Δημήτρη Νόλλα, «Μικρά ταξείδια», εκδ. Καστανιώτη, σειρά: Ματιές και Τόποι, Αθήνα 1998, σελ. 209
Κάθε αναγνώστης έχει τις κρυφές, «αμαρτωλές» αδυναμίες του. Η δική μου είναι τα ταξιδιωτικά κείμενα και ό,τι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε με τον όρο «μαρτυρίες», τα αυτοβιογραφικά κείμενα, άλλοτε γραμμένα με συγκινητική αφέλεια και ατεχνία, άλλοτε μαστορικά δουλεμένα από τεχνίτες του είδους ή σπουδαίους συγγραφείς. Όταν κάποιες φορές καταφέρνω να βρω συνδυασμό των δύο ειδών, γοητεύομαι ιδιαιτέρως. Μ’ αυτή τη ματιά διάβασα προσφάτως το βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα, «Μικρά ταξείδια». Πρόκειται για μια συλλογή 18 σχετικώς ολιγοσέλιδων κειμένων, όπου ο Δ. Νόλλας καταγράφει μνήμες και εντυπώσεις από ταξίδια του ανά την Ελλάδα και τον κόσμο. Τα κείμενα είναι χωρισμένα σε δύο ενότητες που επιγράφονται «Μικρά Ταξείδια» η πρώτη (Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική) και «Έσχατος Πλους» η δεύτερη (Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν και αλλού σ’ αυτήν τη γωνιά του κόσμου που τον έλκει πολύ, όπως ομολογεί ο ίδιος: «Αυτός ο τόπος ασκούσε πάνω μου μια γοητεία πριν ακόμη τον γνωρίσω» σ. 143).
Δεν είναι ωστόσο κείμενα που θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε στο είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Οι περιγραφές είναι φειδωλές σε λεπτομέρειες και σπάνια αφήνουν τον αναγνώστη να σχηματίσει μιαν εικόνα του τόπου που επισκέπτεται ο συγγραφέας. Σε μερικά κείμενα μάλιστα η πόλη, ο τόπος δεν κατονομάζονται καν ή αφήνονται απλώς να εννοηθούν (π.χ. στο «οδός Αξιοθέας», όπου πουθενά δεν αναφέρεται το όνομα της Λευκωσίας, αν και ο αναγνώστης γρήγορα καταλαβαίνει σε ποια πόλη βρίσκεται η οδός Αξιοθέας και τη σημασία της). Εκείνο που ενδιαφέρει το Νόλλα είναι να καταγράψει προσωπικά συναισθήματα και εντυπώσεις, δυσαρέσκειες ή χαρές που του γεννά η επίσκεψη αλλά που δεν αφορούν απαραίτητα τον τόπο και τους ανθρώπους του ή μπορεί να τις προκαλέσουν ένα τυχαίο περιστατικό, μια εικόνα, ακόμα και οι καιρικές συνθήκες. Να μιλήσει για όσα ένιωσε, τις περιπέτειές του, τους θυμούς, τις απογοητεύσεις, τις χαρές. Να συγκρίνει.
Το ταξίδι είναι ευκαιρία για πολλές σκέψεις γύρω από ποικίλα ζητήματα: για τη ζωγραφική –την οποία αγαπά ιδιαίτερα, γι’ αυτό συχνά πυκνά αναφέρεται σε ζωγράφους και έργα, τα οποία άλλοτε απλώς περιγράφει άλλοτε όμως και σχολιάζει ή για τη λογοτεχνία, την ποίηση και τους τεχνίτες τους, για τον συγγραφέα και το κοινό του, για τον συγγραφέα σε σχέση με το κοινό του (βλ. το «Μικρό Υπερωκεάνειο»), για τον δυτικό άνθρωπο, για την τεχνολογία, για την Ανατολική Ευρώπη («Γεωργιανός ήχος» κ.ά.) και πολλά άλλα. Έτσι κι αλλιώς τον συγγραφέα φαίνεται να ενδιαφέρουν πολύ λιγότερο οι ομορφιές της φύσης και περισσότερο τα έργα των ανθρώπων. Τα ταξίδια του στη Γιουγκοσλαβία (και υπάρχουν αρκετά κείμενα που αφορούν τη γειτονική μας χώρα) είναι ευκαιρίες να παρουσιάσει ή απλώς να υπαινιχθεί πολιτικές θέσεις και κυρίως να υπερασπισθεί την ορθοδοξία και τα ορθόδοξα Βαλκάνια.
Λέει ο Πωλ Μπόουλος στο Τσάι στη Σαχάρα πως ο τουρίστας βιάζεται να επιστρέψει στο σπίτι του, ενώ ο ταξιδιώτης, μη ανήκοντας περισσότερο σ’ ένα μέρος απ’ ό,τι σ’ ένα άλλο, κινείται για μεγάλες περιόδους από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Αν είναι έτσι, ο Νόλλας δεν είναι ταξιδιώτης. Στην άκρια του νου του έχει πάντα την επιστροφή. Το επιβεβαιώνει ο ίδιος από την αρχή: «Το αλλού με απογοήτευε πάντα, γιατί κάθε φορά επιβεβαίωνε την αδυναμία μου να το αντέξω για καιρό και να το ανταλλάξω με το εδώ». Ένα «εδώ» ωστόσο ακαθόριστο: να είναι μόνο ο γενέθλιος τόπος ή μέσα σ’ αυτό το «εδώ» να κρύβονται κι άλλες πατρίδες, της γραφής, ας πούμε, ή ευρύτερα της κουλτούρας. Η γραφή πλησιάζει την ημερολογιακή – κάτι που πιστοποιείται και από τη χαλαρότητα της δομής, τέτοιας που ταιριάζει σε προσωπικές σημειώσεις και ημερολόγια. Άλλωστε, στο μικρό προλογικό σημείωμα, παραδέχεται πως τα κείμενα προέκυψαν από ημερολογιακές σημειώσεις κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών. Ως τέτοια, λίγο νοιάζεται για τον αναγνώστη, κι αυτό δίνει στα κείμενα αυτά μια παράξενη γοητεία. Παρακολουθούμε κρυφά, από μια μισάνοιχτη πόρτα, τον συγγραφέα να περιπλανάται στον κόσμο, ν’ αλλάζει διαθέσεις, να γκρινιάζει ή να στοχάζεται. Να αραδιάζει ονόματα που δεν μπορούμε να τα ταυτίσουμε με πρόσωπα γι’ αυτό μας μένουν στο νου ως πιθανότητες λογοτεχνικών ηρώων σε κατοπινά έργα, ένα ενδιαφέρον μπες-βγες ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Μικρές περιπέτειες, παράξενοι άνθρωποι, φίλοι, αφήνουν το αποτύπωμά τους και χάνονται ριζωμένοι μέσα στον συγγραφέα. Σαν σημειώσεις για ένα μυθιστόρημα που κάποτε θα γραφεί. Ή μήπως τελικά έχει ήδη γραφεί;
Η ημερολογιακή γραφή επιτείνει και τη δογματικότητα των αντιλήψεων: διατυπώνονται έτσι που δεν επιτρέπουν αντίλογο. Δεν ενδιαφέρονται για αντίλογο. Ωστόσο οφείλω να ομολογήσω ότι σπάνια βρέθηκα να μην έχω σχεδόν κανένα κοινό σημείο με ένα συγγραφέα, να διαφωνώ με το σύνολο σχεδόν των απόψεών του –και ιδίως με τις πολιτικές θέσεις που αφήνει να διαφανούν και με τις αναλύσεις του βαλκανικού ζητήματος– κι όμως να παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον την πορεία των συλλογισμών ή τις παρατηρήσεις του. Η πέννα του Νόλλα είναι γοητευτική.
Όπως και να ’χει, ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να διαβάσουμε τα «Μικρά Ταξείδια» είναι κι αυτός: αναζητώντας δηλαδή σ’ αυτά κλειδιά για την καλύτερη κατανόηση του υπόλοιπου πεζογραφικού έργου του Νόλλα. Άξια μνείας επίσης και η επιλογή του πολυτονικού.
Μάρω Τριανταφύλλου | Η Αυγή