Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα, «φωτεινή μαγική», μια μαρτυρία εσωτερικής πτώχευσης και κυνισμού.
Πικρό είναι το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα, παρότι ο τίτλος που το σκέπει, «φωτεινή μαγική» (με πεζό το πρώτο γράμμα της «φωτεινής», εφ’ όσον η κρίσιμη λέξη οφείλει να διπλασιάσει το νόημά της και να λειτουργήσει ωs όνομα και ως επίθετο ταυτόχρονα), ηχεί παραμυθητικά ή και οπτιμιστικά, υπερβαίνοντας έτσι την απλή λογοπαικτική πρόθεση, η οποία είχε στοιχειοθετήσει και τον τίτλο «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε» παλαιότερου μυθιστορήματος του συγγραφέα. Παρά τον αυτοπροσδιορισμό του στο εξώφυλλο, το αφήγημα εκκρεμεί, όχι μόνο λόγω έκτασης αλλά και επειδή κάποιοι χαρακτήρες παραμένουν ανολοκλήρωτοι και σχηματικοί, ανάμεσα στο διήγημα, τον οικείο χώρο και τρόπο του Νόλλα, και το μυθιστόρημα. Πικρό λοιπόν το κείμενο κι όχι τόσο επειδή τον τόνο τον δίνει η θανάσιμη λήξη του, όσο επειδή η διαδρομή έως αυτή αποκαλύπτει τραυματισμένες και αποξηραμένες σχεδόν όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη κι εκείνες που υποτίθεται ότι θα τις ευεργετούσε και τις ενίσχυε το αίμα, η στενότατη συγγένεια. Η σημαδιακή πρωτοχρονιάτικη οικογενειακή συνάθροιση, στην είσοδο του νέου αιώνα, μοιάζει με έξοδο προς ένα άπατο κενό.
Αναγνωρίσουμε στο βιβλίο ορισμένες από τις λογοτεχνικές «εμμονές» του συγγραφέα, κάποιους από τους κόμπους που δοκιμάζει να λύσει η ανήσυχη, σκεπτική γραφή του, εμπιστευόμενη περισσότερο την οξεία όραση και την ελλειπτική ιστόρηση παρά τον ενδελεχή σχεδιασμό και τη λεπτομερή απόδοση των πραγμάτων· ο Νόλλας προτιμά να βλέπει τον κόσμο μέσα από «θολά τζάμια», όπου οι σκιές και οι ασάφειες διεκδικούν λόγο ισότιμο με όσα γίνονται ρητά, παρά πάνω σε έναν πανίσχυρο και παντεπόπτη καθρέφτη. Στο πεδίο της τεχνικής, λοιπόν, ο εγκιβωτισμός της ιστορούμενης πραγματικότητας μέσα στη μυθοπλασία έχει την ομαλή καταγωγή του στον «Άνθρωπο που ξεχάστηκε»: Το τέλος του παρόντος βιβλίου μας κληροδοτεί το ερώτημα «ποιος αντέγραψε ποιον;», η «ζωή» δηλαδή αντέγραψε το –ανέκδοτο πάντως– έργο ενός ανώνυμου θεατρικού συγγραφέα (ο οποίος «συλλέγει οτιδήποτε έχει να κάνει με την παρουσία ξένων στην Ελλάδα», στριμώχνει τα ευρήματά του στο φάκελο «Ο Ξένος» και χρησιμοποιεί τον Άλκη, τον ήρωα του Νόλλα, σαν «έναυσμα, σαν πιστολιά εκκίνησης» για το δικό του λογοτέχνημα) ή το αντίστροφο. Στο παλαιότερο έργο, η μυθοποιία που σκαρώνει στα χαρτιά του ένας δημοσιογράφος απλώνει τα πλοκάμια της στην ίδια την πραγματικότητα, ταράζοντας τα μεταξύ τους όρια.
Με αυτές τις κινήσεις, καθώς και με τις αποστροφές του προς τον αναγνώστη («γι’ αυτό κι εσύ, υπομονετικέ αναγνώστη, που δεν είσαι τεμπέλης και έφτασες μέχρις εδώ, αν και πιθανόν έχεις μπερδευτεί, ελπίζω πως οσφραίνεσαι τι πρόκειται να ‘‘παιχτεί’’ αύριο») ή με τις αυτοκριτικού χαρακτήρα παρεκβάσεις («την αγαπούσε με έναν τρόπο που δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να περιγράψει στον εαυτό του, πολύ λιγότερο δε ένας τρίτος, όσο οξυδερκής παρατηρητής και να ήταν, αλλά ούτε ακόμη κι ένα ολόκληρο βιβλίο 141 σελίδων θα ήταν ικανό για κάτι τέτοιο»), ο Νόλλας δεν θέλει, νομίζω, να αποτίσει ανέξοδα φόρο τιμής σε ό,τι θεωρούμε νεοτερική γραφή αλλά να βγει, ει δυνατόν, έξω από το ίδιο του το γραπτό, για να ενισχύσει την αντικειμενικότητά του. Αποσκοπεί δηλαδή να ενισχύσει την αλήθεια του κειμένου του, τη φυσικότητά του (σαν ένα ρεπορτάζ εφημερίδας…) υπερτονίζοντας τη λογοτεχνική του καταγωγή, το νόμιμο ιδρυτικό του ψεύδος. Κι αυτό το δύσκολο στοίχημα δεν κερδίζεται πάντοτε.
Εσωτερική ξενιτιά
Στο πεδίο της σκέψης και των αισθημάτων οι κρισιμότεροι κόμποι είναι –για μια φορά ακόμη– η ξενότητα αφενός, η εσωτερική ερημιά αφετέρου, που αδυνατούν να την επικαλύψουν τα ψιμύθια της τυπικής επιτυχίας. Πρόκειται για μια ξενότητα πολύμορφη αλλά πάντοτε ασφυκτική: Η Σβέτα, που «τ’ όνομά της θα πει Φωτεινή», είναι «μια ξένη που μιλάει ελληνικά γεμάτα ουρίτσες» (στο κείμενο ωστόσο παραμένει άφωνη, η δε καθοριστική παρουσία της σχηματίζεται έμμεσα, αλλά όχι με την απαιτούμενη διαύγεια, από τις αφηγήσεις των τρίτων), ένας από τους μυριάδες ανθρώπους που προσφύγεψαν όταν καταποντίστηκαν οι χώρες της ευρωπαϊκής Ανατολής· και δεν βρίσκεται απλώς σε ξένο τόπο παρά οφείλει και να αποξενωθεί από τον προηγούμενο εαυτό της και να τον αποσιωπήσει. Ξένος και ο εραστής της ο Άλκης, ένα παιδί υιοθετημένο, άρα με τέσσερις γονιούς και κανέναν, που σαν Οιδίποδας, αλλά με το αφόρητο βάρος της γνώσης πάνω του, πρέπει να πολεμάει ό,τι ενστικτωδώς τον ωθεί προς τη θετή μητέρα του, τη Μάρθα, και να το μεταθέτει στην αρκετά μεγαλύτερή του ερωμένη του, με την οποία και ταυτίζεται απολύτως – μέχρι θανάτου: «Η Σβέτα είναι εγώ», σημειώνει στα σχεδόν παραληρηματικά ημερολόγιά του. Η αναζήτηση των χαμένων αυθεντικών γονιών ιστορείται με μερικές από τις ισχυρότερες σελίδες του βιβλίου, όπου η κάθοδος στο άγνωστο, με οδηγό το ζεύγος πόθου και τρόμου, διαλύει έντεχνα τα όρια μεταξύ αληθινού και φανταστικού, διαμορφώνοντας έναν μετέωρο κόσμο που ανακαλεί τον δαντικό, αλλά, ταυτόχρονα, και την ομηρική Νέκυια.
Αλλά και οι υπόλοιποι ήρωες του ολιγοπρόσωπου «θιάσου» παρότι φαίνονται εδραίοι, είναι ξενιτεμένοι από τον ιδανικό ή δημόσιο εαυτό τους, κι ας εξωραΐζουν με τη φαινομενική επιτυχία τους το εσωτερικό τους ρήμαγμα: Ο Νίκος, ο σύζυγος της Μάρθας, αποφάσισε κάποια στιγμή ότι «εντάξει οι ιδέες, καλά και τα οράματα… Για να δούμε και το συμφέρον μας», κι αφού έκανε τον «καλλιτεχνικό του περίπατο», εντάχθηκε τον πρέποντα καιρό στο ΠΑΣΟΚ και έδρεψε καλούς καρπούς· οι ήρωες του «Πέμπτου γένους» του Νόλλα, που πέταξαν τα ιδανικά τους σαν έρμα που εμποδίζει την ανύψωση, δεν έμειναν χωρίς απογόνους. Τυπικό επίσης δείγμα μιας εποχής που «ενώ ψάχνει να ξεφορτωθεί τα υπόλοιπα των αξιών της, από την άλλη μεριά εξακολουθεί να θεωρεί πως υπάρχουν κάποια όρια που δεν πρέπει να ξεπερνιούνται», τα οποία όμως ουδέποτε και ουδείς τα κατονομάζει, είναι ο Γιάννης, ο αδελφός της Μάρθας: δεν έχει συγχωρέσει ακόμη τους νεκρούς γονιούς του για τον ξεριζωμό τους, που υπήρξε και δικός του, λοιδορεί την αδελφή του που προσπαθεί να φέρει τα οστά τους από τη Γερμανία και χρησιμοποιεί τις θεατρικές ανησυχίες του σαν άλλοθι για το βάλτωμά του. Η Μάρθα, ναι, είναι ο πιο γερός χαρακτήρας, με μνήμη και πόνο, αλλά και πάλι υπολείπεται του προσώπου που θα μπορούσε να γίνει αν δεν κρίνονταν επαρκείς οι πινελιές, που, διστακτικές, αφήνουν αγεώργητες κρίσιμες πτυχές του ψυχισμού της. Με τέτοια ανθρώπινη ύλη, ο Νόλλας συνθέτει όχι βεβαίως ένα μονοδιάστατο ερωτικό δράμα αλλά μία ακόμη μαρτυρία εσωτερικής πτώχευσης και κυνισμού, και ίσως γι’ αυτό η ιδεολογικής τάξεως ευαισθησία δεν καρπίζει πάντοτε αισθητικά, μόνο ενδίδει στον καγχασμό, και ακούγεται ιδεολογική ή τυποποιημένη η φωνή του, επειδή φαίνεται να επαναλαμβάνει τα οικεία της μοτίβα. Η λύση που δίνει στο αφήγημά του δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας: μπορεί η ακροτελεύτια παράγραφος να αρχίζει με το «ελπίζω», το βιβλίο όμως, ακολουθώντας ένα εσωτερικό νήμα που το αποτελούν τα παρέμβλητα θραύσματα ποιημάτων, σφραγίζεται με τους στίχους μιας αμετάτρεπτης απελπισίας («με πλαίσιο γύρω του το στεφάνι, φορώντας το ωραίο εκείνο γύψινο ταβάνι»), από το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» του Καρυωτάκη, που θαρρείς ότι υπαγόρευσε τη «φωτεινή μαγική».
Παντελής Μπουκάλας | Η Καθημερινή