Δημήτρης Νόλλας: «φωτεινή μαγική». Μυθιστόρημα. 2η έκδοση. ΑΘήνα, Καστανιώτης 2000, 141 σελ.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Δημήτρη Νόλλα και κάνοντας έναν σύντομο, σχηματικό αλλά περιεκτικό απολογισμό, ασφαλώς και δεν θα διαφύγουν της προσοχής μας τα εξής γνωρίσματα: α) Η ανεπιφύλακτη και παθολογική στάση του απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες και –παλιότερα– στους πολιτικούς πρόσφυγες. β) Η, εκ νέου και εντός ελαχίστων σελίδων, ολιγόλογη παράθεση ενός μύθου, ο οποίος ίσως θα άξιζε εκτενέστερη επεξεργασία (το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς άλλους προηγούμενους). γ) Η ολοφάνερη πρόθεση σύνδεσης της σημερινής μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας με το «ξένο», ακόμη και σε επίπεδο ερωτικών σχέσεων (ενώ άλλα γνωρίζουμε). δ) Η πραγματικά εκπληκτική επινόηση, που μυθιστορηματικά καλύπτει ένα πεδίο στο οποίο συνυπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις τεχνικές δόμησης και αφήγησης, μιας ιστορίας εντελώς απλής και ρεαλιστικής. ε) Η αίσθηση μιας ισοπεδωμένης, από κριτήρια σύγχρονα, νεοελληνικής όψης και η επέλαση μιας δεύτερης –από τα ημερολόγια έως το συγκλονιστικό τέλος– όψης, που κυριολεκτικά δίνει νόημα σε μια δημιουργία επιπέδου. Και στ) η γοητευτική έμμονη σε status κοινωνικά ή ταξικά –όσο άβολα κι αν χρησιμοποιείται ή ηχεί αυτή η λέξη–, που παρά τις υποχωρήσεις ή τις οικονομικές προσαρμογές, αποτελούν πρότυπα και ορίζονται ως δικλείδες καλλιέργειας και περιθωρίου.
Γνωρίσματα, που εξεταζόμενα τόσο ειδικά όσο και γενικά, περιεχόμενα στο σύνολο των αντιλήψεων, των σκέψεων και των ιδεών του συγγραφέα, σαφέστατα υποκινούν το ενδιαφέρον στο –κατάχλωμο από συναίσθημα– σύγχρονο πεζογραφικό τοπίο. Ο Νόλλας για μια ακόμη φορά πρωτοτυπεί· κατεβάζει απόψεις· δρομολογεί κριτικές αποτιμήσεις – δεν είναι τυχαίο ότι σύσσωμη η κριτική ασχολήθηκε με το έργο· πυροδοτεί αντεγκλήσεις· εκπορθεί την αδιαφορία· ταράζει τα νερά· αποσκοπεί και πετυχαίνει να δώσει στον κόσμο κάτι το διαφορετικό. Κάτι που ο ίδιος έζησε ως μετανάστης στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και τώρα προσαρμόζει, με προσεγμένες κινήσεις, στη δική μας ψυχοσύνθεση, η οποία, δυστυχώς στο σύνολό της, διάκειται αρνητικά απέναντι στο γεγονός μιας πλήρους αφομοίωσης. Ο Νόλλας, από κει που φέρεται να υποστηρίζει την καθαρότητα, την εθνική ταυτότητα, τις παραδόσεις, ακόμη και την ορθοδοξία ως μέσον υπέρβασης, συμπάσχει με απογοητευμένους, πεινασμένους και φτωχούς μεροκαματιάρηδες, που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον στη χώρα μας· που με τις πράξεις τους εισπράττουν από τη μεγαλύτερη αποδοκιμασία ως τον άκρατο εμπαιγμό· που τέλος, όσοι από μας τους κάνουμε δικούς μας ανθρώπους, δίνουμε τη δυνατότητα στους συγγραφείς να τους συμπεριλαμβάνουν στα πλάνα τους. Ο Νόλλας τολμά να πει πως τους σκέφτεται· πως αγωνιά για τους ίδιους και τα παιδιά τους· για το πώς θα μεγαλώσουν και για το πόσο θα μορφωθούν· σε τι σπίτια μένουν· για το πόσο δύσκολα βγάζουν πρώτα τα αναγκαία. Και σε έναν τόπο όπως ο δικός μας, όπου όσοι χρησιμοποιούν μετανάστες το κάνουν γιατί έχουν κάτι να κερδίσουν και τίποτα περισσότερο, μια χειρονομία όπως αυτή του Νόλλα είναι όχι απλώς μεγαλόθυμη και προσωπική αλλά επιπλέον προοδευτική και με φόντο το αύριο.
Το μυθιστόρημα φωτεινή μαγική, με πρόσχημα ένα πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, χωρίζεται σε τρία, άνισα από πλευράς έκτασης, μέρη. Το πρώτο –και μεγαλύτερο– διαγράφει μια τροχιά ανειλικρινών περιόδων, παθών, προβλημάτων οικογενειακών και άλλων, συναισθημάτων, συγκρούσεων αλλά και τρυφερότατων υπαινιγμών. Η ατμόσφαιρα προδικάζει ρίγη μέσων ανθρώπων· το ύφος, εντελώς ουδέτερο, πιστοποιεί την αδεξιότητα των οραμάτων τους. Ούτε οι γυναίκες αλλά ούτε και οι άντρες αυτής της ενότητας παρουσιάζουν τον παραμικρό οίστρο, που ένας μυθιστορηματικός ήρωας χρειάζεται, προκειμένου να υπάρξει στο διηνεκές. Στο δεύτερο μέρος, όπου περιλαμβάνονται τα άτακτα, ευαίσθητα και εκλεκτά καταφύγια-ημερολόγια του Άλκη –θετού γιου του Νίκου και της Μάρθας, «ανιψιού» του Γιάννη– που διατηρεί ερωτικές σχέσεις με τη Σβέτα, ο συγγραφέας απογειώνεται· καθώς χώνεται ανερυθρίαστα και χωρίς συστολή στο μυαλό ενός εικοσάχρονου, ο οποίος αγαπά και μισεί αλλά παράλληλα έχει και τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας, όντως και πρωταρχικώς ώριμους όσο και η ηλικία του. Και φθάνουμε στο τρίτο μέρος, εκεί όπου ο Άλκης, με μέσον μια αισθητική χρήση μαγικού ρεαλισμού, αναζητά τους αληθινούς του γονείς, με μερική επιτυχία ή ονειροβατώντας. Για να γίνουμε συμμέτοχοι μιας εξόδου σκληρής, ωμής και βίαιης, τέτοιας που μόνο μια τηλεοπτική αναφορά αλλά και μια θεατρική πένα, αρκούντως υπερβολική, μπορούν να μεταδώσουν ή να προβλέψουν. Σ’ αυτές τις στιγμές, που εκτυλίσσονται γρήγορα αλλά διαρκούν μιαν αιωνιότητα, ο Νόλλας, με ριπές θρίλερ, ολοκληρώνει την έμπνευση με θάνατο άδικο, αφύσικο και ορμώμενο από την αρχαία τραγωδία.
Η «φωτεινή μαγική» δεν ξέρω αν είναι το καλύτερο έργο του Δημήτρη Νόλλα, είναι όμως το πιο ιδιόμορφο.
Όχι μόνον για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν, αλλά διότι επί πλέον είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στη γραφή του μια αυτοαναφορική λάμψη –παρά το τριτοπρόσωπο της αφήγησης–, που τον ταυτίζει με τον θεατρικό συγγραφέα.
Έναν άνθρωπο δηλαδή που με το έργο του δίνει φωνή σε ηθοποιούς, ενεργοποιώντας σκηνοθεσία. Έτσι που ο λόγος του φυτρώνει και καρπίζει.
Χρίστος Παπαγεωργίου | Εντευκτήριο, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000