Η νέα συλλογή διηγημάτων του κ. Δημήτρη Νόλλα, με τίτλο «Τα θολά τζάμια», επιβεβαιώνει τη φήμη του σαν ιδιότυπου συγγραφέα, που χειρίζεται τον αφηγηματικό πεζό λόγο μ’ έναν τρόπο τελείως προσωπικό.
Η ιδιαιτερότητα της γραφής του, τον φέρνει συχνά πολύ κοντά στην ποιητική λειτουργία, όχι βέβαια με τη χρήση λυρικών εκφράσεων που θα νόθευαν την πρόζα του, άλλα μόνο με την αφαίρεση, τις φωτοσκιάσεις, την μετέωρη παρουσία συνειρμών, που προσδιορίζουν τη δράση ανάμεσα σε αποσπάσματα αναμνήσεων και ίχνη προσδοκιών. Με αυτά τα απλά μέσα και κυρίως με την αποσιώπηση που χρησιμοποιεί με μεγάλη επιδεξιότητα, αφήνοντας την ευαισθησία του ενήμερου αναγνώστη να βυθίζεται σε άπειρες προεκτάσεις, ο συγγραφέας πετυχαίνει ένα είδος πεζογραφικού εμπρεσιονισμού, φωτίζοντας στιγμιότυπα και λεπτομέρειες που υποβάλλουν την αλήθεια και την ατμόσφαιρα του συνόλου. Γι’ αυτόν τον λόγο ο κ. Δ. Νόλλας τολμά να σταματήσει την αφήγηση στην πιο κρίσιμη στιγμή. Το τι έγινε μετά, το λεγόμενο «κουτό ενδιαφέρον» δεν τον απασχολεί φανερά και, –σ’ αυτό έγκειται η τέχνη του–, πείθει τον αναγνώστη ότι δεν έχει σημασία, αφού το βάρος πέφτει στον δυναμισμό της στιγμής που εγκυμονεί όλες τις δυνατές εξελίξεις. Οι χαρακτήρες των προσώπων που διακινεί ο συγγραφέας, εμφανίζονται με τρόπο ελλειπτικό, χωρίς αυτό να μειώνει την αληθοφάνειά τους. Μερικές λεπτομέρειες αρκούν, αλλ’ αυτές είναι έντονες, καίριες, διαφωτιστικές. Αχτίνες φωτός που τονίζουν απροσδόκητα ορισμένα σημάδια του προσώπου των ηρώων ή τέμνουν κάποιο αντικείμενο του περιβάλλοντος, αποτελούν ένα, όχι σπάνιο, αφηγηματικό τέχνασμα του συγγραφέα που εντάσσεται στην εμπρεσιονιστική τεχνική του.
Άλλες φορές η δράση προετοιμάζεται αθόρυβα και ασυναίσθητα στην συνείδηση των ηρώων, έτσι ώστε όταν επέρχεται το συμβάν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν πραγματικά συνέβη ή είναι μία απλή εικασία ή φαντασίωση. Ωραία δείγματα αυτής της μεθόδου συναντούμε στα διηγήματα με τον τίτλο «Μία λάθος κίνηση» και «Θολά τζάμια». Στο πρώτο, μία ηλιαχτίδα, εισχωρώντας από την μισάνοιχτη πόρτα ενός μπαρ, σημαδεύει και τυφλώνει πρόσκαιρα ένα πελάτη που ιδιαίτερα φοβάται και μιλάει συνεχώς για τις πράξεις της τρομοκρατίας. Και την ίδια στιγμή, η απροσδόκητη φονική βία, με την μορφή μίας εκδικητικής γυναίκας, οπλισμένης με καραμπίνα, καταφθάνει για να επαληθεύσει τις φοβίες του θύματος. Είναι όμως φόνος πραγματικός ή μία υποθετική υλοποίηση της έμμονης ιδέας που βασανίζει το θύμα; Η ερμηνεία και επιλογή αφήνεται στον αναγνώστη. Την ίδια σκόπιμη ρευστότητα ως προς το τι ακριβώς συνέβη, παρατηρούμε και στα «Θολά τζάμια», που δίνουν και τον τίτλο στο βιβλίο. Ένας άντρας περιμένει μέσα στη βροχή κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά του, σκεπασμένο με αδιάβροχο. Η αστυνομία επεμβαίνει ξαφνικά και τον συλλαμβάνει. Το μωρό αποκαλύπτεται ότι δεν είναι παρά μία κούκλα που την ποδοπατούν οι αστυνομικοί. Η πλοκή μένει ανεξήγητη. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Μήπως το επεισόδιο δεν ήταν παρά μία επινόηση, μία σκόπιμη δραματοποίηση ενός απλού και αδιάφορου (μέχρι την επέμβαση της αστυνομίας) περιστατικού, δημιούργημα της φαντασίας του ηλικιωμένου δημοσιογράφου, που παρατηρεί αθέατος μέσα από τα θολά τζάμια του καφενείου την κίνηση στο δρόμο αναζητώντας απεγνωσμένα κάποιο συνταρακτικό θέμα για την στήλη του; Ή μήπως, για μία ακόμα φορά, η πραγματικότητα έρχεται να ξεπεράσει τη φαντασία; Τα ερωτήματα αυτά διαλύουν στη συνείδηση του αναγνώστη τα γεγονότα σε πιθανότητες και τα βυθίζουν σε μία γοητευτική αχλύ.
Πολύ αξιόλογα είναι και τα άλλα διηγήματα της συλλογής. Ξεχωρίζουν το «Μη πάρεις τίποτε μαζί σου», όπου ο τίτλος επεξηγεί και συμπληρώνει την απρόοπτη εξέλιξη μίας βασανισμένης ερωτικής σχέσης. «Στο δρόμο προς το Βούπερταλ», το σκιάχτρο του νεοναζισμού εισβάλλει ξαφνικά και αναστατώνει ένα μικρό παραδοσιακό πανδοχείο. Στην «Κάψα», γίνεται μία έντεχνη ανάλυση της μοναξιάς της ψυχής που οδηγεί στο πιοτό. Στον «Φιλόξενο στάβλο», η σκληρή αντιπαράθεση δύο διαφορετικών κόσμων αιφνιδιάζει και φέρνει σε απόγνωση τον καλοπροαίρετο παρατηρητή, έναν ασκούμενο δικηγόρο, που βρέθηκε άθελά του, για λόγους επαγγελματικούς, μέσα στο πρωτόγονο περιβάλλον ενός ξεχασμένου ορεινού χωριού, όπου κυριαρχούν τα ένστικτα και οι προκαταλήψεις. Διαφαίνεται όμως και μια αχτίδα ανθρωπιάς. Η φιγούρα της γριάς μαυροφορεμένης μαμής, καθώς ανηφορίζει στη ράχη του βουνού για να ξεγεννήσει την «ζαβή» του χωριού, είναι μία μορφή αξέχαστη, μοναδική στην πεζογραφία μας. Στο διήγημα αυτό η δράση είναι σαφής, αλλά το τέλος, όπως πάντα, μετέωρο. Απλούστατα δεν υπάρχει τέλος, γιατί ο συγγραφέας γνωρίζει ότι αποτελεί αυθαίρετη επέμβαση στη συνεχή ροή της ζωής, να προσπαθούμε να αποκόψουμε και να ορθογωνίσουμε, σαν σε κάδρο, ένα συγκεκριμένο κομμάτι της.
Με τις αλλεπάλληλες ποικιλόχρωμες εικόνες με τις όποιες συνθέτει ο κ. Δημήτρης Νόλλας τα διηγήματά του, αφήνει εντούτοις το περίγραμμα, ρευστό και ακαθόριστο, στην διάθεση καθενός που θα ’θελε να συνεχίσει. Έτσι ο συγγραφέας γίνεται δάσκαλος, μαθαίνοντας τον αναγνώστη να συνδημιουργεί μαζί του.
Κι αυτό είναι, θαρρώ, ο μεγαλύτερος έπαινος.
Σπύρος Τζουβελης | Νέα Εστία