Δημήτρης Νόλλας, «Μικρά Ταξίδια», εκδ. Καστανιώτης, σελ. 209, Αθήνα 1998
Γνωστός και πολυβραβευμένος, ο Δημήτρης Νόλλας, υπαινικτικός, δηκτικός, αφαιρετικός, εικονολάτρης και (χαϊδευτικά) αναιδής, ολιγαρκής και λιγομίλητος, μας έδωσε νουβέλες και διηγήματα που σηματοδότησαν ένα άλλο είδος γραφής και ανάγνωσης των πραγμάτων. Ο Νόλλας έχει το σπάνιο χάρισμα να κάνει να υπάρχει ό,τι αποσιωπά. Τα κενά και οι σιωπές του «γράφουν» και ο λόγος του κάνει σπινθηροβόλες εικόνες να συνομιλούν σαν κτύποι του ρολογιού. Με τα «Μικρά Ταξίδια», στη σειρά «Ματιές και Τόποι» παρουσιάζει κείμενα των οποίων ο πυρήνας βασίζεται σε ημερολογιακές σημειώσεις από το 1991 ως και την άνοιξη του 1998. Στην προμετωπίδα δύο μότο: ένα του Παπαδιαμάντη («Πολλά ρεμβάζων και ουδών σκεπτόμενος») και το δεύτερο του Έζρα Πάουντ («I had passed, inconscient, in full gaze) προδίδουν τη λογοτεχνική του ψυχή! Η ρέμβη αποκλείει τη σκέψη ή είναι ανώτερο επίπεδό της; Μήπως αναγκαία προϋπόθεση της σκέψης είναι η κατάλυση των αμυντικών μηχανισμών επιλογής, που απαλλάσσουν τη σκέψη από τη δολιότητα και τον εγκλωβισμό της; Ο Πάουντ ισχυρίζεται ότι πέρασε τη ζωή του ασυνείδητα σε πλήρη γνώση ή με κλειστά τα μάτια χωρίς να χάνει τίποτα απ’ το βλέμμα του, ατενίζοντας, κοιτάζοντας αμήχανα, προκαλώντας τελετουργικά αλήστου μνήμης καταστάσεις, που για να ανασυρθούν πρέπει να παίζεις τον τυφλό!
Ενώ ο ρεμβάζων δεν φαίνεται σκεπτόμενος αλλά χάσκων, καταφέρνει το αμήχανο βλέμμα του να γλιστρήσει μέσα από σχισμές χρόνου αναδεικνύοντας αβίαστα σκέψεις που αποφεύγουν το κυνήγι. Το εσωτερικό τοπίο της σκέψης είναι ένα τοπίο που σκέφτεται! Είναι ωραίες εικόνες στο χαμάμ, μέσα στενότητα χρόνου. Δεν είναι βουτιά, αλλά βούλιαγμα! Είναι ενσάρκωση του ψυχολογικού χρόνου. Ακριβώς τη στιγμή που γινόμαστε θύματα του βλέμματός μας. Δηλαδή όταν αισθανόμαστε τη σκέψη μας. Ο Νόλλας μας αποκαλύπτει αυτό που δε φαίνεται, γιατί είναι ένας πονηρός Οιδίποδας, που παριστάνοντας τον τυφλό αφήνει το ένα του μάτι ορθάνοικτο, με αποτέλεσμα να έχουμε στα κείμενά του απίθανες παραμορφώσεις! Σουλατσάροντας στο εσωτερικό τοπίο, περνάει τις πύλες μιας ανολοκλήρωτης αίσθησης, γι’ αυτό και είναι απ’ τους πιο ειλικρινείς συγγραφείς.
«Τα περισσότερα ήταν ταξίδια του χειμώνα», γράφει ο Νόλλας στον πρόλογο. Κείμενα του κρύου, λοιπόν. Αν η ζέστη ελαφραίνει τον χρωστήρα, το κρύο κάνει τη γραφίδα του Νόλλα να μοιάζει με απίθανη «Χάνζεμπλαντ», που φωτογραφίζει αργά και βαριά μια απειροελάχιστη στιγμούλα. Δεκαεννέα ταξίδια, ταξίδια αντιτουριστικά, του συγγραφέα, μας κρατούν συντροφιά ασκώντας την όσφρησή μας, η οποία όταν χάνεται κάνει τον συγγραφέα-λαγωνικό να θυμώνει.
Το «51» της πριγκίπισσας είναι ένα ταξίδι που αρχίζει παράδοξα, αφού «για λόγους που αγνοώ», έτσι αυθαίρετα, «το εισιτήριό μου είναι μέσω Ρώμης».
Και «όπως όλα τα πράγματα που ανασαίνουν, το σχέδιό μου διαμορφώνεται σε χοντρές γραμμές, για να περισσέψει χώρος και χρόνος σ’ αυτά που θα ’ρθουν από μόνα τους να μας συναπαντήσουν και να δώσουν πνοή σ’ εκείνο το αρχικό και βαρύγδουπο σχέδιο». Αυτός είναι ο Νόλλας. Μ’ ένα λόγο που σημειώνει με ακριβή και αυστηρό τρόπο την αίσθηση της παράλειψης, το σχέδιο είναι πάντα ζωντανό, ανασαίνει, περιμένοντας την ανατροπή του. Στη Μαδρίτη, στο Πράδο, το Τρίγωνο του θανάτου –Γκόγια, Βελάσκεθ και Μπος– συμπληρώνεται από τον Μπρέγκελ, τον Πατινίρ, τον Μάτους, τον Φαν Σκόρελ. Μπάουχάους και Γκρέκο, καταλήγουν στη Σύλληψη του Γκόγια, όπου τη στιγμή που ο Χριστός συλλαμβάνεται, φορά τον πιο εκτυφλωτικό λευκό χιτώνα του που «είδε» ο συγγραφέας στη ζωή του! Στο «51», το μουσείο Πράδο μοιάζει με μπαρ όπου συχνάζουν αυτοί οι ζωγράφοι, ενώ το ίδιο το «51», μπαρ της οδού Πριγκίπισσας, είναι ένας πίνακας του Πράδο γεμάτος με άτομα νεαρής ηλικίας, ζευγάρια με μωρά στο καρότσι, ένα ζευγάρι όμορφων γερόντων και κουρασμένους μεσήλικες πότες…
Μια ανάλογη λογοτεχνική αναφορά στο «Μικρό Υπερωκεάνιο» όταν μέσα σ’ ένα κλειστοφοβικό κλίμα και μια ατέλειωτη χιονόπτωση ο λόγος εξαφανίζεται, η λογοτεχνία επιδρά ελάχιστα, το θέατρο χάνεται αλλού, ο Πολίτης κι ο Μπεράτης θα μείνουν ανεξίτηλα γραμμένοι στο μυαλό του συγγραφέα. Στην «Φεύγουσα κόρη» την Περσεφόνη, που πετάει ριζωμένη στο χώμα, η κρίσιμη στιγμή είναι αυτή της ελεημοσύνης και της φιλοξενίας. Η Περσεφόνη φεύγει, παραμένοντας Φεύγοντας κόρη.
Γελάσαμε πολύ με την «Ιερή Μονή Ξηροποτάμου», ενώ η «Μηχανή υπ’ αριθμόν 721», είναι ένα εκπληκτικό κείμενο, καθώς η καρβουνιασμένη αμαξοστοιχία πέφτει στους ώμους του νεαρού Κοζανίτη στο «Gallery» που πίνει τον καφέ του. «Έχει παράδοση ο τόπος σε ιπτάμενα τραίνα, που δεν είναι πουλιά που πέφτουν».
Ταξίδια, λοιπόν, που κάνουν και τον αναγνώστη να πετά ανάμεσα σε «κουβέντες του αέρα», σε πέλαγα συναισθήματος, αρνούμενος να δώσει εξηγήσεις για τον τρόπο του.
Κώστας Καλημέρης, | Μακεδονία