόν ταυτόχρονα ορισμένες εποχές του έτους, οι γράφοντες περί τα βιβλία –δημοσιογράφοι και κριτικοί– κάποια θα ξεχωρίσουν και θα προτάξουν. Και για μερικά από αυτά θα γράψουν όλοι ή περίπου όλοι κείμενα φωτεινά με τις ενστάσεις, αν υπάρξουν, τυλιγμένες πικραμύγδαλο σε καραμέλα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως αναγκαστικά αυτά τα βιβλία θα πουλήσουν ούτε όμως ότι δεν είναι αξιόλογα. Το μόνο σίγουρο είναι πως γεννήθηκαν κάτω από καλό άστρο.
Αφορμή το βιβλίο του Δ. Νόλλα, που στον πρώτο μήνα κυκλοφορίας –μάλιστα, μήνα Νοέμβριο, με τον εκδοτικό συνωστισμό που σημειώνεται– πρόλαβε και παρουσιάστηκε περίπου από το σύνολο των εφημερίδων. Πολλαπλές περιλήψεις του story δημοσιεύθηκαν μέχρι συνέχειες ως πρόγευση στο πρώτο σε κυκλοφορία απογευματινό φύλλο της χώρας. Αυτό παρέχει σε μας την πολυτέλεια κάποιων παρατηρήσεων στο περιθώριο της ανάγνωσης που προορίζονται μόνο για τους θιασώτες αυτής της σελίδας. Δηλαδή τους λιγοστούς που, αφού έχουν ξεκοκκαλίσει τις εφημερίδες ισχύος, διαβάζουν και το επιπλέον σχόλιο ενός περιθωριακού φύλλου. Σε μια ογκώδη ετήσια έκδοση που έφθασε από τη Λευκωσία, με τον ελαφρώς οξύμωρο τίτλο «σημείο», υπάρχει και ένα διήγημα του Νόλλα «Τα θολά τζάμια», μάλλον σύντομο. Στις τρεις σελίδες του διηγήματος, νομίζουμε πως βρίσκεται το μυθιστόρημα· καθόλου ο μύθος του, μόνο η ψίχα του βιβλίου. Στο διήγημα, ένας συνταξιούχος δημοσιογράφος από τους πρώτους που εισήγαγαν στη δημοσιογραφία τη συναισθηματική φόρτιση έναντι της ξερής αναφοράς των γεγονότων, πίνοντας τον εσπρέσο του, προσπαθεί να γράψει ένα κομμάτι που να ικανοποιεί τον καινούργιο εργοδότη του, κάποιον εκδότη λαϊκού περιοδικού μεγάλης κυκλοφορίας. Ταυτόχρονα, παρακολουθεί από το παράθυρο έναν άντρα που κρατάει προσεκτικά κάτι τυλιγμένο στην αγκαλιά του σαν μωρό και καθώς βρέχει καταρρακτωδώς, αγωνίζεται να προστατευτεί κάτω από τη μαρκίζα του απέναντι σπιτιού.
Με αυτό το ερέθισμα ο δημοσιογράφος πλάθει ένα είκασμα της πραγματικότητας, προεκτείνοντας ό,τι νομίζει πως βλέπει, σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Όταν η ιστορία που υπέθεσε, ανατρέπεται από τα συμβάντα μπροστά στα μάτια του, στο δρόμο, μένει μετέωρος. Η αφήγηση αδιαφορώντας να δώσει συνοχή σε κάποια αληθοφανή πλοκή, εστιάζεται στη φευγαλέα εντύπωση του παρατηρητή και στην πλασματική πραγματικότητα που αυτός οικοδομεί από τα σκόρπια εξωτερικά ερεθίσματα, όπως προβάλλονται στα μύχια της ψυχής.
Το μυθιστόρημα –το εκτενέστερο κείμενο που δημοσίευσε μέχρι σήμερα ο Νόλλας, διπλάσιο του προηγουμένου μυθιστορήματος «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα», που ήταν ήδη κατά πολύ μεγαλύτερο από τις νουβέλες και ασφαλώς τα διηγήματα, που είχαν προηγηθεί– συνθέτει μια μυθοπλασία με άκρες μέσες ποικίλων ιστοριών που αφορούν διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτό το σύνολο μένει ανοιχτό για να μπορέσει να φτιαχτεί εντός του η κλειστή και εικονική πραγματικότητα, που ως ένα βαθμό δημιουργεί το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος από τα σχετικά ελάχιστα που υποπίπτουν στην αντίληψή του, κυρίως όμως την φαντασιώνει, διογκώνοντας το φόβο και την απογοήτευση. Παραμένει ερώτημα πόσο πολύπλοκη πρέπει να διαγράφεται στο μυθιστορηματικό ορίζοντα η πραγματικότητα της ζωής για να μπορεί να λειτουργήσει πειστικά το παράλογο μιας αδιέξοδης ψυχικής κατάστασης· αυτός ο εσώτερος χώρος εγκλεισμού, μέσα στον οποίον ο άνθρωπος τελικά θα συντριβεί. Πιθανόν, αν ο εμπλουτισμός σε γεγονότα υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο, τα συστατικά να αραιώνονται καθ’ υπερβολήν.
Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε από τον ήρωα –κατά μια εκδοχή– είναι ο παλαιότερος εαυτός του· ένας διαφορετικός άνθρωπος που φωλιάζει στο βάθος της ψυχής του. Εκείνος ο νεαρός αριστεριστής, μέλος μιας αντιστασιακής οργάνωσης, φιλομαοϊκής τον καιρό της Δικτατορίας, με δράση μεταξύ Αθήνας και Ρώμης. Είναι ο Μάκης του «Πέμπτου γένους», αφού το σενάριο της προδοσίας ελάχιστα διαφέρει, έστω κι αν ο ίδιος φαίνεται να υπήρξε μάλλον δειλός παρά «σιδερένιος». «Ένας βαθύς γκρεμός» τον χωρίζει από τον πενηντάρη επιχειρηματία με έδρα το Λονδίνο και πλήθος θεμιτών επαγγελματικά, αν και ελαφρώς παράνομων, οικονομικών δοσοληψιών. Μόλις ξαναπαντρεμένος –«χρωστούσε στον εαυτό του μια αστραφτερή νέα γυναίκα για να στολίζει το μέλλον του»– έρχεται στην Αθήνα, μετά από μια τριακονταετία, για να διαπραγματευθεί την αγορά μιας προβληματικής επιχείρησης. «Το ζωντανό παρελθόν», ιδανικός τίτλος για το ρεπορτάζ που θα καλύψει το αυτοκινητιστικό ατύχημα του φινάλε, συμπίπτει με τον τίτλο του εναρκτήριου κεφαλαίου του προηγούμενου μυθιστορήματος. Μόνο που εκεί ο Νόλλας αυτό το παρελθόν το αναζητούσε στη Βόρειο Ελλάδα, τα χρόνια του Εμφυλίου, ενώ εδώ πρόκειται για τη Δικτατορία, σε αντίστιξη με το σημερινό, γνώριμο, αστικό χώρο της Αθήνας. Απρόσωποι τόποι κατοικίας, συνάντησης και διασκέδασης· δυτικότροποι, ιδιαίτερα μέσα από την οπτική ενός Έλληνα της διασποράς, χωρίς καμιά αίγλη εξορίας, ούτε καν αυτοεξορίας, ένα μπάσταρδο είδος καταδικασμένο να νιώθει ανέστιο.
Σοφότερη συγγραφική επιλογή, όχι μόνο γιατί αυτά τα χρόνια τα έχει βιώσει ο συγγραφέας, αλλά και επειδή τα εκφραστικά του μέσα φαίνεται να προσφέρονται. Ανεξάρτητα αν το πρώτο του μυθιστόρημα απέσπασε το Κρατικό Βραβείο, το 1993, ενώ μια δεκαετία νωρίτερα ως ταλαντούχος διηγηματογράφος έπαιρνε το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Πλέον το έχουμε εμπεδώσει, οι επιτροπές παλαιότερης ή νεότερης νοοτροπίας, επιβραβεύουν συγγραφείς τις περισσότερες φορές ερήμην των βιβλίων. Προσφυής η γραφή του Νόλλα στη νόθα, σημερινή ρευστότητα. Άμεση, στεγνή χωρίς να φτάνει στην αποστασιοποίηση, περίπου ελλειπτική στη συναισθηματικότητά της. Αντί συγκίνησης προτάσσει το φλέγμα, σχεδόν αγγλικό. Δίχως τη θυμική υποστήριξη της αφήγησης, οι ήρωες εμφανίζονται έκθετοι. Κι αυτό επεκτείνεται, όχι με την περιγραφή των χαρακτήρων, αλλά περισσότερο υπόγεια, με λεπτομέρειες αμφίεσης ή διατροφής και ακόμη οι ασήμαντες καθημερινές κινήσεις που αναδεικνύουν τη γελοιότητα που κουβαλά ο άνθρωπος.
Όσο για το κατ’ επίφασιν θέμα του βιβλίου, την τρομοκρατία και τον ξοφλημένο τρομοκράτη, αυτό επανέρχεται σταθερά στη λογοτεχνία. Από την άβυσσο της ψυχολογίας του τρομοκράτη, όπου καταδύονται οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι, μέχρι την αστραπιαία κάθοδο στα έμφοβα σπήλαια της ψυχής, που αποπειράται «Το θολάμι» του Ν. Κάσδαγλη, το φάσμα είναι μεγάλο. Ο Νόλλας διακωμωδεί τον αλλοτινό επαναστάτη, μένοντας μακριά από την καρικατούρα. Διαβρωτική η ειρωνεία επεκτείνεται και στους προσφιλείς της ιδεολογίας συμβολισμούς, μέχρι τη νεοελληνική κατάσταση των πραγμάτων.
Νουβέλες γράφει ο Νόλλας, όπως κεντρώνει την αφήγηση σε ένα πρόσωπο και λεπτολογεί τις καταστάσεις. Άλλωστε, αυτός ο περιορισμός στην οπτική δημιουργεί τους αναγκαίους σκοτεινούς χώρους για μια πλοκή ως αίνιγμα. Σε αυτό συμβάλλει και το απρόβλεπτο –σταθερή αφηγηματική τεχνική– που, κυρίως με τη μορφή της σύμπτωσης, διακόπτει τη ροή μιας γλώσσας, που τόσο στις περιγραφές όσο και στις στιχομυθίες, διατηρεί το ρυθμό κινηματογραφικής διαδοχής πλάνων.
Αυτός ο επιθυμητός ρυθμός σε κείμενα μεγαλύτερης έκτασης φαίνεται να χαλαρώνει. Χωρίς η εντύπωση να οφείλεται σε πλατειασμό, αφού στην αφήγηση πυκνώνουν τα γεγονότα. Ίσως κάπου να προδίδεται η λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε όσα ανακαλούνται και στα διαδραματιζόμενα στον παρόντα χρόνο της ιστορίας. Λ.χ. αναδρομές υπάρχουν και στη νουβέλα «Τα καλύτερα χρόνια», αλλά εκεί γίνονταν επί τροχάδην, μια αγχωτική αναφορά. Στον «Άνθρωπο που ξεχάστηκε», υπάρχει και ένας συγγραφέας που εμπλέκεται ως μυθιστορηματικό πρόσωπο. Υποτίθεται πως ετοιμάζει ένα βιβλίο, όπου προοιωνίζονται πολλά από τα συμβάντα της ιστορίας. Γεγονός που μεγαλώνει τη στενοχώρια του ήρωα, λειτουργώντας καταλυτικά στο αδιέξοδο. Ωστόσο, ως εύρημα, παρεμβάλλεται μάλλον επιβραδυντικά στη σπειροειδή σύσφιξη της γραφής. (Ας σημειώσουμε έναν παραπλήσιο χαρακτήρα στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ε. Φακίνου).
Αναμφισβήτητα το συγγραφικό ύφος του Νόλλα ταιριάζει κατ’ εξοχήν στις καταστάσεις και τους τύπους του καινούργιου του βιβλίου, όμως, υπάρχει η υποψία μήπως το παράλογο του ανίσχυρου και ενοχικού θα αναδεικνυόταν καλύτερα στην έκταση της νουβέλας.
Μ. Θεοδοσοπούλου | Η Εποχή