Δημήτρης Νόλλας, «Φωτεινή μαγική», Αθηνά, Καστανιώτης, 2000. Σελ. 141
Αν κουλτούρα είναι ό,τι τελικά μένει, αφού όλα έχουν ξεχαστεί, η χημεία της καθημερινής δραστηριότητας κάνει τα πρωτογενή υλικά να χάνουν τις αρχικές τους ιδιότητες. Στη ζωή, άτυπα, αντιμετωπίζουμε ένα μάγμα σημασιών, που πλανάται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ενώ εμείς, αλλά και αυτό, μοιάζουμε να μη θέλουμε να συναντηθούμε. Η ώρα της αλήθειας φαίνεται να είναι η στιγμή που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις προθέσεις μας. Και η Μάρθα, το κεντρικό πρόσωπο στη «Φωτεινή Μαγική» του Δημήτρη Νόλλα, απ’ την αρχή του μυθιστορήματος «έχει να κάνει με κάποιον», υπονοώντας αυτό που φοβόμαστε, αυτό που υποψιαζόμαστε με την άκρη του ματιού, τις σκιές που μας συντροφεύουν, τον απροσδιόριστο αντίλαλο σκέψεων που δειλιάζουν να φτάσουν στα χείλη.
Σ’ όλα, σχεδόν, τα πεζά του Νόλλα, η δράση των ηρώων εκτυλίσσεται στις πτυχές του αυτονόητου και του «φυσιολογικού», ενισχύοντας τη χαλκευμένη εντύπωση της πραγματικότητας. Γιατί ο Νόλλας, ενώ κοροϊδεύει όσους «γνωρίζουν» την Πραγματικότητα, ειρωνεύεται ταυτόχρονα τα ιδεολογήματα, αυτό το αναγκαίο κομποσκοίνι, με το μύθο των οποίων συμφιλιώνεται η λογική και το παράλογο. Αν, λοιπόν, η λογοτεχνία προσφέρει ανεκτίμητες ακόμα υπηρεσίες, είναι και γι’ αυτό: διεισδύει εκεί όπου αναπτύσσεται η φανταστική σχέση με τις πραγματικές συνθήκες· και αυτή η «έξω απ’ την πραγματικότητα» ήττα αποτελεί μια γοητευτική κατασκευή. Αφού, λοιπόν, οι μύθοι, όπως και η λογική, δεν πάνε ποτέ γυμνοί, ο συγγραφέας Νόλλας γίνεται ένας ενδυματοκριτικός που παρακολουθεί αυτές τις διαπλοκές. Γι’ αυτό και η θολή και σκοτεινή αφαιρετική ματιά του συγγραφέα, σαν του ζωγράφου που μισοκλείνει τα βλέφαρα για να πιάσει τις χοντρές τονικότητες της φωτοσκίασης, μας ρίχνει σε πολύ αναπαυτικές στάσεις, για να μας προκαλέσει απροσδιόριστη ανησυχία. Απ’ τις πρώτες αράδες της Μάρθας, κρυφός πρωταγωνιστής γίνεται η διαλυτική, φρικιαστικά απούσα δράση, ένα γιγαντιαίο υπονοούμενο που απειλεί σκελετωμένους ήρωες. Χαρακτήρες ερειπωμένοι, που έχουν μεταλάβει την πικρία της ζωής, που δεν μπορούν να πάρουν αποστάσεις από τις αποφάσεις τους· ένα σόι παρεκκλινόντων και απόλυτα φυσιολογικών ανθρώπων δρουν στη «Φωτεινή Μαγική», έχοντας χάσει οποιαδήποτε εσωτερική σημασία. Αυτοί οι ήρωες που μόνο με την επετειακή τους ιδιότητα μπορούν να ομαδοποιηθούν, υποκρίνονται ότι ζουν έναν εφιάλτη, ενώ η γραφή του συγγραφέα, σαν τρόπος φωτοσκίασης, υπαινίσσεται πως ο εφιάλτης είναι ένας τρόπος να ξυπνάς μέσα στον ύπνο.
Ο Νίκος και η Μάρθα έχουν υιοθετήσει τον Άλκη, που στα 23 του χρόνια δεν ξέρει πού να κατευθύνει την αγωνία και τη δυσαρέσκειά του. Η Μάρθα υπερβαίνει συνεχώς τον εαυτό της και το ρόλο της: είναι μία στείρα μάνα, που προσπαθεί να φιλιώσει τον Άλκη, τον Νίκο και τον αδελφό της Γιάννη, που βρίσκονται σε τυφλή διαμάχη. Κι εδώ τα βασικά ένστικτα αλλά και η ζήλια, ο ανταγωνισμός, η ματαίωση, η άγνοια της αιτίας, παίζουν… Η Μάρθα «συνήθιζε να γκρινιάζει… όταν τύχαινε να ξυπνήσει από εφιάλτη βαρύ κι απ’ τον οποίο μόνο τον τρόμο συγκρατούσε». «Πόσο απειλητικό μπορεί να είναι κάτι που σε πλησιάζει και δεν μπορείς να το αναγνωρίσεις;» ή όταν «η απειλή του θεριεύει όταν δεν μπορείς να ανακαλέσεις ούτε και ένα σημάδι του, κάποιο χαρακτηριστικό». Αυτό το «αέριο βαριάς νάρκωσης», που νιώθει η Μάρθα, είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που βλέπει(;) να της αλλάζουν το σκηνικό πριν αρθρώσει τα λόγια της. Το γνωστό και το άγνωστο διαλύονται πάνω σ’ ένα λευκό σεντόνι. Η Μάρθα, λοιπόν, αποϊδρυματοποιεί ένα ορφανό, σ’ έναν κόσμο όπου όλα τα παιδιά, τα καλοζωισμένα, μεγαλώνουν ιδρυματοποιημένα. Με φροντίδα δηλαδή, αλλά χωρίς συναίσθημα.
Ο Νίκος, ο άντρας της, καμουφλαρισμένος αυταρχικός, που τα βράδια μιλούσε για Φρομ και το πρωί έδινε το παρών στην Εφορία, είναι αποτυχημένος θεατρικός δάσκαλος, γνώστης των κολπέτων της εποχής και βρίσκεται σε ρήξη με τον Άλκη, τον ανεπρόκοπο, και τον αδελφό της Μάρθας, τον Γιάννη, τον «αρχιτίποτα».
Υπάρχουν πολλά στον κόσμο αυτό, που δεν μας βλέπουν. Όσο και να κοιτάζουμε το πίσω και το πέρα από μας, αυτό αδιαφορεί. Κι είναι ασήκωτο. Το τέχνασμα ότι η Ιστορία δεν υπάρχει, είναι απάντηση στην τρομερή αδιαφορία της Ιστορίας. Το «φυσικό» και τεχνητό περιβάλλον μάς εκδικείται. Η αποπραγμοποίηση κατακλύζει τα πάντα, γι’ αυτό κι η οικοσκευή μπορεί να απειλήσει αστραπιαία την ύπαρξή μας. Μόνη παρηγοριά η Αφήγηση, αυτή η στείρα μάνα, που επιθυμεί να αποϊδρυματοποιήσει τα δρώμενα, ερευνώντας τη Δράση, ακολουθώντας την Πλοκή, αφήνοντας, όπως στη γραφή του Νόλλα, τα πρόσωπα να δείξουν ό,τι υπάρχει κι ό,τι δεν υπάρχει. Ο Νόλλας, φαινομενικά συμπεριφοριστής συγγραφέας, αθροίζει λεπτομέρειες, δίχως να ψάχνει σημασίες. Είναι ένας συμμετοχικός παρατηρητής κι αγαπημένοι του τόποι είναι η σφαίρα της ματαίωσης, της απαξίωσης, της απορρύθμισης των κωδίκων. Όταν το περιβάλλον δεν μας κοιτάζει, πρέπει να εφευρεθούν επειγόντως μύθοι, σενάρια, ιδεολογήματα, εξωραϊσμοί κι εξιδανικεύσεις. Κι ο συγγραφέας, έμπειρος πυροτεχνουργός πολύς μες στο ελάχιστο, γνωρίζει ότι τα επίπεδα αυτά πρόσωπα μπορούν να ζήσουν μόνο μέσα στη γλώσσα της αφήγησης, εκεί όπου εκρήγνυνται τα θρυμματισμένα νοήματα ή ματαιώνονται ακόμα κι οι απόπειρες. Άλλωστε, η συγκίνηση μπροστά στη φρίκη και τον τρόμο γέννησε τη γοητεία του δράματος. Κι εδώ, ακριβώς αρχίζει το παιχνίδι του ο συγγραφέας. Το μελό το κάνει φάρσα, παράλογο ή στύβει το ρεαλιστικό για μια σταγόνα μαγείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τονίζει τις αντεστραμμένες ανακλάσεις όλων των σεναρίων. Στον καθρέφτη του όλα είναι ανάποδα, όπως πραγματικά είναι. Κι ο μεγάλος του θαυμασμός έρχεται όταν συσχετίζονται τα άσχετα. Όταν οι αγνοημένες ιδιότητες έρχονται στο επίκεντρο και διεισδύουν στις αρχικές αιτίες. Ο Νόλλας ειρωνεύεται τη νομοτέλεια, παρακολουθεί τη μάταιη δράση των ηρώων του. Ο απροσάρμοστος Άλκης, 23 χρόνων, έχει μια αδυναμία: δεν ξέρει να απαντά στον κυνισμό με κυνισμό. Ο Γιάννης, ο αδελφός της Μάρθας, φλέγεται μες στις σκέψεις του κάνοντας τη ζωή θέατρο. Όλα τα πρόσωπα προβάρουν δείχνοντας ανάγλυφα τους σχιζοτενείς χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν.
Κι η Σβέτα; Είναι ο σβηστός προβολέας. Η ρωσίδα αγάπη του Άλκη. Η μόνη απούσα μάσκα, ένα ανιστόρητο πρόσωπο, που συμβολίζει το προϊόν της Ιστορίας. Είναι ο χορός των μεταναστών, δηλαδή η κρυμμένη συνέχεια, μέσα στην ασυνεχή εξέλιξη των δρώμενων.
Τα πρόσωπα του έργου θα συναντηθούν για να ρεβεγιονάρουν εν όψει του 2000. Κι ο Νόλλας, μ’ αυτό το story, θα στήσει τη μηχανή του για να παίξει με το πιο οικείο μέσο του, το μόνο που μαζί με το χιούμορ μάς επιτρέπει να βλέπουμε αυτό που μας αγνοεί: την Ειρωνεία, μια έκρηξη της σχετικότητας των πραγμάτων, την κονιορτοποίηση. Όλα τα έργα του Νόλλα φλερτάρουν με την αγάπη, τη φιλία, την ανεπίστρεπτη αθωότητα, το απολεσθέν νόημα στη μικροζωή. Ποιο είναι το όριο συμβιβασμού ή ποιο το όφελος της αμφισβήτησης, αν δεν κάνει καλό στον αμφισβητία;
Η «Νεράιδα» και η «Πολυξένη» αντιπροσωπεύουν τις αξίες της απομυθοποίησης μέσα σ’ ένα περιθώριο που ακόμα υπάρχει, ακόμα και ως φλεγόμενα όνειρα. Μετά τα «Καλύτερα χρόνια», η εκδίκηση του «Πέμπτου Γένους» διαπερνά όλα τα υπόλοιπα έργα. Τώρα πια δεν υπάρχει επιστροφή και η γραφειοκρατικοποιημένη κοινωνία αφήνει χώρο μόνο για τα κόλπα των λίγων. Οι υπόλοιποι θα υπάρχουν στην αφήγηση· που κι αυτή είναι τρόπος συσκότισης, εφιάλτης για να ξυπνάς μόνο στον ύπνο. Μηχανισμός υποκρισίας που ψάχνει πρόσωπα.
Εκτός απ’ την αγάπη-Σβέτα, το πάθος του Άλκη ανατρέπει το μυθιστόρημα στο ενενηκοστό λεπτό. Έτσι παίζονται τα παιχνίδια. Και έτσι ο συγγραφέας «συναντάει» τον Άλκη, αυτόν που δεν περιμένει ρεβεγιόν, αλλά ρεβεγιονάρει καθημερινά, ψάχνοντας αγάπη και συναίσθημα. Το αιφνίδια μαγικό στοιχείο του μύθου είναι ο Άλκης, δηλαδή η «νιότη» του ίδιου του συγγραφέα.
Λες κι όλο το μυθιστόρημα αποτελεί έρευνα, επεξεργασία της ανατροπής του, αυτοί οι βαβυλωνιακοί τύποι ηρώων στηρίζουν φυγές, υπεκφυγές, υπαινιγμούς, κρύβοντας κάτι που δεν πρέπει να φανερωθεί, το κρύο που νιώθει το βλέμμα, άμα κοιτάξει πίσω και πέρα μας. Σαν φλας μεγάλης καταστροφής. Η γραφή του Νόλλα σκέφτεται τα όριά της, σκιαγραφεί, για να είναι ωραιότερο το αποτύπωμά της, λέει δηλαδή τι δεν μπορεί. Η γραφή είναι μια μάσκα που κρύβει αλήθειες, τις οποίες το βλέμμα δεν αντέχει.
Ο Δημήτρης Νόλλας γράφει για το βιβλίο του «Φωτεινή μαγική»
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την πρόθεση. Για το αν κατάφερε να υλοποιηθεί ή όχι, συνήθως δεν με απασχολεί ουδόλως. Το ζήτημα που εξακολουθεί να με απασχολεί είναι η διολίσθηση της ιστορίας από την πρωταρχική ιδέα που τη γέννησε. Η απομάκρυνσή της από τον αρχικό πυρήνα, από εκείνη την πρώτη-πρώτη αστραπή, που λέει «εδώ είμαι». Φαίνεται πως δεν έχω εμπιστοσύνη στις ξαφνικές φωνές ή, το πιθανότερο, βαριέμαι να καταπιαστώ σοβαρά μαζί τους και τις αφήνω να με κλωθογυρίζουν για καιρό. Ή εγώ να τις. Έτσι και στη «Φωτεινή μαγική» δεν υπήρχε αρχικά (πριν 6, ίσως και περισσότερα χρόνια) παρά μια ιστορία ανακομιδής. Το περιπετειώδες ταξίδι μιας γυναίκας (μόνο γυναίκα θα μπορούσε να φέρει σε πέρας μια τέτοια υπόθεση), που επιστρέφει στην Ελλάδα με τα οστά των γονιών της. Το κουκούτσι της ιστορίας δεν χάθηκε, αλλά κατά το ταξίδι της γραφής βρήκε άλλη θέση. Εκεί που ήταν το κυρίαρχο θέμα, η κολώνα, μετατράπηκε σε στοιχειό του γυναικείου χαρακτήρα.
Αυτές οι διολισθήσεις μπορεί να είναι και ανοιχτοί λογαριασμοί που περιμένουν κάποια στιγμή την εξόφλησή του. Ας περιμένουν.
Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε.
Κώστας Καλημέρης | Διαβάζω