Δημήτρης Νόλλας, «Φωτεινή μαγική», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 141
Στο μέχρι τώρα συγγραφικό έργο του Δημήτρη Νόλλα, συναντάμε, επιμερισμένα σε ένδεκα βιβλία, όλα σχεδόν τα είδη του πεζού λόγου: διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, «ταξιδιωτικές» αφηγήσεις. Το τελευταίο του βιβλίο και τρίτο του μυθιστόρημα, το «φωτεινή μαγική», επιβεβαιώνει τις συγγραφικές αρετές και την ικανότητα μυθοπλαστικής σύλληψης, θέτει όμως ταυτόχρονα και ερωτήματα για τη διαχείρισή τους και τη διοχέτευσή τους στο συγκεκριμένο αυτό αφηγηματικό είδος. Ένα ζευγάρι, η Μάρθα και ο Νίκος, το υιοθετημένο παιδί τους ο Άλκης, στην ηλικία των είκοσι δύο χρόνων, ο αδελφός της Μάρθας Γιάννης, ο παιδικός τους φίλος Τόνυ και μια Ρωσίδα, η Σβέτα, με την οποία είναι ερωτευμένος ο Άλκης, είναι τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ο πραγματικός χρόνος εκτύλιξης της μυθοπλασίας είναι μία μέρα, μια πρωτοχρονιά των τελευταίων χρόνων, λίγο πριν να γυρίσει ο αιώνας, διαστέλλεται όμως αφηγηματικά, ακολουθεί τους ήρωες στις αναπολήσεις και τις αναμνήσεις τους, πηγαινοέρχεται απ’ το παρόν στο παρελθόν και σχηματίζει το ανάλογο βάθος για να διαγραφούν καλύτερα οι χαρακτήρες και οι προσωπικότητες του καθενός. Η Μάρθα, έτοιμη πάντα να προσφέρει, σκέφτεται για όλους και για όλα, για τον γιο της και τον δεσμό του, για τον αδελφό της και τις οικονομικές και κληρονομικές διαφορές τους, για τα οστά ακόμα των νεκρών από χρόνια στη Γερμανία γονέων της και τη μετακομιδή τους. Ο Νίκος, βολεμένος πια, τυπικό δείγμα της «πασοκικής νομενκλατούρας», συμφεροντολόγος, με κάποια, χαμένα, στο παρελθόν, καλλιτεχνικά όνειρα. Ο Γιάννης επιβεβαιώνεται στην ανταγωνιστική του σχέση με τον γαμπρό του Νίκο, επειδή πραγμάτωσε το όνειρο του ηθοποιού και του σκηνοθέτη, αν και είναι βυθισμένος στη μετριότητα και τη μιζέρια της επιβίωσης. Ο Άλκης καλύπτει τον μηδενισμό του και το μετεφηβικό κενό, κενό που επιτείνεται με την ανακάλυψη της υιοθεσίας του, με τον έρωτά του και την αφοσίωσή του στη Σβέτα. Τα πρόσωπα, το ψυχικό και κοινωνικό τους φορτίο, οι διαδρομές στη μέχρι τώρα ζωή τους, οι τρόποι σκέψης και οπτικής του μικρόκοσμού τους, αλλά και του όλου κόσμου, οι γεμάτες ένταση και υπόγεια σύγκρουση μεταξύ τους σχέσεις, συγκροτούν τη μυθοπλασία. Η αφήγηση είναι τυπικά τριτοπρόσωπη, ουσιαστικά όμως προσομοιάζει με κυκλική πολυφωνική, αφού εκφέρεται απ’ τη σκοπιά του κάθε ήρωα, εκθέτει την πορεία του, τις σχέσεις του με τους άλλους και τις προβληματικές του. Το πρόσωπο όμως που διατρέχει τη μυθοπλασία, πυροδοτεί σκέψεις και ανησυχίες, μαγεύει και λειτουργεί ως καταφυγή, είναι η Σβέτα, η Φωτεινή όπως τη μεταφράζει η Μάρθα. Μια γυναίκα απ’ τον καθημαγμένο κόσμο του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», που, απεκδεδυμένη των προσόντων της (σε μια φωτογραφία φαίνεται να εργάζεται ως επιστήμων στη χώρα της), προσπαθεί να επιβιώσει σ’ έναν άξενο κόσμο, σηματοδοτώντας όμως ταυτόχρονα το διαφορετικό, το Άλλο, που εισβάλλει σε μια υποτιθέμενη καθώς πρέπει οικογένεια. Η Σβέτα δεν έχει αυτόνομη παρουσία στη μυθοπλασία, αλλά υπάρχει, κινείται, αγαπά μέσα απ’ τις σκέψεις των άλλων, της Μάρθας κυρίως και μέσα απ’ τα ημερολόγια του Άλκη, που παρεμβάλλονται με τον άτεχνο και βιωματικό τους λόγο στην έντεχνη αφήγηση. Του Άλκη που είναι ο άλλος σημαντικός ήρωας, ο προβληματικός αρνητικός νέος, ο χωρίς ενδιαφέρον για τίποτα, σε επιπλέον κρίση και αγωνία για το πώς και το γιατί της υιοθεσίας του και την ταυτότητα των πραγματικών του γονέων. Η μυθοπλασία οργανώνεται γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, απ’ την προετοιμασία του απ’ τη Μάρθα, ώς τον ερχομό των καλεσμένων τους, του Γιάννη και του Τόνυ, όπου και εκδηλώνονται οι οικογενειακές αναμνήσεις, το παρελθόν του καθενός, εκδηλώνονται οι αντιθέσεις, σε αναμονή πάντα του Άλκη, που όμως δεν θα έλθει ποτέ. Στη δεύτερη συνάντησή του με έναν άλλο ξένο, έναν «μακρυκάνη» στα όρια της παραφροσύνης για τη Σβέτα κι αυτός, σταματά με το σώμα του το μαχαίρι που κατευθύνεται στη Σβέτα. Ο Νόλλας αναπτύσσει την αφήγησή του με ελλειπτικό τρόπο, δημιουργεί έντονες και φορτισμένες σκηνές, χρησιμοποιεί πληθώρα τεχνικών, ακόμα και «μεταμοντέρνων», όπως το εύρημα του θεατρικού συγγραφέα (ενδεχομένως ένα προσωπείο του ίδιου του Νόλλα), που παρεισφρύει στο μυθιστόρημα, συναντά και συνδιαλέγεται με τους ήρωές του, τους οποίους, καθώς και τα όσα υφίστανται ή πράττουν, αναπλάθει στο έργο που υποτίθεται ότι γράφει. (Όπως ακόμα κάπου και το παιχνίδι της αυτοαναφοράς στο ίδιο το μυθιστόρημα και στον αριθμό των 141 σελίδων του). Διακόπτει την τριτοπρόσωπη αφήγηση με την παρεμβολή των ημερολογίων του Άλκη, όπως και τη ρεαλιστική μυθοπλαστική εξέλιξη με την ονειρική παρέκβαση της «καθόδου στον Άδη» του Άλκη, όπου συνομιλεί με τη νεκρή πραγματική του μητέρα και προαναγγέλλεται ο θάνατός του. Το μυθιστόρημα όμως μένει ανολοκλήρωτο, η σύνθεσή του μετέωρη. Η μυθοπλασία του τελικά είναι μια παράθεση προσώπων και ασύνδετων συμπεριφορών και κινήσεων. Οι ήρωες, οι επιδιώξεις και οι χαρακτήρες τους διαγράφονται, χωρίς καν να συμμετάσχουν στην ανέλιξη της μυθοπλασίας, χωρίς να δοκιμαστούν, να συγκρουστούν, να μετασχηματιστούν σ’ αυτήν. Εκτός απ’ τη Σβέτα και τον παράφορο διεκδικητή της, θυμίζουν, πολλές φορές, στερεοτυπικές πλέον φιγούρες και καταστάσεις της σύγχρονης πεζογραφίας μας, όπως οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, οι κληρονομικές διαφορές, η μέσω της πολιτικής αναρρίχηση, ο αρνητής των πάντων νέος. Ίσως η άνιση διαπραγμάτευση της μυθοπλαστικής σύλληψής του να οφείλεται στη «διηγηματική του παράδοση», δείγματα της οποίας κοσμούν το τοπίο της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Κώστας Καρακώτιας | Η Κυριακάτικη Αυγή