Αν ρωτούσε κανείς τι κομίζει το βιβλίο ή, αλλιώς, ποιος είναι ο προβληματισμός του, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, ανάμεσα σε άλλα, θίγει τρία-τέσσερα καυτά ζητήματα. Το ένα αφορά την πληγή της μετανάστευσης –γνωστή εμμονή του πεζογράφου, και από άλλα βιβλία του–, της μετανάστευσης Ελλήνων σε άλλες χώρες, και ειδικότερα στη Γερμανία, και της μετανάστευσης ξένων στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Και είναι αλήθεια πως ο τόπος μας ζει σήμερα τις συνέπειες αυτής της διπλής μετανάστευσης. Μια κατάσταση που δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο τον τρόπο της ζωής μας. Ο συγγραφέας δεν κάνει βέβαια κοινωνιολογία. Απλώς το πρόβλημα περνάει πλάγια μέσα στην αφηγηματική δράση, σαν μέρος της πραγματικότητας. Ένα άλλο πάλι καυτό θέμα που διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου είναι αυτό της σύγχρονης ατεκνίας πολλών ζευγαριών και της υιοθεσίας ξένων παιδιών. Παιδιών τα οποία οι γονείς τους δεν μπορούν να τα μεγαλώσουν ή τα εμπορεύονται. Οι ψυχολογικές περιπλοκές που δημιουργούνται έτσι, τόσο στους θετούς γονείς όσο, και κυρίως, στα παιδιά, δεν είναι πρόβλημα αμελητέο, θίγει ακόμα την πληγή που αποτελούν στον τόπο μας άνθρωποι σαν τον Νίκο. Τα χωρίς προσόντα άτομα που κερδίζουν χρήματα –κάποτε και δόξα– χάρη στον δικό τους καιροσκοπισμό και τον αντίστοιχο της πολιτείας. Μια τόσο γνωστή κατάσταση αναξιοκρατίας καί ηθικής ένδειας. Θίγει τέλος το «ψώνιο» της καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Ψώνιο» με την έννοια πρώτα της προσήλωσης σε ένα στόχο που το ψυχικό του αντίκρισμα δεν γίνεται κατανοητό από τους άλλους. Και έπειτα με την έννοια του υλικά, δηλαδή οικονομικά, ατελέσφορου. Κατά τρόπο που να αντιμετωπίζει αντίστοιχες πιέσεις από τον συγγενικό και ευρύτερο κύκλο του. Γενικότερα, δηλαδή, το αφήγημα του Νόλλα δεν κάνει άλλο από το να μας παρουσιάζει μια φέτα σύγχρονης νεοελληνικής πραγματικότητας, από ένα κοινωνικό στρώμα που, σύμφωνα με την πολιτική ορολογία του συρμού, θα το τοποθετούσε κανείς στη μικρομεσαία αστική τάξη.
Μια φέτα πραγματικότητας. Δεν ξέρω κατά πόσον μια τέτοια φέτα στη φυσική της μορφή χαρακτηρίζεται οπωσδήποτε από αληθοφάνεια και συνέπεια — η ίδια η πραγματικότητα είναι συχνά πολύ παράξενη. Είναι γνωστό ωστόσο ότι αυτά τα γνωρίσματα, αληθοφάνεια και συνέπεια, θεωρούνται απαραίτητα σε ένα λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο. Γιατί ενώ η πραγματικότητα, όσο παράξενη και να ’ναι, είναι αυτόχρημα πειστική ως φυσικό γεγονός, το λογοτεχνικό έργο ως έκφραση πλασματικών δεδομένων θα πρέπει να είναι πειστικό με τα δικά του μέσα. Με τον τρόπο παναπεί που οργανώνει και παρουσιάζει τον αφηγηματικό του κόσμο. Από την άποψη αυτή, το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιάζει ορισμένες συζητήσιμες πλευρές.
α) Η επιμονή της Μάρθας να νοικιαστεί σαν μαγαζί η κληρονομιά στου Ψυρρή, ώστε να πέφτουν στο μεράδι της περισσότερα χρήματα, αναγκαία για τις μελλοντικές σπουδές του Άλκη, δεν είναι πολύ πειστική. Τα δυο αδέρφια έχουν, από κληρονομιά πάλι, ένα διώροφο στου Ρουφ. Το ισόγειο ανήκει στον Γιάννη, που κατοικεί σε αυτό, και το ανώγειο στη Μάρθα, που το νοικιάζει. Η Μάρθα και ο Νίκος μένουν στο Παγκράτι όπου έχουν διαμέρισμα δικό τους. Ο Νίκος έχει και κάποια άλλη αγροτική περιουσία. Ο μισθός του Νίκου είναι καλός, ενώ με τοκισμούς και τέτοια βγάζει επιπλέον χρήματα που τα κρατάει μυστικά σε δεύτερο τραπεζικό λογαριασμό. Και αυτό η Μάρθα το έχει ήδη μυριστεί. Το ζευγάρι δεν έχει άλλο παιδί και συνεπώς όλα ανήκουν στον Άλκη. Επιπλέον ο Γιάννης πληρώνει στη Μάρθα ένα ποσό ως ενοικιαστής της μισής κληρονομιάς της. Η αρνητική στάση του Νίκου απέναντι στον Γιάννη είναι κατανοητή. Ο Γιάννης, από ορισμένη σκοπιά, αποτελεί τεκμήριο της καλλιτεχνικής αποτυχίας (και γενικότερα της έλλειψης προσωπικής αξίας) του Νίκου. Κάτι που ο Νίκος το νιώθει κι ο Γιάννης δεν το κρύβει. Η Μάρθα όμως, που κάθε άλλο παρά μίζερος χαρακτήρας είναι, δεν μπορεί να μην καταλαβαίνει τι καταστροφή θα ήταν για τον Γιάννη αν έκλεινε το θέατρό του για να έχει η ίδια απλώς μεγαλύτερο εισόδημα. Πολύ περισσότερο που ο Άλκης δεν φαίνεται διατεθειμένος να σπουδάσει. Έτσι όπως είναι δοσμένος ο χαρακτήρας της Μάρθας μέσα στο βιβλίο, θα περίμενε κανείς άλλη συμπεριφορά πάνω σε αυτό το θέμα — όχι να αντιστρατεύεται το μεράκι του αδερφού της. Αν η Μάρθα ήταν παραδόπιστη σαν τον άντρα της, αν ήθελε να κάνει δικό της κομπόδεμα χωρίς να το ομολογεί στους άλλους, αν είχε προηγούμενα με τον αδερφό της, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
β) Ο θεατρικός συγγραφέας που εμφανίζεται ξαφνικά στις σελίδες 46-50 και στο τέλος του βιβλίου δεν δένεται με την αφηγηματική δράση ως απαραίτητος κρίκος της. Θα μπορούσε να λείπει ολωσδιόλου χωρίς να μένει κανένα σοβαρό κενό. Η περίπτωσή του μου θυμίζει, αν και δεν είναι ακριβώς ίδια, τον εμβόλιμο «συγγραφέα» στο «Διπλό βιβλίο» του Χατζή. Κι εκεί, στο «Διπλό βιβλίο», η παρουσία αυτού του συγγραφέα είναι τεχνητή και γι’ αυτό πολύ λίγο πειστική. Τόσο και περισσότερο, η παρεμβολή του θεατρικού συγγραφέα στην αφηγηματική εξέλιξη του «Φωτεινή μαγική» παραμένει αδικαίωτη σε μεγάλο βαθμό, αν όχι ολοκληρωτικά. Ανάλογα τεχνητά είναι και τα δυο μικρά κομμάτια αυτοαναφορικότητας που συναντούμε στις σελίδες 85 και 94. Αντίθετα, δένονται με το κειμενικό περιβάλλον τους και συνεργάζονται αρμονικά μαζί του οι φράσεις του Καβάφη, του Ουράνη, του Σολωμού και άλλων, τις οποίες ο Νόλλας χρησιμοποιεί ευκαιριακά.
γ) Η αναζήτηση των γονιών του από τον Άλκη, αν υποθέσουμε ότι έτσι αντιδρά ένα υιοθετημένο παιδί, με τη μορφή που εκδηλώνεται, είναι επίσης συζητήσιμη. Ο Άλκης κατευθύνεται, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του, προς τη δυτική Πελοπόννησο. Προχωρώντας όλο και πιο νότια καταλήγει μια νύχτα σε μια πολυστοιχία θερμοκηπίων, όπου «μεθυσμένος» από τα αρώματα των λουλουδιών φτάνει σε ένα είδος ημιονειρικής κατάστασης. Εκεί συναντάει τον Υάκινθο, πρόσωπο αινιγματικό, που τον ξεναγεί στο λαβύρινθο των θερμοκηπίων, περνώντας συχνά μέσα από υπόγειες στοές. Το όλο κλίμα θυμίζει νέκυια, καθώς παρουσιάζεται στον Άλκη το φασματικό πρόσωπο της μάνας του, που διεκτραγωδεί τη μοίρα της οικογένειάς της – όχι πολύ καθαρά, αλλά όχι και χωρίς σημάδια αναγνωρίσιμα. Τέλος πάντων, πρόκειται για ένα αφηγηματικό μέρος που είναι συζητήσιμο από την πλευρά της αισθητικής του ιδιαιτερότητας. Θέλω να πω ότι αυτό το μέρος μοιάζει αιρετικό μέσα στο άλλο κείμενο, κατά τρόπο που θα έλεγε κανείς ότι δύσκολα δένεται οργανικά μαζί του.
Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ επίσης στην περίπτωση του περίεργου «μακρυκάνη». Πρόκειται για έναν ξένο που αναζητάει με άγριους σκοπούς τη Σβέτα. Πηγαίνει μια μέρα στο δωμάτιό της, βρίσκει τον Άλκη με την κορούλα της, δεν ξέρει ελληνικά, δεν είναι συνεννοήσιμος, πέφτει πάνω στον Άλκη και τον κάνει τ’ αλατιού. Ο ίδιος «μακρυκάνης», στο τέλος του βιβλίου, εντοπίζει τη Σβέτα στην Κηφισιά, βαδίζει οπλισμένος με μαχαίρι εναντίον της κι ο Άλκης, που είναι κοντά εκεί, μπαίνει ανάμεσά τους και δέχεται θανάσιμο χτύπημα. Δεν ξέρω κατά πόσον υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην καθημερινότητα της Αθήνας και σε αυτή την περίπτωση. Ανεξάρτητα πάντως από το αν υπάρχει ή όχι, το ζήτημα είναι πως αυτός ο «μακρυκάνης» πέφτει σαν αλεξιπτωτιστής μέσα στο κείμενο χωρίς αποχρώντα λόγο. Η λύση του τέλους θα μπορούσε να είναι πολύ πιο απλή: ο Άλκης, ας πούμε, προτιμάει, αντί να πάει στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι που τον περιμένουν, να γυρίζει τη νύχτα στους δρόμους της Αθήνας ή κάτι άλλο σχετικό.
δ) Κατά τη γνώμη μου, οι καλύτερες στιγμές του πεζογράφου είναι εκείνες όπου παρουσιάζει τα γεγονότα ασχολίαστα, όπως π.χ. συμβαίνει στην αρχή ως τη σελίδα 45 ή στο ημερολόγιο του Άλκη και αλλού. Αντίθετα, όταν ο παντογνώστης αφηγητής εξηγεί τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, χωρίς να αφήνει να φαίνονται απευθείας οι πράξεις, τα αισθήματα και οι σκέψεις τους, το κείμενο αδυνατίζει και δίνει την εντύπωση του εγκεφαλικού.
Καταλήγοντας εδώ θα ήταν εύλογο να αναρωτηθεί κανείς τι μένει από το συζητούμενο βιβλίο μετά από τόσο σκεπτικισμό. Μένει βέβαια η γνήσια πρόθεση του πεζογράφου να γράψει ένα λογοτεχνικό πεζό σύγχρονου κοινωνικού προβληματισμού. Πρόκειται για τη βασική συνθήκη, χωρίς την οποία δεν αξίζει να γίνεται λόγος για ένα γραφτό. Σήμερα γράφονται αράδα αφηγήσεις χωρίς λογοτεχνικούς στόχους – βιβλία άχερο. Το μυθιστόρημα του Νόλλα μπορείς να το κρίνεις, θετικά ή όχι, αφού το τοποθετήσεις όμως πρώτα σε ορισμένο επίπεδο. Αφού το θεωρήσεις δηλαδή έργο σοβαρής προσπάθειας. Από το άλλο μέρος, και με την αυστηρότερη κριτική στάση απέναντί του, θα ήταν δύσκολο να μην του αναγνωριστεί, πέρα από τον σύγχρονο προβληματισμό του, το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος του κειμένου κερδίζει ανεπιφύλακτα τον αναγνώστη.
Σε προηγούμενο τεύχος της Νέας Εστίας (τχ. 1728, Νοέμβριος 2000, σ. 751-757) έχει δημοσιευτεί για το ίδιο μυθιστόρημα και κριτική του Μάνου Δουκάκη. (Ν.Ε.)
Γιώργος Αράγης | Νέα Εστία