Δημήτρης Νόλλας, «Φωτεινή μαγική», Μυθιστόρημα, «Καστανιώτη», σελ. 141
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του καινούργιου αιώνα: μια οικογένεια προοπαθεί να συγκεντρωθεί γύρω από τo γιορτινό τραπέζι. Ο Νίκος και η Μάρθα, το αντρόγυνο, είναι εκεί. Γρήγορα θα καταφτάσουν και ο Γιάννης, ο αδελφός της Μάρθας, με τον Τόνυ, καρδιακό του φίλο, που θα φέρει από κοντά και τη γυναίκα του Λούσυ. Ο Άλκης, ο υιοθετημένος γιος του Νίκου και της Μάρθας, τον οποίο θα περιμένουν όλοι μαζί το υπόλοιπο της βραδιάς, δεν θα έρθει ποτέ: θα χαθεί υπό μάλλον αδιευκρίνιστες συνθήκες ύστερα από μια προσπάθεια να βρει τους φυσικούς γονείς του. Ποια ακριβώς, όμως είναι τα πρόσωπα αυτά του στενού οικογενειακού κύκλου; Ο Νίκος εκφράζει το τυπικό πνεύμα της πάση θυσία οικονομικής και κοινωνικής αναρρίχησης, όπως καθιερώθηκε και εκφράστηκε ποικιλοτρόπως, τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ελλάδα. Η Μάρθα είναι αφιερωμένη στην εσωτερική της ζωή (βλέπει εφιάλτες, πίνει κρυφά και μισεί το σώμα της), προσπαθώντας να αντλήσει δυνάμεις από το υιοθετημένο παιδί της. Ο Γιάννης παλεύει τη δουλειά του με το θέατρο και μαλώνει με τον Νίκο και τη Μάρθα για μια μάλλον μικρού δέματος κληρονομιά. Όσο για τον Άλκη, συγκλονίζεται από την αποκάλυψη σε δεδομένη στιγμή της υιοθεσίας του και έκτοτε δεν κατορθώνει να τα βρει ποτέ με τον εαυτό του. Στο παιχνίδι μπαίνουν, όπως το’ χω κιόλας πει, και τα εξωοικογενειακά πρόσωπα του Τόνυ και της Λούσυ, μαζί με εκείνο της Σβέτας, της φίλης του Άλκη, που παραμένει πάντα το μεγαλύτερο μέρος τη δράσης στο ημίφως ή και καθ’ ολοκληρίαν απούσα. Κι αν ο Τόνυ και η Λούσυ είναι διακριτικές πινελιές, που τονίζουν απλώς έναν ορισμένο ανθρώπινο περίγυρο, η Σβέτα παίρνει τη μορφή της απόλυτης απουσίας και σιωπής, που συνάδει τόσο με το χαρακτήρα του Άλκη όσο και με το περιτριγυρισμένο από την αχλή του ονείρου και της σκοτεινής φαντασίωσης τέλος της ιστορίας του.
Αντιθετικές σχέσεις και περιγραφική διάθεση.
Κάπως έτσι έχουν πάνω κάτω το σκηνικό και η διανομή των πρωταγωνιστικών ρόλων στο καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα, που δίνει στις σχέσεις των ηρώων του πολλαπλή κίνηση και διάταξη, έτσι ώστε να μπορούμε να τις κοιτάζουμε άλλοτε στη δίδυμη συνύπαρξή τους και άλλοτε στην ανοιχτή, μετωπική τους σύγκρουση: ο Γιάννης και η Μάρθα εναντίον του Νίκου, ο Νίκος και η Μάρθα εναντίον του Γιάννη, ο Αλκής εναντίον του Νίκου και της Μάρθας, ο Γιάννης εναντίον του Άλκη, ο Άλκης και ο Νίκος εναντίον του Γιάννη. Και αν δεν μπορέσουμε να βρούμε ποτέ πλήρη συμμετρία σ’ αυτές τις αλληλοσυμπλέξεις, μικρό το κακό! Ό,τι έχει προσδιορίσει τον Νόλλα κατά τη διάρκεια της υπερεικοσιπενταετούς παραγωγής του δεν είναι η συμμετρία, αλλά η φορά και η δύναμη της ελλειπτικής τροχιάς. Και υπό αυτή την έννοια, η «Φωτεινή μαγική» αποτελεί ελαφρό παράδοξο, εφόσον δίπλα στην πάγια στρατηγική του συγγραφέα για ελλειπτικές σχέσεις και αποσπασματικά ή από σκοπού διάχυτα αφηγηματικά σχήματα εμφανίζεται τώρα, για πρώτη, νομίζω, φορά τόσο έντονα στη σταδιοδρομία του, και μια καθαρώς περιγραφική ή εξηγητική διάθεση, που χρωματίζει με έναν αρκετά διαφορετικό τόνο το κλίμα του. Για να καταλάβουμε, ωστόσο, καλύτερα πώς και γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να σκεφτούμε την εσωτερική διάρθρωση της «Φωτεινής μαγικής», που χωρίζεται στην πραγματικότητα σε τρία μέρη: στο ιστορικό της οικογένειας και του κάθε μέλους της ξεχωριστά, σε όσα μαθαίνουμε για την οικογένεια από τις ημερολογιακές εγγραφές του Άλκη και στις εν κήπω εκστατικές περιηγήσεις του ίδιου, όταν αναζητεί τους φυσικούς γονείς του. Όσο μένει ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής στα βιογραφικά και στην ψυχολογία των ηρώων του, σπεύδει να παραθέσει και να βάλει σε μια οργανωμένη χρονική σειρά τα στοιχεία του, αλλά δεν αφήνει σχεδόν κανένα περιθώριο για τη σταδιακή και εκ των πραγμάτων αναγνώρισή τους από όσους παρακολουθούν την εξιστόρησή του. Τι θέλω να πω; Μα, το εξής πολύ απλό: ότι τα πρόσωπα περιγράφονται και απεικονίζονται με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να προκύπτουν από την πλοκή και χωρίς να αναδεικνύονται από τη δράση. Και αυτό συνιστά, όπως και να το κάνουμε, ένα πρώτο πρόβλημα.
Ημερολογιακή αφήγηση.
Η φωνή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή εξαφανίζεται όταν περνάμε στις άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις του Άλκη εδώ ο Νόλλας βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, στην καλύτερη ώρα του: όσα έχουν ειπωθεί εξωτερικά για τους αφηγηματικούς χαρακτήρες και τη ζωή τους στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αποκτούν τώρα ένα είδος άμεσης, σχεδόν σωματικής υπόστασης, που ζωντανεύει ανάγλυφα πρόσωπα και καταστάσεις μέσα από τον άλλοτε σπασμένο, άλλοτε ημι-αφασικό και άλλοτε παλιλλογικό, αλλά σε κάθε περίπτωση ολότελα απροσποίητο και φυσικό λόγο του Άλκη. Η αφήγηση δεν σταθμεύει εν προκειμένω και δεν απομακρύνεται από τη δράση, για να την παρατηρήσει από τη θέση ενός αμέτοχου και με κάπως ετοιμοπαράδοτες ιδέες θεατή: ενοφθαλμίζεται, αντιθέτως, εξ ολοκλήρου στη ροή της και, θα έλεγα, την παράγει πρωτογενώς. Φτάνοντας στο τρίτο μέρος της «Φωτεινής μαγικής», όπου ο Άλκης έρχεται σε επαφή με τους νεκροζώντανους γονείς του σ’ έναν υποβλητικό και συνάμα αποσκελετωμένο Κήπο της Εδέμ, μπορεί κανείς πρόθυμα να μπει στα χρώματα και στις μυρωδιές μιας σαγηνευτικής ατμόσφαιρας θανάτου (κάτι μεταξύ ποιητικού νεοσυμβολισμού και μαγικού ρεαλισμού), αλλά του είναι πολύ δύσκολο (έως αδύνατον) να συνδεθεί με τα δύο προηγούμενα μέρη. Πώς και γιατί ο Άλκης εισβάλλει αιφνιδίως σ’ ένα τέτοιο τοπίο; Τι νόημα έχει η Νέκυιά του σε σχέση με τις υπόλοιπες παραμέτρους της πλοκής; Κι ακόμη, πώς οφείλει να συσχετίσει ο αναγνώστης όσα συμβαίνουν στον ονειρικό κήπο με τους προσκεκλημένους γύρω από το τραπέζι της παραμονής ή με τις ομολογουμένως συναρπαστικές τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου και ο απρόσμενος θάνατος του Άλκη; Ο Νόλλας δεν προσφέρει κανένα κλειδί για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις απορίες κι αυτό είναι ένα δεύτερο και ουσιαστικότερο πρόβλημα. Η «Φωτεινή μαγική» δεν επιτρέπει στα μέρη της να επικοινωνήσουν οργανικά μεταξύ τους και μοιάζει με ένα τρίπτυχο του οποίου τα κομμάτια έχουν προστεθεί το ένα πάνω στο άλλο, χωρίς καμιά περαιτέρω προοπτική και φιλοδοξία. Πιστεύω, πάντως, πως το σοβαρότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην περιγραφικότητα και την υπόγεια ιδεοληψία (ας προσέξουμε τα κοινωνικά στερεότυπα που εκφράζουν ο Νίκος και ο Γιάννης) του πρώτου μέρους: χωρίς αυτές, το βιβλίο θα ανέπνεε σίγουρα άλλον αέρα.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου | Ελευθεροτυπία, ένθετο: «Βιβλιοθήκη»