Ο Σπ. Τσακνιάς γράφει για τη Μ. Δούκα, τον Δ. Νόλλα και τη Ζ. Ζατέλη
Ένας χρόνος συμπληρώνεται σε λίγο από τo θάνατο του Σπύρου Τσακνιά και η «Νεφέλη» ετοιμάζεται να τυπώσει τα κριτικά του κείμενα της τελευταίας δεκαετίας (δημοσιευμένα στον Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ 1988 και 1999) υπό τον τίτλο «Πρόσωπα και μάσκες». Από τον τόμο αυτόν παρουσιάζουμε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από κείμενα για τρεις σημαδιακούς συγγραφείς της μεταπολίτευσης: τη Μάρω Δούκα, τον Δημήτρη Νόλλα και τη Ζυράννα Ζατέλη (και τα τρία κείμενα είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας στο περιοδικό «Η λέξη».
Μάρω Δούκα, «Εις τον πάτο της εικόνας» (1990)
Η Μάρω Δούκα πιστώνεται κυρίως για την έντεχνη ενορχήστρωση των μοτίβων της πολιτικής, ιδεολογικής και ηθικής κρίσης που θρασομανούν στην επιφάνεια της εθνικής μας ζωής, με τα μοτίβα της αποσάθρωσης των συνειδήσεων στην κοινωνική μας βάση, «εις τον πάτο της εικόνας» – παρακάμπτοντας διακριτικά την υπόνοια μιας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των δύο παράλληλων ή επάλληλων διεργασιών. Πιστώνεται ακόμη για τον τρόπο με τον οποίο», ενώ ναρκοθετεί τη ρεαλιστική ψευδαίσθηση, κρατάει τις ουσιαστικότερες κατακτήσεις της ρεαλιστικής παράδοσης –στην οποία και η προσωπική της θητεία έχει καταδείξει τη γονιμότητά της– και τις εκμεταλλεύεται με δεξιοτεχνία ώστε να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη ευαισθησία. Η συγγραφέας δεν λέει στον αναγνώστη της, «ιδού ο Βίος και η πολιτεία του Αντώνη Λύτρα και πίστεψε, αγαπητέ μου αναγνώστη, πως είναι μια αληθινή ιστορία παρμένη απ’ τη ζωή», αλλά, «ιδού πώς ένας συγγραφέας κατασκευάζει το βίο και την πολιτεία του Αντώνη Λύτρα, παίρνοντας στοιχεία από τη ζωή και επινοώντας τα υπόλοιπα». Η διαφορά δεν είναι τόσο ασήμαντη όσο μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Παρά ταύτα, ο βίος και η πολιτεία του Αντώνη Λύτρα, και του κόσμου που τον περιβάλλει, διαβάζεται ως μία άψογα γραμμένη ρεαλιστική ιστορία, που διαθέτει και παραστατική δύναμη και αναπαραστατική αληθοφάνεια. Ο «συγγραφέας» της, ο επινοημένος Αλέξανδρος Παπαδάκος, έχει επίγνωση της αφηγηματικής σύμβασης που έχει υιοθετήσει, γι’ αυτό, μολονότι δυσκολεύεται να βρει ένα ταιριαστό τέλος για τον ήρωά του -και κατά βάθος δυσφορεί με την ιδέα οιουδήποτε τέλους, φλερτάροντας με την προοπτική ενός «ανοιχτού μυθιστορήματος»– συναισθάνεται ότι το πράγμα πρέπει κάπως να ολοκληρωθεί, κι ανακαλύπτει πως, παρότι άπειρος στο γράψιμο, υπακούει «σ’ εκείνη την πρωτόγονη ανάγκη του ανθρώπου να κυνηγήσει τo ολόκληρο» (σ. 233).
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Μάρω Δούκα προβληματίζεται –και προβληματίζει και τον αναγνώστη της– γύρω από το θέμα ενός μυθιστορηματικού μυθιστοριογράφου που, μέσα στο μυθιστόρημά της, γράφει ένα μυθιστόρημα. Στο αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημά της, «Οι λεύκες ασάλευτες», η Ασπασία, η κεντρική της ηρωίδα, φιλοδοξεί επίσης να γράψει ένα μυθιστόρημα. Δεν το γράφει, βέβαιο κυριολεκτικά όπως ο Παπαδάκος, τo γράφει όμως φαντασιωτικά, μέσα στο μυαλό της. Ο αναγνώστης, που γίνεται κοινωνός των φαντασιωτικών της συνειρμών, οδηγείται και πάλι σε μια περιδιάβαση στη μεθόριο πραγματικότητας και μυθοπλασίας και καλείται να δει κριτικά τo είδωλο της μιας να προβάλλεται διαθλασμένο και παραμορφωμένο πάνω στην οθόνη της άλλης. Αυτή η παραμόρφωση του ειδώλου στo «Λεύκες ασάλευτες» προκάλεσε κάποια αμηχανία σε μερικούς αναγνώστες, με αποτέλεσμα, φοβούμαι, να μη γίνει αντιληπτός ο βασικός στόχος της συγγραφέως, τουτέστιν, η διά της υπονομεύσεως της ρεαλιστικής ψευδαίσθησης διατήρηση, επαναλαμβάνω, αλλά και διεύρυνση των ουσιαστικών στοιχείων της ρεαλιστικής σύμβασης, και η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου αναγνώστη.
Δημήτρης Νόλλας, «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» (1990)
Αν ήμουν αναγκασμένος να χαρακτηρίσω με δυο λόγια την αφηγηματική στρατηγική του Δημήτρη Νόλλα, στο τελευταίο τουλάχιστον βιβλίο του, θα χρησιμοποιούσα την έκφραση «στρατηγική της θεματικής απόσβεσης». Τη λέξη «θέμα» τη χρησιμοποιώ με την έννοια του επαναλαμβανόμενου μοτίβου ή των θέσεων/στάσεων του συγγραφέα. Το θέμα, στα εννέα διηγήματα που απαρτίζουν τον τόμο, αν δεν εξαλείφεται τελείως –και πιστεύω πως δεν εξαλείφεται– ο αναγνώστης δεν θα το βρει εύκολα μέσα στα κείμενα, αλλά, εντέχνως οδηγημένος από δυσδιάκριτους υπαινιγμούς, κάτω από την επιφάνεια του κειμένου, σε ένα άρρητο αφηγηματικό στρώμα, όπου θα πρέπει να καταδυθεί με δική του ευθύνη και προς ιδίαν τέρψη και διδαχή. Ο συγγραφέας τον προσανατολίζει προς μία ορισμένη κατεύθυνση, αλλά δεν τον ποδηγετεί και δεν τον δεσμεύει. Με την ευκαιρία αυτή, και τελείως παρεκβατικά, τολμώ να διατυπώσω τον ισχυρισμό πως η τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντεπόπτη συγγραφέα, παρά τα αντιθέτως και μάλλον απερίσκεπτος θρυλούμενα, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ένα «κλειστό» ή δεσμευτικό κείμενο. Παρά την απουσία πλοκής στα περισσότερα διηγήματα του τόμου «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», ο αναγνώστης δεν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια γραφή ελεύθερων συνειρμών, χωρίς χρονική αλληλουχία ή λογική συνοχή –μολονότι ένα στοιχείο παραλογισμού διαστίζει και αυτά τα κείμενα του Νόλλα όπως και άλλα, παλαιότερα αφηγηματικά έργα του– στην περίπτωσή του όμως, το στοιχείο του παράλογου θα πρέπει να το εντάξει κανείς περισσότερο στην προοπτική ενός καυστικού μαύρου χιούμορ προς το οποίο ρέπει ο συγγραφέας –και τo οποίο εκμεταλλεύεται με δεξιοτεχνία– παρά στην προβληματική μιας ορισμένης αφηγηματικής τεχνικής. Όλα τα διηγήματα του τόμου, εν πάση περιπτώσει, οργανώνονται γύρω από ένα επεισόδιο, όσο ισχνό κι αν είναι αυτό, την εξέλιξη του οποίου ο αναγνώστης παρακολουθεί άνετα, και στο οποίο εμπλέκονται σαφώς αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες. Ωστόσο, αν το επεισόδιο είναι κατά κανόνα ισχνό, οι χαρακτήρες, εκ πρώτης όψεως, στερούνται βάθους. Εσκεμμένα, πιστεύω, ο συγγραφέας τους αποψιλώνει από κάθε χρονική προοπτική. Τους βλέπουμε επί σκηνής, παρακολουθούμε τα λόγια και τις χειρονομίες τους και τους χάνουμε διαπαντός μόλις πέσει η αυλαία. Στη διάρκεια της δράσης δεν γίνονται καθόλου αναφορές στο παρελθόν ή το μέλλον τους – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις πολύ διακριτικά διατυπωμένων νύξεων. Εξάλλου, οι χαρακτήρες των διηγημάτων τoυ τόμου «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», ποτέ σχεδόν δεν αποκαλύπτουν τις σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους, τον «βαθύτερο εαυτό τους». Ο παντεπόπτης (σκόπιμα γράφω «παντεπόπτης» και όχι «παντογνώστης») συγγραφέας περιορίζεται στην όσο τo δυνατόν πιο λιτή καταγραφή των στάσεων και των συμπεριφορών τους, πάντα μέσα στα στενά συνήθως χρονικά όρια του επεισοδίου που αφηγείται. Εννοώ ότι περιορίζεται να καταθέτει μόνο ό,τι βλέπει και ακούει μέσα στο αφηγηματικό παρόν και δεν μας παρέχει καμία πληροφορία προερχόμενη από κάποιο προϋπάρχον γνωστικό απόθεμα.
Σπ. Τσακνιάς, Ελευθεροτυπία, ένθετο: «Βιβλιοθήκη»