Η γέννηση ενός διηγήματος ενώπιον του αναγνώστη.
Δημήτρης Νόλλας, «Μικρά Ταξείδια», «Καστανιώτης», σελ. 209, δρχ. 3.120
Τα πρόσφατα «Μικρά Ταξείδια» του Δημήτρη Νόλλα αποτελούν μια διακύμανση στα όρια του λογοτεχνικού φάσματος – η οποία επιπλέον εξαντλεί τα πιθανά μήκη κύματος: από την ημερολογιακή καταγραφή ώς την προ οφθαλμών μας γένεση ενός διηγήματος. Η μισή αλήθεια είναι ότι οι διολισθήσεις αυτές, που αποτελούν την αυθεντική πλοκή του βιβλίου, προδιαγράφουν την κακή χρήση του. Η πλήρης αλήθεια είναι πως το εν λόγω βιβλίο εμπεριέχει επίσης τους μηχανισμούς απεμπλοκής του από την κακή χρήση του – και τελικώς διαβάζεται με απόλαυση. Αυτήν την ασυνήθη ανατροπή την οφείλουμε στο ότι ο Νόλλας είναι πολύ καλός συγγραφέας.
Η κακή χρήση ριζώνει στη σκηνοθετική οδηγία βιβλίων τέτοιας λογής: Ο συγγραφέας υποτίθεται πως αποδέχεται ένα καθεστώς προσωρινής ακηδίας του όσον αφορά τη μορφοπλασία· χαλαρώνει εν μέσω της χαώδους εργασίας, απαλλάσσεται από τα πλάσματα της φαντασίας του, είναι ευαίσθητος, άμεσος, αυτοπροσώπως παρών… Ορατό στο βιβλίο του Νόλλα είναι, πράγματι, ένα χίασμα που μετατρέπει την ποιητική άδεια σε επιχείρημα, εκλογοτεχνίζει δηλαδή τις διακηρύξεις αρχών ή πίστεως. Αυτό συμβαίνει επειδή, εδώ, η ρητορική συνθήκη του πρώτου προσώπου προϋποθέτει την οντότητα του λογοτέχνη (διαδικασία που θεματίζεται στο επεισόδιο της αεροσυνοδού, η οποία αναγνωρίζει το συγγραφέα) – ενώ την ίδια στιγμή ο λογοτέχνης επιθυμεί να κυκλοφορήσει incognito. Καθώς όμως η περιπλάνηση (στο χώρο είτε στο χρόνο) αλληγορεί τη λογοτεχνικότητα και συγχρόνως τα μικρά ταξίδια του αφηγητή διαχωρίζονται άνετα και χωρίς υπόλοιπο στα «θέματά» τους, η λογοτεχνία μοιάζει να διασπάται σε αποθησαυρισμένο περιεχόμενο και αόρατη μορφή. Τότε εκτρέπεται εν συνόλω κι εκβάλλει σε καθαρή ιδεολογία: εφεξής, η ελευθερία να πούμε απόψεις, να μικρολογήσουμε, να φλυαρήσουμε είναι πρωτοφανής – αλλά φαινομενική. Δεν είναι τυχαίο που ο Νόλλας υιοθετεί, εδώ, επιδεικτικά παραδοσιακή ορθογραφία ήδη στον τίτλο αλλά και (προς τιμήν του) εξαφανίζει από το «αυτί» του βιβλίου τη διαφημιστική φωτογραφία: Οι μικρές αυτές άδειες υποδηλώνουν εναντίωση στη μαζικότητα· η σημαία όμως από την οποία τις παίρνουμε ανεμίζει πάνω από τα εμπορευματοποιημένα μας βιβλία. Ευνοήθηκε, όντως, μια μορφή πρόσληψής τους που προϋποθέτει πως το έργο τέχνης εγκαταλείφθηκε – μορφή κατεξοχήν ορατή, φερ’ ειπείν, στο είδος εκείνο χαζής κριτικής που προσήψε στον Νόλλα την άρνηση να σερφάρει στην υφήλιο όπως ταξιδεύουν οι πάντες πια στον κυβερνοχώρο… Πώς ακριβώς πυροδοτείται αυτός ο μηχανισμός;
Ο αναγνώστης διστάζει ανάμεσα στην εντύπωση ότι τα κείμενα που διαβάζει είναι ιδιωτικά (άρα προσωποποιημένα) και στην πεποίθηση ότι αποτελούν χαρακτηριστική εικόνα του εργαστηρίου ενός τυπικού (κι επομένως απρόσωπου) «καλλιτέχνη». Πιασμένος σ’ αυτήν την παγίδα, ο συγγραφέας φαίνεται να αίρει τις επιφυλάξεις του για τη βιτρίνα στην οποία ένα αδιάκριτο κοινό τον τοποθετεί να εργάζεται. Όμως η εκκόλαψη της λογοτεχνίας στα βάθη της δομής των αυθόρμητων φράσεων (αυτό είναι το θέαμα που εκτυλίσσεται εδώ) αναπαριστά την εκκόλαψη –ας το πούμε σχηματικά– της αξίας ανταλλαγής στα έγκατα της αξίας χρήσης: Το θέαμα του συγγραφέα εν ώρα εργασίας είναι η βασιλική οδός από την οποία το εμπόρευμα (το βιβλίο που, δίχως να διαβαστεί πραγματικά, εξαργυρώνεται σε φαντασιώσεις «ανάγνωσης», ενώ κονιορτοποιείται σε πληροφορίες και τικ) διεισδύει στη λογοτεχνία και αλλοιώνει τους όρους πρόσληψής της: Αποτελεί το φωτοστέφανο που θα μας φαίνεται πια ότι λείπει από την «πρωτογενή» λογοτεχνία… Ώστε οι έκτακτες ελευθερίες, τις οποίες φαινομενικά μάς εγγυάται η προσφυγή σ’ αυτά τα διφυή βιβλία, μας αφαιρούνται την ίδια στιγμή από κει που θα ήσαν ουσιώδεις και πολύτιμες: Μπορούμε να εκτεθούμε ως σύμβολα ζωής υπερτέρας στο μέσον της αγοράς, υπό τον όρο ότι αποδεχόμαστε την ιδεολογία της κι ότι οι μαίανδροι του κειμένου δεν θα μάς σύρουν σ’ άλλον, απόκρυφο χορό…
Η έλξη αυτών των μαιάνδρων (η ποιότητα του συγγραφέα, για να το πούμε απλά) αφηγείται και τη δυνατότητα να διασωθεί ένα βιβλίο από την κακή χρήση του κι εντέλει από την κατάρρευση κάθε χρήσης προς όφελος της πλήρους εμπορευματοποίησής του. Αλλά για να πετύχει αυτή η επιχείρηση διάσωσης, πρέπει ο συγγραφέας να έχει είτε σπάνια τύχη είτε μελετημένο σχέδιο. Σ’ αυτές τις δυο περιπτώσεις (τις μοναδικές άλλωστε που επιτρέπουν –δίχως να μας υποχρεώνουν κιόλας– να μιλάμε για «καλόν» συγγραφέα), το βιβλίο ανακτάται από τη λογοτεχνία, χωρίς να χάνει τις ιδιότητες που το θέτουν, ας πούμε, σε τροχιά, που επιβάλλουν να το αναγνωρίζουμε ως περιφερικό ή και πάρεργο. Η ανάκτηση μπορούσε ώς χθες να μεθοδευτεί από το συγγραφέα: Το βιβλίο, σ’ αυτήν την εκδοχή ανατροπής, εκτυλίσσεται σαν ιδιότυπη fiction — οπότε οι όροι μαζικής υποδοχής του υπονομεύονται (θεωρητικά) εκ των ένδον: η πλοκή καταστρέφει την προδιαγεγραμμένη χρήση του. Όμως η κατάχρηση αποκάλυψε ήδη στον ουρανό της Λογοτεχνίας ένα νεφέλωμα ομοιωμάτων τέτοιας πλοκής – και τα ελάχιστα αυθεντικά έργα συγχέονται με τις ευτελείς αναπαραστάσεις τους. Ο ελιγμός αυτός τώρα πια μόνον κατ’ εξαίρεσιν πετυχαίνει, γιατί αντιγράφεται εύκολα. Ως επί το πλείστον, ανατροφοδοτεί ακριβώς το θέαμα στο οποίο υποτίθεται πως αντιτάσσει την αλφαβήτα ενός παλιωμένου μοντερνισμού – τόσο πληκτική καθαυτήν, τόσο καθηλωμένη στο αιώνιο Βήτα (Βενιαμίν, Βλακεία, Brittanica) ώστε σου ’ρχεται να τηλεφωνήσεις στις Βλάβες: Πάλι μπλοκάρισε το ρημάδι, πάλι μου βγάζει μυθοπλαστίες από τα ημερολόγια κι ανασυντάσσει τα κουτσομπολιά σ’ ένα είδος εγκυκλοπαίδειας των ημιμαθών… Η μόνη ελπίδα μας είναι να υπάρχουν, στους αντίποδες αυτού του έντεχνου κιτς, συγγραφείς που θα έχουν ταλέντο και άστρο.
Κάθε αληθινός συγγραφέας χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα έμμονων ιδεών και τεχνικών, που το αναπαράγουν με ακρίβεια η πλοκή και τα θέματα, μολονότι επιλέγονται δήθεν τυχαία. Επιπλέον, το πιο τετριμμένο εγχείρημα αποτελεί τώρα πια ιδανική συνθήκη ενεργοποίησης του ταλέντου – το οποίο εν προκειμένω αφήνεται να δρα, κατά κάποιον τρόπο, ερήμην: Η αυθεντική πλοκή των σημειώσεων ενός συγγραφέα είναι το υπόρρητο μυθιστόρημα των εμμονών του – και η συγκεκριμένη διακύμανση ενός στιλ εγνωσμένης ποιότητας συνιστά προϋπόθεση της ζωντάνιας ενός βιβλίου, αφού, κατά τα άλλα, όλα τα κόλπα εφαρμόστηκαν κι είναι τώρα ταυτοχρόνως ζωντανά και νεκρά, σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ. Με δυο λόγια: Υπάρχουν ελάχιστοι συγγραφείς που μπορούν ν’ αφεθούν δίχως ζημιά στη γοητεία του ταξιδιού και της συναγωγής σημειώσεων – γιατί το εγχείρημα καθαυτό αποτελεί αναπαράσταση των στοιχείων του ύφους τους. Ο Νόλλας έχει τη σπάνια τύχη να ποντάρει, ό,τι κι αν γράψει, σ’ ένα στιλ που ήδη ωρίμασε στους αντίποδες της μονοκαλλιέργειας (εναντίον της οποίας έβλεπε ο Λεβί Στρος να στρέφεται ο ταξιδευτής) και διακρίνεται για τους εύστοχους μετατονισμούς, για τα καίρια χάσματα, για την έμφαση στην κρυφή λεπτομέρεια.
«Παρέλειψα το τέλος εξαιτίας της νέας μου θεωρίας, που έλεγε πως μπορούσες να παραλείψεις οτιδήποτε, αν ήξερες πως το παρέλειπες, οπότε το μέρος που παραλειπόταν θα ενδυνάμωνε το διήγημα και θα έκανε τον κόσμο να νιώσει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που καταλάβαινε». Αυτό το κόλπο του Χέμινγουεϊ αποτελεί εκ προθέσεως αναπαραγωγή της «φυσικής», δίχως πρόθεση συνθήκης του ταξιδιώτη και του αναγνώστη ενός ημερολογίου. Τα διηγήματα και η φορά των μυθιστορημάτων του Νόλλα οδηγούν το ίδιο κόλπο από παλιά ώς τις ακραίες συνέπειές του.
Γιώργος Κοροπούλης | Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη