Δημήτρης Νόλλας, «Μικρά ταξείδια», Αθήνα, Καστανιώτης, 1998. Σελ. 224
Η προσωπική γραφή του Δημήτρη Νόλλα έχει καταλάβει από πολύ νωρίς, εννοώ ήδη από την «Πολυξένη» (1974), και οπωσδήποτε οριστικά από το «Τρυφερό δέρμα» (1982), τον δικό της, σαφώς αναγνωρίσιμο χώρο στην ευρύτατη, πολύμορφη επιφάνεια που καλύπτει η ελληνική μεταπολεμική λογοτεχνία. Η γραφή του Νόλλα προβάλλει έναν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και σαφώς δυναμικό χαρακτήρα, που βασίζεται κυρίως στη δημιουργική όσο και κριτική αξιοποίηση της λεπτομέρειας, δεν διστάζει όμως να αφήνει ενίοτε να διαφανεί και μια σχεδόν απροσδόκητη έκφραση ευαισθησίας, μέσα σ’ ένα κλίμα καθημερινού ρεαλισμού, με παράλληλη βιωματική χρήση της γλώσσας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα συστήματα θεματικής επεξεργασίας και ανάπτυξης, που αντιπροσωπεύουν π.χ. τα έργα του Νόλλα «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» (1990), «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» (1992) ή «Τα θολά τζάμια» (1994), είναι δυνατόν να εκτιμηθούν ως πραγματικά τεκμήρια αφηγηματικής δεξιοτεχνίας που προεξοφλεί επικοινωνιακή αμεσότητα κατά την πρόσληψή τους από τον αποδέκτη. Αυτή ακριβώς η επικοινωνιακή αμεσότητα διακρίνει και το παρόν βιβλίο του Νόλλα, το οποίο, όπως σαφώς προκύπτει από την πρώτη ήδη προσέγγιση, χαρακτηρίζει πρωτοτυπία σύνθεσης που εξασφαλίζει αμέσως την αποδεκτότητά του. Συγκεκριμένα: Το βιβλίο αποτελείται από δύο ενότητες κειμένων. Η πρώτη ενότητα φέρει τον επιμέρους τίτλο «Μικρά ταξείδια», τον οποίο ο συγγραφέας ανήγαγε σε τίτλο του βιβλίου του ως συνόλου. Η δεύτερη ενότητα φέρει τον επιμέρους τίτλο «Έσχατος πλους», που προέρχεται από τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα, όπως τεκμηριώνει το σχετικό, δίκην motto, παράθεμα.
Αναλυτικότερα: Την πρώτη ενότητα συνθέτουν δεκατρία σύντομα κείμενα με σημεία/τόπους θεματικής εστίασης (κατά σειρά κειμένων) τη Μαδρίτη, τη γερμανική πόλη Travemünde στη Βαλτική, τη Βαρσοβία, τη Φραγκφούρτη, το Princeton, την Ελευσίνα, την Ι. Μ. Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος, τη Λευκωσία, την Κοζάνη, την Ορεστιάδα, και τρεις γιουγκοσλαβικές πόλεις: το Βελιγράδι, το Βούκοβαρ και το Νόβι Σαντ. Μάλλον όμως είναι φανερό ότι στα σημασιολογικά συστήματα που αντιπροσωπεύουν τα αντίστοιχα κείμενα, οι πόλεις αυτές είναι απλώς τοπόσημα που αναλογούν σ’ ένα συγκεκριμένο κατά περίπτωση χωρόχρονο. Τις πραγματικές εστιάσεις αποτελούν οι ποικίλες λεπτομέρειες της αντικειμενικής πραγματικότητας, που λειτουργούν ως ερείσματα-μοτίβα για τη σύνθεση των σημασιολογικών συστημάτων, με βάση την υποκειμενική/προσωπική πρόσληψη του συγγραφέα. Το γεγονός ότι κατά τη σύνθεση του βιβλίου ως ενιαίου σημασιολογικού πεδίου ο συγγραφέας δεν ταξινομεί τα κείμενά του κατά την κοινή διάκριση και ομογενοποίηση γεωγραφικών όρων (πόλεις της Ελλάδας και πόλεις άλλων χωρών), δηλώνει την πρόθεσή του να προβάλει ένα πολυσήμαντο, ενιαίο, υποκειμενικό/προσωπικό τοπίο, κατά παραβίαση των συμβατικών γεωγραφικών ορίων, στο οποίο οι εξωτερικοί/αντικειμενικοί τόποι είναι τα πραγματικά στοιχεία (pragmatics) στήριξης ή τεκμηρίωσης των σημαινόμενων χωρίς ιδιαίτερη αιτιοκρατική ισχύ. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την υπαγωγή του αντικειμενικού στο υποκειμενικό που οδηγεί στη σύνθεση του κειμενικού κόσμου του συγγραφέα.
Από την άλλη πλευρά, τα δεκατρία κείμενα της ενότητας φαίνεται να αντιπροσωπεύουν μεμονωμένα, ανεξάρτητα περιστατικά στον προσωπικό χρόνο του συγγραφέα που αποτυπώνεται στην ενότητα και διαρθρώνεται στους επιμέρους κειμενικούς χρόνους που προσδιορίζουν τους αντίστοιχους κειμενικούς κόσμους. Οι αντικειμενικοί χρόνοι, που δηλώνονται στο τέλος κάθε κειμένου της ενότητας, φαίνεται να αποκαλύπτουν την πρόθεση του συγγραφέα να μην αποστεί πλήρως του αντικειμενικού χρόνου που εδώ αφορά στην παραγωγή των κειμένων, πρόκειται δηλαδή για ένα στοιχείο που δηλώνει την παρέμβαση του συγγραφέα ως αντικειμενικού παράγοντος δημιουργίας του κειμενικού χωροχρόνου. Αντιθέτως, η σύνθεση της δεύτερης ενότητας («Έσχατος πλους») φαίνεται να διαθέτει την οικονομία οδοιπορικού από τη Γεωργία του Ευξείνου (Ο γεωργιανός ήχος / Τμπιλίσι ή Τιφλίδα, Μτσχέτα, Γκόρι, νότιος ή μικρός Καύκασος, Στο Μπατούμι μια γαλατένια νύχτα, Ωδή στο Σακαρτβέλο) στο Αζερμπαϊτζάν της Κασπίας (Απ’ την Τιφλίδα στο Μπακού μ’ ένα φορτίο αγγούρια φρέσκα), και επιστροφή πάλι στη Γεωργία (Η στρατιωτική οδός). Την οικονομία του οδοιπορικού φαίνεται να υποστηρίζει και η δήλωση του αντικειμενικού χρόνου στο τέλος της ενότητας ως ενιαίου σημασιολογικού συστήματος.
Τα επιμέρους κείμενα της ενότητας προσδιορίζει σύνθεση άλλοτε πρισματική (Ο γεωργιανός ήχος, Απ’ την Τιφλίδα στο Μπακού μ’ ένα φορτίο αγγούρια φρέσκα) και άλλοτε ενιαία (Στο Μπατούμι για γαλατένια νύχτα, Ωδή στο Σακαρτβέλο, Η στρατιωτική οδός), η δε διάταξή τους στο πλαίσιο του βιβλίου ως σημασιολογικού συνόλου διαθέτει τον χαρακτήρα μιας συνεχούς ροής κατά παραβίαση των τμηματικών δείξεων του αντικειμενικού χρόνου στο τέλος της ενότητας. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για την υπαγωγή του αντικειμενικού στο υποκειμενικό, προκειμένου να υποστηριχθεί η σύνθεση του κειμενικού κόσμου του συγγραφέα. Η «στέγαση» των δύο ενοτήτων κάτω από τον (κοινό) τίτλο του βιβλίου «Μικρά ταξείδια» φαίνεται να κατατάσσει και το οδοιπορικό αυτής της δεύτερης ενότητας («Έσχατος πλους») στα περιστατικά του προσωπικού χρόνου του συγγραφέα. Στην περίπτωση αυτή, το σημαινόμενο, που αντιστοιχεί στον τίτλο του βιβλίου, υπονοείται αντιβαλλόμενο προς το μεγάλο ταξίδι που αντιπροσωπεύει ο ανθρώπινος βίος. Επομένως, το επίθετο «μικρά [ταξείδια]» φαίνεται να σημαίνει τις λεπτομέρειες ή τις ιδιαίτερες περιπτώσεις που συνθέτουν τον ατομικό-προσωπικό χρόνο ως σύνολο και διάρκεια.
Αν ξεπεράσουμε το πρώτο γλωσσικό επίπεδο της δήλωσης με τα ποικίλα, ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας από τον χώρο αφενός της Ιστορίας (και της Πολιτικής ως ρεαλιστικής έως κυνικής εφαρμογής αυτής) και αφετέρου της Τέχνης, τότε τα ίδια τα κείμενα παρέχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μια σειρά εσωτερικών ταξιδιών μέσα σε εξωτερικά τοπία. Η αντιστοιχία αυτή αποτελεί στην ουσία μια διαλεκτική σχέση εσωτερικών και εξωτερικών (συχνότατα σκληρών) τοπίων, μια αποτύπωση του προσωπικού/ψυχολογικού χωροχρόνου, μια σύνθεση προσωπικής τοπογραφίας και τοπιογραφίας, εντέλει μια μεταφυσική του ταξιδιού.
Αναγνωρίζεται μία ενδιαφέρουσα εκδοχή για το διαρκές ταξίδι, κατά την οποία ουδόλως ενδιαφέρουν οι λόγοι του ταξιδιού, αντιθέτως ενδιαφέρει η προετοιμασία του ταξιδιού, ή αλλιώς: το ταξίδι πριν από το ταξίδι. Περαιτέρω, πρόκειται για προσωπική «ανάγνωση» αντικειμενικών στοιχείων, το προϊόν της οποίας ο Νόλλας παραθέτει με τη γνωστή, προσωπική του εκδοχή ρεαλισμού ενισχυμένου με το στοιχείο του σαρκασμού που προσδιορίζει την κριτική και συγκριτική πρόσληψη των πραγμάτων, ενώ η εμπλοκή της μεταφοράς αποδίδει την προσωπική ερμηνεία των φαινομένων. Στην περίπτωση αυτή μια σειρά γραμματικών εικόνων (κατά R. Jakobson) συνθέτει έναν πλήρη κώδικα που ταξινομεί και διεκπεραιώνει τα σημαινόμενα. Συχνά η διατύπωση του Νόλλα διαθέτει αφοριστική ισχύ, που επίσης εξυπηρετεί την κωδικοποίηση των σημαινόμενων, κάτω από την υποκειμενική εστίαση του συγγραφέα.
Άλκηστης Σουλογιάννη | Διαβάζω, Απρίλιος 1999