Δημήτρης Νόλλας, «Τα θολά τζάμια», Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996
Η επανάκαμψη από τη νουβέλα και το σύντομο μυθιστόρημα σε χώρους όπου η σύμπτυξη των απόψεων είναι ακόμη μεγαλύτερη, αποτελεί για τον έξοχο συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα μια καινούργια πρόκληση: δημοσιεύοντας από το 1992 έως πρόσφατα διάφορα διηγήματα σε περιοδικά, ολοκληρωμένα, αντιρατσιστικά, οικολογικά, περιθωριακά και εν τέλει μακριά από κάθε τι που να θυμίζει πρωτεύουσα, διάσπαρτα δηλαδή σε πόλεις, νησιά ή την ύπαιθρο και καταγράφοντας την αγωνία, το μόχθο, το παράδοξο γεγονός, τη ντροπή, την εξωφρενική αντιμετώπιση, τον μικροαστισμό κ.ο.κ. δίνει σε πολύ περιορισμένο αριθμό σελίδων και με την αφαιρετική διάθεση που τον διακρίνει απρόβλεπτες αφηγηματικές προθέσεις. Καλυπτόμενα, λοιπόν, αυτά τα διηγήματα απ’ τον πολύ παραστατικό τίτλο «Τα θολά τζάμια», λειτουργούν πλέον ως ολότητα αδικημένων ανθρώπινων μορφών, όχι φυσικά με την έννοια πρωταγωνιστών που κοιμούνται στα πάρκα, σαφώς όμως ηρώων που, σε καμιά απολύτως των περιπτώσεων, δεν επηρεάζουν και δεν δρομολογούν την παραμικρή κοινωνική αναταραχή. Είναι άτομα που είτε ξέφυγαν της μπόρας και βρήκαν κάποιο στέγαστρο στο οποίο προσπαθούν να αισθανθούν ασφαλείς είτε πάλι βρίσκονται στο μέσον του πελάγους, οδυρόμενοι απ’ τα πάθη τους και ανίκανοι να συνδράμουν στην εξαφάνισή τους, από κάθε μορφής δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη συμβίωση. Το πετυχημένο δε επίθετο του τίτλου παραδίδει και προδίνει τη μουντή, για να μην πω τη σκοτεινή, πλευρά του ψυχισμού των ηρώων και εν γένει της όλης ατμόσφαιρας, που κυριαρχεί σαν μαύρο πέπλο. Και, φυσικά, όχι μόνο των πόλεων του βορρά, κάτι που ίσως είναι συνηθισμένο, αλλά επιπλέον και της ηλιόλουστης πατρίδας μας, την οποία ο Νόλλας δεν είδε ποτέ, σε κανένα των πονημάτων του, μ’ αυτή της την ιδιότητα, συνεπαρμένος απ’ την ομίχλη των τόπων και το αδύνατο φως των τρένων με τα οποία ταξίδεψε, γνώρισε, αντάλλαξε απόψεις, βρήκε λογοτεχνικό υλικό. Έτσι που η εντύπωση να προδιαθέτει για τη βαριά κατάσταση και τη δυσμένεια των ανθρώπινων επιδιώξεων και ταυτόχρονα να μην φαίνεται από πουθενά μια αχτίδα φωτός, το αντίθετο, όλα να λαμβάνουν χώρα υπό την ασφυκτική πίεση μιας δραματικής δύναμης, που επιθυμεί την ισοπέδωση και την κατακευραύνωσή τους.
Η τεχνική γραφής δεν επιτρέπει τη γκροτέσκα αναπαράσταση των ιστοριών κι αυτά γιατί το δραματικό της υπόθεσης, που μόλις αναφέραμε, εξάγεται σαν αίσθηση, σαν κουδούνισμα, αφού η συμμετοχή, πολλές φορές, είναι αδύνατη και έτσι ό,τι εισπράττεται λειτουργεί σαν εγκεφαλική τροφή και ψυχολογική παράμετρος. Το θλιβερό και συνάμα θλιμμένο σκηνικό δεν αντικαθίσταται από καμιά γεύση ελπίδας, χωρίς προσμονές, ίσως, μόνο είναι το επιμύθιο, όπου ο συγγραφέας αποφασίζει το χάρισμα που διαθέτει στο χειρισμό της γλώσσας να το απλώσει σαν καταλύτη, με ελαφρώς ειρωνική διάθεση, σ’ όλο το περιεχόμενο του βιβλίου και στον μελετημένα διαβολικό κλυδωνισμό της ύπαρξης. Η κινηματογραφική ταχύτητα που διακρίνει την εναλλαγή των επεισοδίων που συνιστούν την εκάστοτε ιστορία είναι διάσπαρτη, τόσο στους διάλογους όσο και στις περιγραφές, απ’ τις οποίες θα λείπουν, όσο ο Νόλλας γράφει, παρά την οικολογική εκδοχή, κάθε έννοια νατουραλισμού, ηθογραφίας ή ρομαντισμού. Μια απάντηση σε όσους παραδοσιακά υποτιμούν τη νοημοσύνη μας με λόγια ευτελών μελοδραματισμών, φυσικών, ιστορικών ή κοινωνιολογικών, κάτω από ένα πρίσμα «αφύπνισης» μιας κοιμισμένης συνείδησης, ενίοτε και πολιτικής. Ο Νόλλας απεχθάνεται το «μαζικό φαινόμενο», την «πλατιά κουλτούρα», «λαϊκές κατακτήσεις», τα «δικαιώματα» και τις «υποχρεώσεις», όχι από αμοραλισμό, αλλά το αντίθετο, από την προσφιλή του αυτοάμυνα, σε ότι οι εξουσιάζοντες, μικρού ή μεγάλου βεληνεκούς, επιζητούν και αναζητούν από τη δύναμη την οποία δανείζονται, σε κάθε στιγμή της προσωπικής τους έπαρσης. Πολύ φυσικά, λοιπόν, ενδιαφέρεται για ανθρώπους που δεν κέρδισαν τίποτα στη ζωή τους, απόχτησαν όμως μια βαριά κληρονομιά που οφείλουν να εξοφλήσουν, κάτω από το πεζογραφικό βλέμμα του, που διεισδυτικό και αμείλικτο τους φέρνει στην επιφάνεια, για να τους θέσει υπό πλήρη αμφισβήτηση.
θα μπορούσα να πω πολλά περισσότερα: ένα βιβλίο σύγχρονο, προοδευτικό, γραμμένο με προσωπικό στοχασμό και ενδοσκόπηση, ικανό να συμπαρασύρει, φτιαγμένο με διάθεση να προβληματίσει θετικά, να ψυχαγωγήσει, έτοιμο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων που το καθοδήγησαν και το συμπόρευσαν. Ένα βιβλίο που αντιμάχεται «το θέαμα», το ευτελές είδος της επικοινωνίας, τη σαθρή όψη αναπαραγωγής όμοιων κατασκευασμάτων, την ερωτική έξαψη, την ιλουστρασιόν σκέψη. Ένα βιβλίο σπάνιο, που στους αναγνώστες που θα το γευτούν θ’ αφήσει στη γλώσσα τους την πικρία, την απογοήτευση, τον πόνο ίσως. Αφού αυτό που διαδέχεται την όραση την βιολογική είναι ένα ταλέντο λογοτεχνικό και μια μεγάλης σημασίας παρατηρητικότητα των αντιδράσεων, μεμονωμένων περιπτώσεων, που αξίζουν κι αυτές κάποτε της προσοχής μας.
Χρίστος Παπαγεωργίου | Η Αυγή