Ο συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας δίνει το στίγμα των αξιών και των πολύτιμων πραγμάτων που χαρακτηρίζουν και για τα οποία αξίζει τον κόπο να αγωνιζόμαστε.
Λίγοι Έλληνες συγγραφείς εξέφρασαν τόσο έντονα την οργή τους για τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία όσο ο Δημήτρης Νόλλας. Μέσα από άρθρα του σε περιοδικά και εφημερίδες ο γνωστός συγγραφέας επιτέθηκε ενάντια σε έναν κόσμο που, όπως έχει γράψει παλαιότερα, μετατρέπει τις αξίες σε σκοπιμότητες. Έχει κάποια σημασία το γεγονός αυτό διότι στο πλαίσιο των διαμαρτυριών κατά των βομβαρδισμών οι λογοτέχνες μας έλαμψαν διά της απουσίας τους. Εννοείται ότι κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα ήθελε να δει συγγραφείς και ποιητές να αναλώνονται σε παρωχημένα συνθήματα και να φλυαρούν μαζί με στιχουργούς, τραγουδιστές και ηθοποιούς σε «παράθυρα» τηλεοπτικών καναλιών. Κανείς, επίσης, δεν θα ήθελε να δει έναν συγγραφέα να μετατρέπεται σε γραφικό πολιτικάντη μιας χρήσεως όπως γνωστοί διανοούμενοι και δημοσιογράφοι της τηλεόρασης.
Προσωπικό στίγμα
Συμβαίνει συχνά, πάνω στον πυρετό τέτοιων κρίσεων, να απουσιάζει ο λόγος ουσίας. Και αυτόν τον λόγο ουσίας θα περίμενε κανείς να ακούσει από τους συγγραφείς. Τουλάχιστον, εκείνους τους ταραγμένους μήνες ο Δημήτρης Νόλλας έδωσε το δικό του προσωπικό στίγμα. Πέρα από τον θυμό του, ο Δ. Νόλλας εξέφρασε την αγάπη του στην Ορθοδοξία (στο βαθμό που σύμβολά της σε αυτή την άνιση μάχη ήταν ο καταπονημένος σερβικός λαός). Ένα στοιχείο που είναι έκδηλο και στο τελευταίο του βιβλίο «Τα μικρά ταξείδια». Έτσι, κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ο Δ. Νόλλας ανακάλυψε ξαφνικά την Ορθοδοξία, ότι, κοντολογίς, είναι ένας ακόμα νεοορθόδοξος. «Η υπόθεση της Ορθοδοξίας είναι κάτι που με ακολουθεί από νωρίς στη ζωή μου», ισχυρίζεται. «Σε μια εποχή η οποία με πρόσχημα τα ατομικά δικαιώματα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ετοιμάζεται να παραδώσει την κατακερματισμένη κοινότητα στα χέρια των πολυεθνικών, έχει σημασία να γνωρίζω ποιος είμαι και από πού κρατάω».
Το μυστικό συρτάρι
Μια στάση ζωής που επιβεβαιώνει την άποψη πως δεν είμαστε, κατά κάποιο τρόπο, παρά αυτό που αναγράφεται στο δελτίο της αστυνομικής μας ταυτότητας. Μπορεί να εκκλησιαζόμαστε στοιχειωδώς κάθε Μεγάλο Σάββατο ή να διακηρύττουμε την απουσία θρησκευτικού αισθήματος από τη ζωή μας, αλλά το «Θρήσκευμα» στο αστυνομικό δελτίο φαίνεται πως μάς σφραγίζει βαθιά και διά βίου. Ζήτημα παράδοσης; Κουλτούρας;
Η αύρα που αποπνέει ένας τόπος, ένα έθνος; Ο συγγραφέας είναι κατηγορηματικός: «Η Ορθοδοξία δεν είναι μόνον ζήτημα παράδοσης. Η Ορθοδοξία με την ανοχή που δείχνει για οτιδήποτε διαφορετικό και την σωτήρια αγάπη που προσφέρει στον πεσμένο άνθρωπο, είναι σαν το μυστικό συρτάρι στο οποίο κρύβουμε ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτουμε: την αλληλεγγύη και τον σεβασμό του άλλου προσώπου».
Επισημαίνουμε ότι αυτή η ιδέα της Ορθοδοξίας έχει μετατραπεί πια σε μία ακόμα «καραμέλα». Ή, ακόμα χειρότερα, ότι έχει μεταλλαχθεί σε έναν νέου τύπου εθνικισμό ίσως λίγο πιο εκλεπτυσμένο από εκείνον των παραδοσιακών «εθνοπατέρων», άρα και πιο επικίνδυνο. «Δεν ταράζομαι απ’ τα εθνικιστικά φαντάσματα του μεσοπολέμου», αποκρίνεται ήρεμα. «Αν δεχτώ τον μπαμπούλα του εθνικισμού και αδρανήσω, θα έχω παραδοθεί χεροπόδαρα στο μεγαλύτερο εχθρό μου, σ’ αυτόν της απληστίας, της κατανάλωσης και της ισοπέδωσης. Δεν μπορεί να μας ενώνει όλους η κόκα κόλα, όπως μοιάζει να είναι η προοπτική πολυπολιτισμικής παγκοσμιοποίησης».
Παιδί του πολέμου
Ο Δημήτρης Νόλλας είναι «παιδί του πολέμου»: γεννημένος στη Δράμα το μοιραίο έτος 1940, δεν θα ζήσει καθόλου στην γενέθλια πόλη, καθώς η οικογένεια του θα κατηφορίσει σύντομα στην πρωτεύουσα. Θα υποστεί σε προσωπικό επίπεδο τις συνέπειες της Ιστορίας βιώνοντας μέσα στους κόλπους της οικογένειάς του τους πολιτικούς διαχωρισμούς που θα σημαδέψουν μακροχρόνια τον τόπο: η μισή οικογένεια με τους «μεν», η άλλη μισή με τους «δε». Ο ίδιος θυμάται: «Μεγάλωσα σε οικογένεια, τα μέλη της οποίας βρέθηκαν κι από τις δυο μεριές της διαχωριστικής γραμμής, κι έτσι έγινα δέκτης αντιφατικών μηνυμάτων. Αν και οι γονείς μου προσπάθησαν να με κρατήσουν μακριά από μαρτυρίες τραυματικές για την παιδική ψυχή, πράγμα για το οποίο τους χρωστώ ευγνωμοσύνη, είναι γνωστόν πως τα παιδικά αυτιά είναι τεράστια και η φαντασία αχόρταγη. Ό,τι θυμάμαι κι ό,τι έχω αισθανθεί από εκείνη την εποχή βρίσκεται σπαρμένο εδώ κι εκεί, σε κείμενα μου». Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 φοιτά στο Αμερικανικό Κολέγιο της Αθήνας και αφουγκράζεται τον αέρα μιας εποχής που ακόμα και σήμερα φαντάζει μαγική: είναι η εποχή των «Οργισμένων νέων» του Όσμπορν και του Σάλιντζερ, της μπι-μποπ τζαζ και του ροκ εν ρολ. «Ακούω να μιλούν για τις κοσμογονικές αλλαγές που επέφερε η δεκαετία του ’60 αλλά για μένα όλα άρχισαν να αλλάζουν γύρω στα 1955. Τότε έχουμε για πρώτη φορά την εξέγερση ενάντια στον πάτερα και τον δάσκαλο. Η δεκαετία του ’50 προετοίμασε το έδαφος για τους επαναστάτες της δεκαετίας του ’60».
Περιπλάνηση στα 60’s
Μέσα στα λεγόμενα «σίξτις» πάντως θα αρχίσουν οι αληθινές ανακαλύψεις και αποκαλύψεις για τον Δ. Νόλλα. Χρόνια περιπλάνησης, θητείας σε απόμερα μπαρ κάπου στη Βόρεια Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική και, συνάμα, χρόνια ενδοσκόπησης. Είναι, ακόμα η περίοδος της πολιτικοποίησης: οργανώνεται με τους αριστεριστές και ειδικότερα με το κίνημα των «καταστασιακών» (situationists). Μία ταραγμένη περίοδος που αποτυπώνεται στο πρώτο του βιβλίο, την «Νεράιδα της Αθήνας», η πρώτη έκδοση της οποίας πραγματοποιείται στο Άμστερνταμ το 1974. «Άρχισα να γράφω», θυμάται, «την εποχή των μεγάλων και ουσιαστικών στροφών στη ζωή του ανθρώπου, στις αρχές των τριάντα μου χρόνων». Μετανάστες, μοναχικοί πότες σε παρακμιακά μπαρ τυχοδιώκτες, καταπιεσμένοι επαρχιώτες, είναι μερικοί από τους τύπους που συναντά κανείς στα διηγήματα, στις νουβέλες και στα μυθιστορήματα του Δ. Νόλλα. Ένας κόσμος ρευστός, αέναης περιπλάνησης και παράλληλα, το αίσθημα να είσαι ξένος, να είσαι ο άλλος, έτσι όπως το ένιωσε στο πετσί του ο συγγραφέας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό.
Ωστόσο, σπεύδει να μας διορθώσει: «Μόνον στον δικό μου τόπο τα ’χω καταφέρει να αισθανθώ ξένος. Αλλού δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αφού πάντα, και πάνω απ’ όλα, νιώθω αδιόρθωτα Έλληνας». Ο συγγραφέας θα επιστρέψει στην πατρίδα του αποδεχόμενος μια μοίρα που στην ουσία αποτελεί συνειδητή επιλογή. Η γραφή θα είναι πλέον η απόλυτη σταθερά της ζωής του, ακόμα κι όταν κάποια στιγμή βρεθεί σε έναν χώρο τελείως ανοίκειο, την ιδιωτική τηλεόραση: υπεύθυνος ελληνικού προγράμματος στο MEGA CHANNEL, μια θέση που θα του προσφέρει χρήσιμες πλην όμως οδυνηρές εμπειρίες. Οι ιστορίες, λοιπόν, δεν σταματούν ποτέ. Αναδύονται από τη δεξαμενή της μνήμης και καθώς περνούν μέσα από τα φίλτρα της φαντασίας μετατρέπονται σε μυθοπλασία. «Η πρώτη ύλη των ιστοριών ήταν πάντα εκεί. Οι αφορμές και τα εναύσματα για να φουσκώσει η ζύμη και να πλαστεί το καρβέλι είναι μυστήρια πράγματα. Θα αρκούσε ακόμη κι ένα σουλάτσο εις την οδόν των Φιλελλήνων. Μερικές από τις ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Ενίοτε περιπλέκονται τόσο πολύ που καταστρέφουν τον εαυτό τους, ενώ άλλες αναδύονται κρυστάλλινες ή λαμπερές σαν το χυμένο ατσάλι».
Αυτοβιογραφία και λογοτεχνία
Ο Δ. Νόλλας καυτηριάζει το αβασάνιστο της άποψης που θέλει συγγραφείς οι οποίοι χρησιμοποιούν βιωματικές εμπειρίες στο έργο τους να μην κάνουν λογοτεχνία αλλά απλώς αυτοβιογραφία. «Κατά βάθος όλοι οι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται», λέει με σιγουριά. «Κανένα όμως αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν μπορεί να υπονομεύσει ένα γνήσιο λογοτέχνημα, το οποίο είναι σε θέση να αποπλανήσει τον αναγνώστη του. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η Αυτοβιογραφία του Τόμας Μπέρνχαρντ δεν είναι λογοτεχνία; Τι μας νοιάζει εντέλει αν είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα; Τα σκουπίδια είναι σκουπίδια και σίγουρα δεν αντέχουν για πάντα».
Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Νόλλα, έναν άνθρωπο με είκοσι πέντε χρόνια συγγραφικής πορείας στην πλάτη του, έχει κανείς την αίσθηση ότι πρόκειται για προσωπικότητα που αναδύει μιαν ήρεμη δύναμη. Κρατάει τα βαθύτερά του αισθήματα, το θυμό που του προκαλούν τα κακώς κείμενα της εποχής μας, για τη λευκή σελίδα. Όπως και στο γράψιμο έτσι και ο προφορικός του λόγος αρθρώνεται μέσα από υπαινιγμούς και παύσεις. Ίσως να κινείται πλέον μέσα στο μυστικό, αποφατικό πνεύμα που διαπνέει τον Ορθόδοξο, με την ευρύτερη έννοια, στοχασμό: δεν επικοινωνούμε διά της ομιλίας, μέσα από κηρύγματα, αλλά διά της σιωπής. Αυτή η σιωπή μοιάζει να είναι η δεξαμενή του λόγου του Δημήτρη Νόλλα. «Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να μιλήσει για όλα», λέει με έμφαση. «Με κάτι πρέπει να γεράσω κι εγώ. Κάτι πρέπει να κρατήσω για τα γεράματά μου. Έτσι δεν είναι;».
Το έργο του Δημήτρη Νόλλα
Ο Δημήτρης Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: «Νεράιδα της Αθήνας», (Άμστερνταμ 1974, Αθήνα 1975, 1982), «Πολυξένη» (Αθήνα 1974, 1978, 1982), «Το τρυφερό δέρμα» (1982, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος), «Τα καλύτερα χρόνια» (1984), «Το πέμπτο γένος» (1988), «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» (1992), «Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα» (1992, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος), «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε» (1994), «Τα θολά τζάμια» (1995, Βραβείο Διηγήματος Περιοδικού «Διαβάζω»), «Μικρά ταξίδια» (1998).
Η συλλογή διηγημάτων «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο.
Ηλίας Μαγκλίνης | Η Καθημερινή