Δημήτρης Νόλλας, «Φωτεινή μαγική «(μυθιστόρημα), Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 141
Πρόκειται για το τρίτο από τα εκτενέστερα πεζογραφήματα του Νόλλα. Ενδέκατο από τα μέχρι τώρα εκδομένα βιβλία του. Όλα πεζά, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά.
Σε αυτό το τελευταίο, παρόν της αφήγησης –αρχή και τέλος του κειμένου– είναι μια Πρωτοχρονιά, λίγο πριν από το 2000. Ένα παρόν ωστόσο που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν, με συνέπεια να έχουμε ένα συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στους δύο χρόνους. Γνωστή τακτική του συγγραφέα και από τα προηγούμενα γραφτά του. Να δούμε συνοπτικά πρώτα το παρόν –την κορυφή του παγόβουνου– και μετά το παρελθόν – το ύφαλο μέρος του.
Γύρω από ένα βραδινό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπου κόβεται η βασιλόπιτα και πρόκειται να ακολουθήσει φαγοπότι, βρίσκονται ορισμένα πρόσωπα. Είναι η οικοδέσποινα Μάρθα με τον άντρα της Νίκο, ο αδερφός της Μάρθας Γιάννης κι ένα φιλικό ζευγάρι, ο Τόνυ με τη Λούσυ. Λείπει ο Άλκης, ο θετός γιος της Μάρθας και του Νίκου, που τον περιμένουν να φανεί από στιγμή σε στιγμή. Η Μάρθα με τον Νίκο είναι παντρεμένοι εδώ και αρκετά χρόνια. Η Μάρθα ασχολείται με το σπίτι τους στο Παγκράτι και ο Νίκος, πρώην εφοριακός, εργάζεται τώρα σε κρατική εταιρεία. Ζευγάρι χωρίς οικονομικά προβλήματα για το επίπεδό του. Η γυναίκα, γενικά ανεκτική και καλής καρδίας. Ο άντρας, τύπος αναρριχώμενου, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, και παραδόπιστος. Ο Γιάννης είναι άνθρωπος του θεάτρου. Σπούδασε σε δραματική σχολή και αγωνίζεται να διατηρήσει, ως θιασάρχης, ένα περιθωριακό θέατρο στου Ψυρρή. Εκεί είχε ο παππούς του μια ταβέρνα, την οποία διαμόρφωσε όπως όπως σε θεατρική σκηνή. Γι’ αυτή την κληρονομιά έχει συνεχώς την γκρίνια της Μάρθας, που ζητάει, ως συγκληρονόμος, να νοικιαστεί για να βγάζει περισσότερα και να πέφτουν έτσι πιο πολλά, απ’ όσα της δίνει τώρα ο Γιάννης σαν μισό ενοίκιο, στο μεράδι της. Αυτή τη διαφορά μεταξύ των αδερφιών τη συμπάει συνεχώς κι ο Νίκος. Ο Τόνυ είναι παιδικός φίλος του Γιάννη, νιόπαντρος σχετικά με τη Λούσυ. Το ζευγάρι αυτό δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο στο έργο και δεν χρειάζεται άλλες συστάσεις. Ο εικοσάρης Άλκης, ο υιοθετημένος γιος της Μάρθας και του Νίκου, είναι ερωτευμένος με μια τριαντάρα (δέκα χρόνια μεγαλύτερή του) μετανάστιδα Ρωσίδα, τη Σβέτα (Φωτεινή), που ήρθε στην Αθήνα, μαζί με την πολύ μικρή κόρη της, για καλύτερες μέρες. Παιδί δύσκολο και με ψυχολογικά προβλήματα. Υπάρχει ακόμα στο έργο ένας θεατρικός συγγραφέας, μάλλον φασματικό πρόσωπο, καθώς και κάνα-δυο άλλες υπάρξεις εξίσου και περισσότερο φασματικές.
Από την πλευρά του παρελθόντος τώρα, ενδιαφέρουν η Μάρθα, ο Γιάννης, ο Νίκος και ο Άλκης. Τα αδέρφια, η Μάρθα και ιδίως ο μικρότερος Γιάννης, έζησαν σχεδόν σαν ορφανά: οι γονείς τους έφυγαν να εργαστούν στη Γερμανία κι εκεί σκοτώθηκαν αργότερα σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Είχαν κληρονομιά, εκτός από την ταβέρνα του πάππου στου Ψυρρή, ένα διώροφο στου Ρουφ, όπου έμενε η οικογένεια. Ο Γιάννης πήγε στους γονείς του ένα φεγγάρι, αλλά δεν προσαρμόστηκε στο γερμανικό σχολείο και επέστρεψε πάλι κοντά στη μεγαλύτερη αδερφή του (ζούσαν ακόμη ο παππούς και η γιαγιά τους), που τον μεγάλωσε σαν μάνα. Φοίτησε σε δραματική σχολή και άνοιξε δικό του θέατρο, το οποίο με πολλές δυσκολίες το διατηρεί. Η Μάρθα πήρε νωρίς την ευθύνη του εαυτού της. Έκανε κάποια μικροεπαγγέλματα μέχρι να συναντήσει τον Νίκο και να παντρευτεί. Στο μεταξύ είχε κάποιες άλλες σχέσεις, με συνέπεια να οδηγηθεί σε εκτρώσεις που στάθηκαν αιτία να μην μπορεί να τεκνοποιήσει πια. Γι’ αυτόν το λόγο ζήτησε από τον άντρα της να υιοθετήσουν ένα ξένο παιδί και για τον ίδιο λόγο είναι ελαφρώς αλκοολική. Ο Νίκος, αγνώστου παιδικού παρελθόντος, «διορισμένος στο δημόσιο ενώ σπούδαζε ακόμη, υπήρξε η ενσάρκωση του νεοελληνικού ονείρου των δύο τελευταίων αιώνων». Σπούδασε (χωρίς να πάρει πτυχίο) στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή, διορίστηκε με πολιτικό μέσο στην εφορία Αθηνών, στράφηκε μετά προς τη δικτατορία, και αργότερα προς το ΠΑΣΟΚ, καταφέρνοντας να διοριστεί από το τελευταίο σε μια κρατική εταιρεία. Όταν ο Γιάννης φοιτούσε στη σχολή θεάτρου, ο Νίκος δίδασκε εκεί «κάτι στοιχεία κοινωνιολογίας», «ενώ αλλοιθώριζε διαρκώς προς τη σκηνοθεσία». Τελικά δεν τα κατέφερε με τη σκηνοθεσία, αλλά μέσω του Γιάννη γνώρισε τη Μάρθα, την οποία και παντρεύτηκε. Ο Άλκης έμαθε τα τελευταία χρόνια (είναι ήδη είκοσι χρονών) πως ήταν υιοθετημένος κι αυτό τον έκανε να αισθανθεί μετέωρος ψυχολογικά. Αναζήτησε τους φυσικούς γονείς του, κάνοντας, μεταξύ άλλων, ένα ταξίδι ώς την Καλαμάτα, που κατέληξε σε ένα είδος νέκυιας, χωρίς όμως να επικοινωνήσει με φυσικό τρόπο με τους γονείς του. Μάλλον απροσάρμοστος, βρήκε κοντά στη Σβέτα αρκετά την ψυχική του ισορροπία…
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το υλικό. Όπως παρατηρεί κανείς, αυτά τα βασικά πρόσωπα έχουν πίσω τους ορισμένη τραυματική εμπειρία ή αποτυχία. Ο Γιάννης την έλλειψη των γονιών του, η Μάρθα την ατεκνία της, ο Νίκος τη σκηνοθετική αποτυχία του, ο Άλκης την υιοθεσία του…
Η αφήγηση μας δίνεται από εξωκειμενικό, παντογνώστη αφηγητή, σε τρίτο γραμματικό πρόσωπο — το ημερολόγιο του Άλκη είναι σε πρώτο πρόσωπο, αλλά κι αυτό παραπέμπει στον παντογνώστη αφηγητή. Παρ’ όλο το τρίτο πρόσωπο, η εστίαση είναι εσωτερική, με συνέπεια νά παρακολουθούμε τα άτομα κυρίως από τη μεριά της εσωτερικής τους ζωής, όπως θα συνέβαινε περίπου αν μιλούσαν απευθείας σε πρώτο πρόσωπο. Η οργάνωση του αφηγηματικού λόγου βασίζεται στη χρονολογική εξέλιξη των γεγονότων, η οποία με ενδιάμεσους συνειρμούς μεταφέρεται συνεχώς από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα. Πρόκειται δηλαδή για μεικτή τεχνική, εξαιρετικά αποδοτική, την οποία ο Νόλλας, όπως και άλλοι πεζογράφοι μας, χρησιμοποιεί με αριστοτεχνικό τρόπο. Από το άλλο μέρος, έχουμε να κάνουμε με έναν αφηγηματικό λόγο ελλειπτικό, που δεν χάνεται σε λεπτομέρειες ή σε τρόπους που αποβλέπουν σε ένα φλύαρο εκτενές κείμενο, καθώς συνηθίζεται από πολλούς ατάλαντους γραφομανείς τον τελευταίο καιρό. Εδώ ο πεζογράφος επιμένει μόνο σε ό,τι υπηρετεί ουσιαστικά την αφηγηματική δράση ή το εκάστοτε πρόβλημα που θέλει να παρουσιάσει. Μολαταύτα έχω την εντύπωση πως αυτή η ελλειπτικότητα ταιριάζει περισσότερο στη διηγηματική μορφή παρά στη μυθιστορηματική – αν και κανόνες δεν υπάρχουν και τα πάντα ανήκουν στην προαίρεση του κάθε πεζογράφου. Αναφορικά τώρα με το λόγο καθαυτόν παρατηρώ ότι παρουσιάζει δύο επίπεδα. Η διαφορά μεταξύ τους είναι σχεδόν ανεπαίσθητη, αλλά αξίζει να προσεχτεί. Στις σελίδες π.χ. 7-45 ο λόγος είναι κατεξοχήν εμπράγματος. Θέλω να πω ότι εκφράζει γεγονότα χωρίς να επιμένει ιδιαίτερα στην αιτιολόγησή τους. Σε αυτές τις σελίδες, κρίνοντας από το συνολικό μέχρι σήμερα έργο του πεζογράφου, ακούγεται νομίζω ευκρινέστερα η συγγραφική φωνή του Νόλλα. Η φωνή μιας συγγραφικής κράσης που έχει κάτι το ζορμπαδικό ή περίπου. Σε άλλα μέρη του βιβλίου, όπου η δράση περισσότερο εξηγείται παρά πραγματώνεται, ο λόγος κάπως λογιοφέρνει, θυμίζει δημοσιογραφικά γραφτά, είναι αρκετά απρόσωπος και άκαμπτος. Εδώ με κάποια δυσκολία θα αναγνώριζε κανείς την πεζογραφική πένα του Νόλλα. Για να φάνει η εσωτερική εστίαση και αυτό που είπα «εμπράγματο λόγο» παραθέτω ένα μικρό δείγμα: Δεν είχε περάσει μήνας απ’ όταν είχε επιστρέψει από τη Γερμανία και γεμάτος χαρά είχε ξαναβρεθεί με τη Μάρθα, τον Τόνυ, τον παππού και τη γιαγιά, όλα αυτά τα οικεία πρόσωπα που κάνουν έναν άνθρωπο να θωρακίζεται απέναντι στον πανικό και να διώχνει τα σκοτάδια απ’ την ψυχή του. Αυτό το αίσθημα ασφάλειας και ευτυχίας που ένιωθε ανάμεσά τους συγκρουόταν με το άλλο, μια αίσθηση απουσίας που, όποτε αναδυόταν, κι αυτό γινόταν αρκετά συχνά εκείνα τα χρόνια, όταν αναδυόταν, τού ’σφιγγε την ψυχή κάνοντάς τον να παραλύει και να σφίγγει τα δόντια του, γιατί έντρομος το ’νιωθε να τον καθηλώνει Δεν καταλάβαινε, κι ούτε αργότερα ήθελε να καταλάβει, για ποιον λόγο οι γονείς του είχαν φύγει τόσο μακρυά. Ιδίως δεν καταλάβαινε όταν κάποιος, προσπαθώντας να του απαλύνει τον τρόμο από την έλλειψη της μάνας, του έλεγε πως ήταν για το καλό του, τη στιγμή που εκείνος το βίωνε σαν να είχε γίνει μόνο για το κακό του κάτι τέτοιο. Αυτό που μπορούσε να καταλάβει, κι εκείνη την εποχή το είχε νιώσει σαν μια ανάγκη σωματική, μιαν ανάγκη του δέρματός του, ήταν πως όσο πιο πολύ του έλειπε η μάνα, τόσο πιο πολύ επιζητούσε να στριμώχνεται και να παραδίνεται στην αγκαλιά της αδερφής του (σ. 52).
Γιώργος Αράγης | Νέα Εστία