Δημήτρης Νόλλας, «Μικρά ταξείδια», Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
Κάθε καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα, που καθώς μάλιστα εκδίδεται χωρίς χρονικές βιασύνες και άσκοπες επαναλήψεις, φέρνει στην επιφάνεια σίγουρα κάτι το ξεχωριστό, τόσο στον τομέα της θεματολογίας όσο επίσης και στη διαφορετική αντιμετώπισή της, από πλευράς γλωσσικής και εκφραστικής εκφοράς. Και αν δεχτούμε πως ο συγκεκριμένος δημιουργός, που κινείται αθόρυβα και στοχαστικά, που χωρίς να επιδιώκει εμπορικότητες είναι πάντα στη σκέψη αρκετών αναγνωστών, που χωρίς να το επιζητά βρίσκεται με τα έργα του στην επικαιρότητα συζητών και συζητούμενος, δρομολογεί με την τελευταία του εμφάνιση μια νέα περίοδο στην πεζογραφική του διαδρομή, τότε από την αρχή πρέπει να τονιστεί η έλξη από και προς την Ορθοδοξία, καθώς παρατηρείται ένα γεγονός αξιοσημείωτο: Οι εσωτερικές του περιπλανήσεις, που έρχονται σαν επισφράγισμα ταξιδιών, εμπειριών; γνωριμίας άλλων τόπων, άλλης σκέψης, άλλης τέχνης, κ.ο.κ., αποδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό μια διαρκή αναζήτηση τόσο ενός εθνικού παρελθόντος όσο και ενός στηρίγματος μεταφυσικού, που μπορεί να προδικάζει μιας άλλης μορφής πεζογραφική συνέχεια. Επειδή, παρακολουθώντας το έργο του Νόλλα εδώ και είκοσι χρόνια, τα στοιχεία αυτά είναι για πρώτη φορά τόσο εμφανή ή, για να κυριολεκτούμε, σχεδόν πρωτόγνωρα, η κρίση μας περιορίζεται στη φράση «ο χρόνος θα δείξει», αν δηλαδή θα είναι προς όφελος της δουλειάς του ή θα σημάνουν κάποιας υφής οπισθοχώρηση. Πάντως, παρά το γεγονός ότι τα περιεχόμενα στα «Μικρά ταξείδια» διαθέτουν λιγότερη λογοτεχνικότητα από τα αμιγώς πεζογραφικά έργα του Νόλλα, έχει μεγάλη σημασία η λεπτότητα με την οποία τα χειρίζεται, η λεπτομέρεια στις πολύ κλειστές αλλά και φιλελεύθερες κοινωνίες, τις οποίες για διάφορους λόγους επισκέπτεται, η ακρίβεια στις περιγραφές αλλά και η προσωπική ματιά, που ό,τι καταγράφει το στρέφει προς τα μέσα για να το ερμηνεύσει, ενώ ό,τι εκ των πραγμάτων ενοχλεί βάσει αιτιών προσωπικής αισθητικής και κουλτούρας δέχεται τον κριτικό σχολιασμό του, που πολλές φορές είναι ιδιαζόντως οξύς. Όλες αυτές οι παράμετροι φανερώνουν αρκετά πράγματα, όπως: Καλή γνώση ψυχολογίας και διερεύνησης ανθρώπων και τόπων, βαθιά καλλιέργεια, ανήσυχο βλέμμα και τολμηρό ρεπορτάζ, έμφαση στο κληρονομημένο και ώθηση στη διάρκειά του, συνειδησιακή εν τέλει διαφωνία όπου αυτή οφείλει να υφίσταται.
Ο Δημήτρης Νόλλας ταξιδεύει και καταγράφει τις εντυπώσεις του όπου κι αν βρεθεί: Από την Ισπανία στη Γερμανία, από την Πολωνία στη Νέα Υόρκη, από την Κύπρο στη Σερβία και από εκεί στη Γεωργία, στο Αζερμπαϊτζάν και στον Καύκασο. Αλλά και στην Ελευσίνα, τη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, την Κοζάνη, την Ορεστιάδα. Όπου και όταν κάποιοι τόποι κρύβουν μέσα τους λίγη ή πολλή Ελλάδα. Ο Νόλλας ξέρει να ταξιδεύει. Δεν είναι τουρίστας. Κάθε μέρος που θα πατήσει θα του αποκαλύψει αμέσως τι πρέπει να δει, τι πρέπει να περιεργαστεί, τι πρέπει να απαθανατίσει, πού θα πιει την μπύρα του, πού θα ευαισθητοποιηθεί με ζωγραφική και μουσεία, πού η φύση θα του δυναμώσει την πίστη και την ιδεολογία του. Και, τέλος, πού θα βρει ρίζες ελληνικές να τον περιμένουν, να τον φιλοξενήσουν, να του δείξουν τη γη και τα σπίτια τους, την ιστορία και τον πολιτισμό τους, τους φόβους και τις ελπίδες τους, τα πανεπιστήμιά τους, τη λογική και την αγάπη τους. Ο Νόλλας, για χρόνια ταξιδευτής, σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς, σε ιστορικά μεταίχμια, σε ανώμαλες περιόδους, γνωρίζει τον κόσμο καλά. Γι’ αυτό ο «έσχατος πλους», τα σημαντικότερα κομμάτια του τόμου, που γράφτηκαν από και για τη Γεωργία, τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, έχουν σημασία περιηγητική αξιώσεων μεγάλων, ακουμπώντας στον Καζαντζάκη, τον Σαμουηλίδη, στους στίχους του Πάστερνακ, στον Τολστόι και μεταφέροντας σε μας έναν άλλο αέρα, που απλώς υποπτευόμαστε, αλλά σαφέστατα μας είναι άγνωστος. Στον «έσχατο πλου», όπου κατεγράφησαν εμπειρίες ταξιδιών μελετημένων και ίσως για τον μέσο Έλληνα υπερβολικών, ο Νόλλας έδωσε κυριολεκτικά τον καλύτερο εαυτό του, για να γίνουμε συμμέτοχοι όχι μόνον στα όσα έζησε, καθώς γύρισε τόπους, ανέβηκε βουνά, μπήκε σε λεωφορεία, αλλά παράλληλα για να σκεφτούμε αυτή τη χώρα σχεδόν σαν δική μας, αφού η ελληνική γλώσσα μιλιέται ακόμη εκεί, ή τουλάχιστον σαν φίλη και σύμμαχο, σαν συνεπιβάτιδα στο όχημα της Ιστορίας.
Τα «Μικρά ταξείδια» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή κειμένων και για ό,τι παραπάνω ισχυριστήκαμε αλλά και για έναν άλλο λόγο που, αφού τα διαβάσουμε, δεν πρέπει να μας ξεφύγει: η εκπληκτική ικανότητα του συγγραφέα να συνδέει τον τόπο που επισκέπτεται με δικές του ανησυχίες αλλά και ευρύτερα με κάποιες καθολικότερης χροιάς απόψεις, σκέψεις ή προτάσεις, για πολλά θέματα, σύγχρονα ή όχι, σήμερα που δεν ξέρει κανείς να απαντήσει με σιγουριά, αν τα σύνορα έπεσαν ή αν δημιουργήθηκαν πολύ περισσότερα. Γι’ αυτό πάντα τα ταξίδια, με πυξίδα συναισθηματική και ιδεολογική, θα αποτελούν τους καλύτερους, για κάθε περίσταση, συντρόφους.
Χρ. Παπαγεωργίου | Η Αυγή