Δημήτρης Νόλλας, «Τα θολά τζάμια». Διηγήματα. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα, 1996. Σελ. 131. Δρχ. 2.500.
Μικροεπιτηδευματίες που κάνουν ό,τι μπορούν για να αβγατίσουν το έχειν τους, πρόσωπα της νύχτας που ξεχωρίζουν για μια στιγμή σε κάποιο ημίφως κι ύστερα εξαφανίζονται στο σκοτάδι, οικογενειάρχες που δέρνουν τη γυναίκα τους και λατρεύουν τα παιδιά τους, περιπλανώμενοι που ψάχνουν στα τυφλά την τύχη τους: αυτοί είναι πάνω-κάτω οι τύποι των ηρώων του Δημήτρη Νόλλα στα «Θολά τζάμια», που αποτελούνται από οκτώ όλα κι όλα διηγήματα, τα περισσότερα δημοσιευμένα μεταξύ 1992 και 1995 σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.
Τα «οκτώ όλα κι όλα» δεν μας λέει, βέβαια, τίποτε για το χαρακτήρα του βιβλίου, ούτε για την αξία του: απλώς μας υπενθυμίζει το φύσει «λιτοδίαιτο» του συγγραφέα και την πάντοτε σύντομη και πυκνή γραφή του. Γραφή που εν προκειμένω ξεδιπλώνει τα θέματά της συνήθως σε ανοιχτό χώρο (δρόμους, περιβόλους σιδηροδρομικών σταθμών και μακρινές εξοχές ή κεντρικές πλατείες) όχι για να δείξει καθαρότερα τις φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών, αποκαλύπτοντας, ταυτοχρόνως, και κάτι από τα ένδον γνωρίσματά τους, αλλά, αντίθετα, για να τους συλλάβει και να τους περιγράψει στο εξωτερικό τους περίγραμμα και στην καθημερινή, εντελώς απροσποίητη και φυσική τους κίνηση.
Τι ακριβώς, όμως, σημαίνει αυτό; Ότι ο Νόλλας μοιάζει με ένα είδος «παρατηρητή πουλιών», που περιφέρεται με την περιέργεια του αργόσχολου ή του χομπίστα ανά την επικράτεια για να βρει συνηθισμένα ή σπάνια δείγματα για την ανθρωπολογική συλλογή του; Δεν θα το έλεγα. Το ενδιαφέρον για το υπαίθριο περιβάλλον προκύπτει, νομίζω, από μια πολύ ενσυνείδητη αφηγηματική στρατηγική, που υπηρετεί κι έναν πολύ συγκεκριμένο σκηνοθετικό σκοπό. Βλέποντας απέξω τους ήρωες του Νόλλα στα ανά χείρας κείμενα, δεν καλούμαστε να διακρίνουμε κάποια πάγια, σταθερά επαναλαμβανόμενη στάση τους (μέσω ενός ενσταντανέ που αποσπάται από το ρεπερτόριο της ρουτίνας τους), ούτε γινόμαστε μάρτυρες ατομικών ηθών με πρόδηλο κοινωνικό πρόσημο.
Το εξωτερικό στα «Θολά τζάμια» έχει μια άλλη, σαφώς πιο έμμεση και οπωσδήποτε υπόγεια λειτουργία: όσο περισσότερο κινείται στο προσκήνιο ο ήρωας (αλλάζοντας τρένα και αυτοκίνητα, τρέχοντας σε απομονωμένα χωριά ή διασχίζοντας μεγαλουπόλεις) τόσο λιγότερο διευκρινίζονται οι διαθέσεις και τα πραγματικά κίνητρα της συμπεριφοράς του. Είναι όπως όταν μιλάμε με κάποιον που δεν ξέρουμε καλά ή έχουμε συναντήσει τυχαία, και προσπαθούμε να υπολογίσουμε τι σκέφτεται ή τι νιώθει, παρακολουθώντας μόνο ό,τι πέφτει στο μάτι μας από το πώς κάθεται ή στέκεται απέναντι μας. Πρόκειται για μια ιδιότυπη πολυσημία ή αμφισημία, που δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι ο Νόλλας συχνά περιγράφει και τα αισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων του. Και τούτο διότι η έκβαση των ιστοριών τους δεν κρίνεται από τα λόγια, αλλά από την ανέλιξη της δράσης και, το κυριότερο, από τις πράξεις τους, που παραμένουν σκοπίμως μετέωρες, σε μια εκκρεμότητα για την οποία θα αποφασίσει κατ’ αποκλειστικότητα, και με πλήρη ευθύνη της κρίσης του, ο αναγνώστης.
Από αυτή την άποψη, θεωρώ ιδανικά σχεδιασμένα και εκτελεσμένα πέντε κομμάτια: τα «Μην φέρεις τίποτα μαζί σου», «Στο δρόμο για το Βούπερταλ», «Θολά τζάμια», «Κανένας δεν ζημιώθηκε πουλώντας γη» και «Δυο πήχες γης». Στα υπόλοιπα, ο συγγραφέας, μολονότι δεν αλλάζει μέθοδο, δεν αποφεύγει ορισμένες νότες μελοδραματισμού ή ένα κάπως υπέρ το δέον ηχηρό μήνυμα, που κοντράρει δυσάρεστα με τον θέσει ατμοσφαιρικό του λόγο, όταν δεν τον ζημιώνει φανερά.
Όπως κι αν έχει, πάντως, ο Νόλλας κερδίζει εντέλει το παιχνίδι και το βιβλίο του συνιστά, ακόμη και στα πλέον αδύνατα σημεία του, ένα υπολογίσιμο κεφάλαιο.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου | Ελευθεροτυπία