Δημήτρης Νόλλας, «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε», Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1994
Μια γεύση από τη σύγχρονη πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας μας, αλλά και διεθνώς, μια προσήλωση σε ιδεώδη και ιδανικά που επανέρχονται σαν Ερινύες δημιουργώντας ανεξίτηλα τραύματα και μια γρήγορη ματιά στην ενσωμάτωση των ερεθισμάτων εκεί όπου ο αναγνώστης προσπαθεί ν’ ανιχνεύσει τι του αρμόζει, είναι οι κύριοι άξονες στους οποίους στηρίζεται ο έμπειρος πεζογράφος Δημήτρης Νόλλας στο υπό συζήτηση βιβλίο.
Πράγματι «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε» επεξεργάζεται τη φοβερή αναστάτωση που έχει προκληθεί από τις πρακτικές των καπιταλιστών, καθώς επίσης από το φάντασμα της τρομοκρατίας, όπου σημερινοί πενηντάρηδες, στελέχη πολυεθνικών και οικονομικά εύρωστοι πέρασαν σε κάποια φάση της ζωής τους από τέτοιες πολιτικές φόρμες, που δεν ξέρω σε ποιο βαθμό βοήθησαν στη συγκρότηση ηθών, καθότι περιθωριακές και πλέον διαφορετικά οργανωμένες. Η αληθοφάνεια των γεγονότων που το μυθιστόρημα προβάλλει έχω την αίσθηση πως λειτουργεί θετικά, ακόμη και στην περίπτωση που ο συγγραφέας δεν κατέχει πλήρως το κοινωνικό και οικονομικό αντικείμενο που αναλύει, άρα κάθε μια από τις ενστάσεις που θα μπορούσαν να εγερθούν έχει σχέση με τη δυναμική της θεματογραφίας, παρά με άλλα αμιγή λογοτεχνικά εργαλεία, όπως γλώσσα και δομή, που άνετα μπορεί να πει κανείς πως είναι επιτυχώς ολοκληρωμένα. Όσο δειλά και μουδιασμένα ανοίγει το μυθιστόρημα τόσο απότομα και αδύναμα κλείνει. Αυτή η λογοτεχνική συμπεριφορά του δίνει την εικόνα ενός έργου, του οποίου το θέμα είχε ήδη συλληφθεί, προ καιρού, από το συγγραφέα, δεν είχε όμως χωνευθεί κατάλληλα για να γίνει σημείο αναφοράς. Οι ήρωες δρουν όπως σ’ όλα τα βιβλία του Νόλλα, δηλαδή εγωκεντρικά, εξατομικευτικά, κοσμοπολίτικα, εν τέλει χωρίς συντροφικότητα, αν και αυτό είναι το ύστατο, που τόσο ο ίδιος όσο και το πεζογραφικό αποτέλεσμα διακαώς επιθυμούν. Όπως στο «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» έτσι κι εδώ, η γυναικεία παρουσία είναι ατημέλητη, αναλυτικά περιορισμένη, ατελέσφορη, μέχρι του σημείου να γίνεται εμφανής μια ιδέα του δημιουργού, να σκιαγραφεί, δηλαδή, μόνο ανδρικές φιγούρες και πρωταγωνιστές, δίνοντας απάντηση στο γεγονός ότι η γυναίκα, ως πεζογραφικό στήριγμα, δεν ενδιαφέρει καθόλου το αφηγηματικό του τοπίο.
Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μη δουλεύονται επαρκώς οι γυναικείες συνισταμένες, αλλά τις περισσότερες φορές να απέχουν από το μύθο, αφήνοντας ένα τεράστιο ερωτηματικό για την τύχη τους, αφού, έτσι κι αλλιώς, είναι συναισθηματικά απούσες.
Για να καταλήξουμε, μετά την περιπλάνησή μας στις διακόσιες έντεκα σελίδες του βιβλίου, στο συμπέρασμα πως η αστική χροιά είναι η σοβαρότερη κατάκτηση, παρά κάποιες διαφοροποιήσεις των αναγνωστών που θεωρούν «γυμνά» όλα τα έργα που από μια περιγραφή κρέμεται τόσο η ποιότητα, όσο και τα κολακευτικά σχόλια· άρα ο Νόλλας δύσκολα θα φτάσει στο μεγάλο κοινό, κι αυτό μου γεννά την υποψία πως ο συγκεκριμένος συγγραφέας, που έχει κρατήσει τη φόρμα των έργων του σε τέτοια επίπεδα, ενδιαφέρεται, πρώτιστα, για την προσωπική του ισορροπία παρά για απόψεις και γνώμες τρίτων, οι οποίοι δεν καλύπτονται από το μύθο και τον προσδιορισμό των εικόνων.
«Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε» έχει, λοιπόν, και πολύ καλές στιγμές, όπως είναι η άψογη γλωσσική του εκφορά, καθώς επίσης και ένα σασπένς που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη ιστορία, που γίνεται φανερή στο τελευταίο κεφάλαιο, έχει όμως και κάποιες ημιτελείς προσπάθειες, οι οποίες σ’ ένα μυθιστόρημα είναι πάντα αναγκαίες, όπως η ψυχική διεργασία, η τόνωση του συναισθήματος, η δραματοποίηση των καταστάσεων, το δέσιμο των ηρώων, η τεχνική της αφήγησης και τέλος ο παρορμητισμός του κειμένου.
Ο Δημήτρης Νόλλας συνεχίζοντας μια μοναχική πορεία στην ελληνική λογοτεχνία δεν βρέθηκε, με τον «Άνθρωπο που ξεχάστηκε», στην καλύτερη στιγμή της συγγραφικής του καριέρας. Παρ’ όλα αυτά, είχε και πάλι μια αρκετά υψηλού επιπέδου συνομιλία με τον αναγνώστη. Καθώς το στίγμα του έργου είναι ότι παρά τη φαινομενικά τακτοποιημένη τους ζωή κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του παρελθόντος, στους οποίους, βασανιστικά, επανέρχονται ψάχνοντας τη λύτρωση.
Χρίστος Παπαγεωργίου | Η Αυγή