Δημήτρης Νόλλας, «Τα θολά τζάμια», Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1996
Συλλογή δέκα διηγημάτων, εκ των οποίων τα οκτώ έχουν δημοσιευθεί από τον Αύγουστο του 1992 μέχρι τον Ιούνιο του 1995. Σημειωτέον, το καλοκαίρι του 1994, κυκλοφορεί το δεύτερο μυθιστόρημα του Δημ. Νόλλα, «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε». Κοινό χαρακτηριστικό των διηγημάτων, ότι εντυπώνονται στη μνήμη, κι αυτό ανεξάρτητα από το πόσο ικανοποιητικά μπορεί να είχαν κριθεί κατά την ανάγνωση. Αν παρατηρήσουμε πως το διήγημα είναι ο προνομιούχος χώρος του Δημ. Νόλλα, καθώς το είδος εκπίπτει συνεχώς στην υπόληψη των Νεοελλήνων, θα τον στενοχωρούσαμε. Όμως δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς, ο συγγραφέας ανήκει στους τυχερούς άφρονες, που δεν μένουν ευχαριστημένοι με όσα έχουν επιτύχει, αλλά ποθούν αυτά που δεν έχουν. Αν και χαϊδεμένος της κριτικής, τείνει να τη θεωρήσει ανυπόληπτη (τουλάχιστον σύμφωνα με τις συνεντεύξεις του), γιατί δεν κατορθώνει να επηρεάσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό, που αυτός θα επιθυμούσε. Αντί να είναι ευτυχής, που βρίσκεται σταθερά εκτός της λίστας των μπεστ σέλλερ. (Όπου όλο και σπανιότερα λανθάνει λογοτεχνικό βιβλίο. Κι αν παραπέσει στον κατάλογο κανένας λογοτέχνης, είτε θα πρόκειται για κάποιο μέτριο βιβλίο του είτε θα έχει κατορθώσει, σε προσωπική βάση, να γίνει βεντέτα, κατά προτίμηση τηλεοπτική).
Περισσότερο επαινέθηκαν τα δύο μυθιστορήματα του Δημ. Νόλλα, ενώ, σε αντίθεση, τα συντομότερα πεζά του, διηγήματα η νουβέλες, έχουν εισπράξει, κατά καιρούς, και αντιρρήσεις. Χαρακτηριστικά, ο Στ. Ράμφος, απαριθμώντας τις αρετές του τελευταίου μυθιστορήματος, κρίνει πως «στα γραπτά του (εννοεί τα προ του μυθιστορήματος) υστερούσε η πνοή της ζωής και αφθονούσαν οι περιγραφές των κινήσεων που την συνοδεύουν· η γοητεία των περιστατικών εμπόδιζε τον δρόμο προς το βάθος των». Διαπίστωση που φαίνεται συγγενική με την άποψη που είχε διατυπώσει παλαιότερα ο Δ. Κούρτοβικ: «Οι ήρωες του Νόλλα έχουν πολύ αδρό περίγραμμα, είναι σχεδόν μονάδες. Εκείνο που τους χαρακτηρίζει είναι μόνον η κατάσταση στην όποια εμπλέκονται… Ο Νόλλας είναι κατ’ εξοχήν ‘‘καταστασιακός’’ συγγραφέας». Κρίση, που πρέπει να θεωρήθηκε ιδιαίτερα εύστοχη, γιατί και νεότεροι κριτικοί την υιοθέτησαν και ο ίδιος ο Δ. Κούρτοβικ, στον Οδηγό του, αποδίδει με αυτήν την ουσία της γραφής του Δημ. Νόλλα.
Ως ένα βαθμό, η παρατήρηση ισχύει για κάποια από τα παλαιότερα διηγήματα. Παράδειγμα, το κοσμοπολίτικο διήγημα, «Το πάθος του συγγραφέως», που κατά επιλογή του τυπογράφου και εκδότη Α. Καλιακάτσου συστεγάστηκε με τα ‘‘ελληνοκεντρικά’’ αφηγήματα δύο άλλων κατ’ εξοχήν διηγηματογράφων (Θ. Βαλτινός, Χρ. Μηλιώνης). Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το διήγημα, πίσω από μια σουρεαλιστική κατάσταση, διαγράφεται σαφώς και κατασταλάζει ένα πρόσωπο. Πάντως, η πρόσφατη εσοδεία νομίζουμε πως διαφοροποιείται και μάλιστα, κατά ενδιαφέροντα τρόπο. Αν τα δέκα διηγήματα δεν τα διαβάσουμε στη σειρά που τα έχει παρατάξει ο συγγραφέας, αλλά στη διαδοχή με την οποία πιθανόν γράφτηκαν –όσο αυτό εξάγεται από τη χρονολογία πρώτης δημοσίευσης– τότε εμφανίζονται κάποια καινούργια χαρακτηριστικά. Δεν αποκλείεται η γραφή του μυθιστορήματος, στο ενδιάμεσο, να επηρέασε. Τα παλαιότερα –«Μια λάθος κίνηση», «Κάψα», ακόμη εν μέρει το «Στον δρόμο για το Βούπερταλ»– δίνουν την έμφαση στην κατάσταση. Ενώ, στα μεταγενέστερα, οι ήρωες προβάλλουν ατομικότεροι. Δεν είναι απλώς αναγνωρίσιμοι, αλλά διαθέτουν ακριβώς πνοή ζωής. Ταυτόχρονα, τα δρώμενα μεταφέρονται σε ελληνικό έδαφος. Μάλιστα, υπάρχουν διηγήματα στα οποία η εντοπιότητα κυριαρχεί. Δεν πρόκειται για ένα μπαρ στο Ναύπλιο ή το καφενείο σε κάποιο νησί, που θα μπορούσαν να μεταφερθούν και στο Λονδίνο. Αλλά για ανθρώπους που αποκτούν υπόσταση και παύουν να νοιώθουν καραγκιόζηδες, μέσα από το δέσιμό τους με τη γη.
Και εδώ, το διήγημα συγκεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο συμβάν, που κάποιος παρατηρεί ή «κατασκοπεύει». Η οπτική περιορίζεται στην αντιληπτικότητα ενός ήρωα, που δεν είναι αναγκαστικά το κεντρικό ή το πλέον ενδιαφέρον πρόσωπο. Στα πρόσφατα, πρωτοστατούν οι καινούργιοι παρίες που έχουν παρουσιαστεί στη χώρα μας. Οι έλληνες μετανάστες στη Γερμανία παραχωρούν τη θέση τους σε ρωσοπόντιους πρόσφυγες από τη Ρουμανία ή και αλβανούς λαθρομετανάστες. Και ασφαλώς, εμπλέκονται και οι ντόπιοι που συγχρωτίζονται μαζί τους, κυρίως Έλληνες της επαρχίας. Απέναντί τους η διάθεση του συγγραφέα φανερώνεται φιλική, ενώ ειρωνεύεται τον κοστουμαρισμένο και πρωτευουσιάνο δικηγόρο. Υπάρχει ακόμη ο αγρότης, δίγνωμος απέναντι στη γη του, να απαλλαγεί από τη δούλεψή της ή να ριζώσει σε αυτήν.
Τέλος, στα πρόσφατα διηγήματα, ο μικρόκοσμος του συγγραφέα εμφανίζεται λιγότερο «ανδρόφιλος». Διαγράφονται και γυναικείοι χαρακτήρες, με πρακτικό πνεύμα και συμβιβαστική διάθεση, προκάλυμμα φυσικής ή και συναισθηματικής αδυναμίας. Αυτοί oι ήρωες, κατά κανόνα, ταλαίπωροι και στερημένοι, κινούνται στο σκηνικό που τους ταιριάζει. Δημόσιοι χώροι απρόσωποι· μπαρ, καφενεία, σιδηροδρομικοί σταθμοί, αυτοκινητόδρομοι. Το ζεστότερο περιβάλλον που συναντούμε, μια ταβέρνα. Και σε αυτήν τη συλλογή, ο Δημ. Νόλλας μυθοπλάττει γύρω από το αγαπημένο του θέμα, την τρομοκρατία. Στα διηγήματα επανέρχεται σταθερά, περίπου ως μοτίβο. Ο τρόπος γραφής του Δημ. Νόλλα έχει σχολιαστεί εν εκτάσει. Κινηματογραφική η οπτική, στηρίζεται στις εικόνες. Μοντάρισμα με συντμήσεις και απότομα περάσματα. Συχνά τα κενά ανάμεσα στις εικόνες βαραίνουν καθοριστικά με όσα υπαινίσσονται. Συνεχείς οι ειρωνικές νύξεις καταλήγουν σε ανατρεπτικό σχολιασμό. Στα πρόσφατα, «ελληνικά» διηγήματα, η τάση προς την παρωδία φαίνεται να εντείνεται· οι καταστάσεις κυρίως τα πρόσωπα, υπερτονίζονται. Η σκωπτική διαστροφή εμφανίζεται σχεδόν σαν αντίδοτο στην ανθρώπινη αθλιότητα. Ελλειπτική η γλώσσα, συχνές οι τραχείες λέξεις, ενώ οι προσδιορισμοί αποφεύγουν τις αποχρώσεις. Υπερισχύει ένα λεκτικό σκληρό.
Δέκα διηγήματα που παίρνουν σοβαρά υπόψιν τους «το μυστήριο των ανθρώπινων σχέσεων». (Αυτή ήταν μια παλαιότερη παρότρυνση του Ευγ. Αρανίτση προς τον Δημ. Νόλλα, όταν ο κριτικός εύρισκε το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» να υπολείπεται εκείνης της παρθενικής «Νεράιδας της Αθήνας»). Μόνο που στα συγκεκριμένα διηγήματα ο κόσμος είναι ανηλεής και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από ένα άρπαγμα. Κάπου ταυτόσημο με την επιβίωσή τους. Ψήγματα συναισθηματισμού μέσα σε βίαιες εκρήξεις. Και τα περισσότερα διηγήματα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω και να δώσουν νουβέλα ή και μυθιστόρημα.
Μ. Θεοδοσοπούλου | Η Εποχή