Οι ήρωές του δεν είναι λόγιοι και δεν φιλοσοφούν.
Ο Δημήτρης Νόλλας είναι ένας από τους τέσσερις ή πέντε καλύτερους πεζογράφους των μεταδικτατορικών χρόνων. Τα έργα του δεν ανήκουν στα βιβλία που προτιμάει το πολύ μεγάλο αναγνωστικό κοινό (κανένα τους δεν έγινε ποτέ μπεστ σέλερ). Έχει όμως τούτο σημασία για έναν συγγραφέα του οποίου καθένα από τα εννέα πεζογραφικά βιβλία διαθέτει ξεχωριστή θέση στο σύνολο του έργου του και όλα μαζί συνθέτουν μια ενότητα με εξαιρετικά ευδιάκριτη προσωπικότητα;
Τόμος με διηγήματα όπως «Το τρυφερό δέρμα» (1982) και το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» (1990), «Τα θολά τζάμια» (Καστανιώτης, σ.σ. 130) περιλαμβάνουν δέκα κείμενα γραμμένα την τελευταία πενταετία. Για χρόνια προσπαθώ να εντοπίσω σε τι συνίσταται η εξαιρετική γοητεία που έχουν τα πεζά του Δημήτρη Νόλλα· τι είναι εκείνο το ανεπανάληπτο που τόσο δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί και να διατυπώσει.
Όπως και στα προηγούμενα έργα του, οι ήρωες των δέκα διηγημάτων έχουν πάνω τους κάποιο στίγμα του περιθωρίου (δεν είναι κατ’ ανάγκην περιθωριακοί αλλά ούτε και άνθρωποι που ριζωμένοι στον τόπο τους κινούνται με άνεση στο δικό τους πεδίο). Είναι πρόσφυγες που επέστρεψαν στην Ελλάδα, μετανάστες που ξέμειναν στο εξωτερικό, άνθρωποι που ετοιμάζονται να ξεπουλήσουν την πατρογονική τους γη και να μετατραπούν σε μετανάστες των πόλεων, ένας άεργος, ένας ξέμπαρκος καραβίσιος μάγειρας, ένας καθωσπρέπει δικηγόρος σ’ ένα χωριουδάκι στην άλλη άκρη της γης. Οι χώροι άλλωστε στους οποίους θα τους συναντήσουμε είναι χώροι της μετάβασης (ο δρόμος, το αυτοκίνητο, το τρένο, το μπαρ, το πανδοχείο). Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας επί τούτου επιλέγει αυτούς τους ήρωες και αυτούς τους χώρους. Και οι στιγμές της ζωής τους που θα παρακολουθήσουμε έχουν κι αυτές κάτι το ελαφρώς παράδοξο. Και εκεί ίσως βρίσκεται ένα από τα μυστικά του Νόλλα. Διότι ενώ στις ιστορίες του κατά κανόνα τίποτε το φανερά συγκλονιστικό δεν συμβαίνει, ο συνδυασμός της μεταβατικότητας και του ιδιότυπου με το συνηθισμένο και το καθημερινό, φορτίζουν το αφήγημα με μια σπάνια ένταση η οποία λανθάνει καθ’ όλη τη διάρκεια του επεισοδίου.
Και μ’ αυτό τον τρόπο, το έργο του Νόλλα υποδηλώνει το ασύμπτωτο ανθρώπων και των συνθηκών στις οποίες βρέθηκαν: Το γεγονός ότι ζούμε μέσα σε ένα σύμπαν όχι ακριβώς αφιλόξενο, αλλά ούτε και φιλικό, μέσα σε ένα σύμπαν που δεν είναι δικό μας και όπου κυριαρχεί αδιάκοπα η καχυποψία, η δυσφορία και στις καλύτερες των περιπτώσεων η αμηχανία.
Οι άνθρωποι του Νόλλα δεν είναι λόγιοι, δεν απορούν και δεν φιλοσοφούν. Ζουν ωστόσο δραματικά πάνω στο πετσί τους τούτη την ακατανόητη συνθήκη.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή