Τα «Μικρά ταξείδια» του Δημήτρη Νόλλα είναι ένα παραπλανητικό ταξιδιωτικό βιβλίο. Βασίζεται σε ημερολογιακές σημειώσεις, που ο συγγραφέας κράτησε από το ’91 μέχρι πέρυσι, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό (Ισπανία, Βαρσοβία, ΗΠΑ, Σερβία, Γεωργία) ή στο εσωτερικό (Ελευσίνα, Άγιον Όρος, Ορεστιάδα, Λευκωσία). Και αποτελεί το πιο άμεσο και αναλυτικό έργο του. Ως τώρα, η ελλειπτικότητα και ο μινιμαλισμός που χαρακτήριζαν τα διηγήματα και τις νουβέλες του έκαναν τον τρόπο γραφής του να φαίνεται σχεδόν στρυφνός. Εδώ, όμως, η εξομολογητική του διάθεση τον υποχρεώνει να εγκαταλείψει την προσφιλή του υπαινικτικότητα και να ανοίξει όλα τα χαρτιά του. Με αποτέλεσμα, να συνθέτει περισσότερο ένα είδος πνευματικής αυτοβιογραφίας του.
Πραγματικά, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του κυρίως, παρ’ όλο που διασχίζει τον μισό πλανήτη, ο Νόλλας δεν κάνει άλλο από το να ταξιδεύει ΜΕΣΑ στον εαυτό του. Ανήκει στο είδος του προκατειλημμένου ταξιδιώτη που, όπου και να πάει, βλέπει μόνο όσα εκείνος θέλει να δει. Και θέλει να δει ό,τι και ένα κομμάτι της γενιάς αυτών που ήταν νέοι στη δεκαετία του ’60. Αυτών που, χάνοντας την εμπιστοσύνη τους στην Αριστερά, βρήκαν καταφύγιο σε μια μεταμφιεσμένη πολιτική ιδεολογία που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «νεο-ορθοδοξία».
Τι γίνεται, όμως, αν δεν συμφωνεί κανείς μαζί του; Μπορείς να παρακολουθήσεις κάποιον που, ταξιδεύοντας ανάμεσα σε Σλάβους, νιώθει ότι τον συνδέουν μαζί τους κάποια κοινά πολιτιστικά στοιχεία, όπως η θρησκεία. Αλλά όχι και να συναισθανθείς τη βαθιά αγαλλίασή του για το ότι συναντάει αδελφές ψυχές, εάν δεν είσαι ομοϊδεάτης του. Στην περίπτωση αυτή, ο μόνος τρόπος για να απολαύσεις τις αντιδράσεις του στη διάρκεια των ταξιδιών είναι να τις δεις ως ένα είδος ψυχοθεραπείας του. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Νόλλας των «Μικρών ταξειδιών» περιπλανιέται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό για να επαληθεύσει την ιδεολογία του, για να θεραπεύσει την αγωνία που του γεννάει ο σύγχρονος κόσμος της ελεύθερης αγοράς, όπου το μόνο που μπορεί να σε συνδέσει με τους άλλους είναι το γεγονός ότι είστε καταναλωτές των ίδιων προϊόντων. Αν η Μεγάλη Ελλάδα που πλάθει με τη φαντασία του ο συγγραφέας και όσοι ασπάζονται τις ιδέες του υπάρχει πραγματικά, τι ανακούφιση! Είμαστε πολλοί τελικά, ανήκουμε σ’ ένα σύνολο που δεν το απασχολεί μόνο το ατομικό συμφέρον. Αλλά και τι απίστευτο τρόμο θα πρέπει να σου γεννάει η πιθανότητα να ισχύει το αντίθετο, όταν σε αναγκάζει να παίρνεις σβάρνα τη μισή υφήλιο!
Ουσιαστικά, τόσο το βιβλίο του Παπαγιώργη όσο και αυτό του Νόλλα μιλάνε για ακραίες ψυχικές καταστάσεις και για απόπειρες θεραπείας τους. Μιλάνε για δύο διαμετρικά αντίθετες –και κατά βάθος παρόμοιες– φάσεις, εκείνη του εγκλωβισμένου κι εκείνη του περιπλανώμενου, και καταγράφουν με ειλικρίνεια και τιμιότητα το κονταροχτύπημα των συγγραφέων με τους εφιάλτες που ξεσπάνε μέσα στα κρανία τους. Κι αν ενδιαφέρουν κι άλλους αναγνώστες, εκτός από τους ίδιους και τους οικείους τους, το οφείλουν στην ακρότητά τους, η οποία δεν είναι απλώς αξιοπερίεργη. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, η αποξένωση από την ανεπιθύμητη πραγματικότητα κυριαρχεί. Στον μεν Παπαγιώργη παίρνει τις συμβολικές διαστάσεις που απαιτούνται ώστε να εκφραστεί ο, αποκλεισμένος στο ιδιωτικό του σύμπαν, σύγχρονος άνθρωπος. Στον δε Νόλλα είναι ενδεικτική για το πώς η ιδεολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια «εικονική πραγματικότητα», που –έστω και σε επίπεδο αυταπάτης– σε γλιτώνει από την ανυπόφορη φυλακή του ατομισμού, που στο τέλος του 20ού αιώνα μάς καταδυναστεύει όλους.
March 1, 1999