Το βάρος μιας ανεξόφλητης ενοχής. Η πάλη της μνήμης με το αίσθημα του φόβου και της προδοσίας.
Δημήτρης Νόλλας, «Από τη μία εικόνα στην άλλη», Καστανιώτης, σελ. 174
Φόβος, ενοχή, προδοσία: αυτό είναι το ψυχολογικό τρίπτυχο που πρυτανεύει στο καινούριο βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα – βιβλίο το οποίο έλκει ευθέως την καταγωγή από δύο παλαιότερα και πολυσυζητημένα έργα του, τη νουβέλα «Το πέμπτο γένος» (1988) και το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε» (1994). Όπως ο Γεράσιμος στην πρώτη και ο Μαξ Φραγκούλης στο δεύτερο, έτσι και ο Άρης στο «Από τη μία εικόνα στην άλλη» (σελινικής έμπνευσης, ασφαλώς, ο τίτλος) ξεκινάει τη ζωή της νιότης του με ριζοσπαστικές πολιτικές πεποιθήσεις (η δεκαετία του ’60, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτά τις πρώτες του εμπειρίες, προσφέρει άφθονο υλικό προς μια τέτοια κατεύθυνση), για να εκμεταλλευτεί εν συνεχεία αδίστακτα την αριστερή του ταυτότητα, προκειμένου να πετύχει μια θεαματική καριέρα στους κόλπους των κρατικών επιχειρήσεων της Μεταπολίτευσης. Και όπως και πάλι ο Γεράσιμος στο «Πέμπτο γένος» και ο Φραγκούλης στον «Άνθρωπο που ξεχάστηκε» σπεύδουν να προδώσουν ή, έστω, να εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους παλαιούς τους συντρόφους την κρίσιμη ώρα, έτσι και ο Άρης στο ανά χείρας μυθιστόρημα φροντίζει να απομακρυνθεί από τον αδελφικό του φίλο Βίκτωρα και να ξεχάσει την πράξη που τους ένωσε στενά στα νεανικά τους χρόνια: την κλοπή μιας εικόνας της Παναγίας, που κατέληξε σ’ ένα ξεροπήγαδο και δεν βρέθηκε ποτέ ξανά στον κατοπινό τους βίο.
Η κλεμμένη εικόνα
Η κλεμμένη εικόνα αποτελεί το σημείο – κλειδί για να καταλάβουμε τι ακριβώς θέλει να κάνει στο καινούριο βιβλίο του ο Νόλλας. Η αρπαγμένη Βρεφοκρατούσα, χαντακωμένη κάπου κοντά στο στρατόπεδο στο οποίο υπηρετεί το 1967 τη θητεία του ο Άρης, είναι το ζωτικό έναυσμα για να αρχίσει να ξετυλίγεται η γραμμή της εντυπωσιακής κοινωνικής και οικονομικής ανόδου του. Τον εντελώς αντίθετο ρόλο αναλαμβάνει να παίξει η εικόνα της Παναγίας στην πορεία του Βίκτωρα: πηγή μιας καταλυτικής ενοχής, που τροφοδοτεί αδιάκοπα τη μνήμη του κατά τη διάρκεια της μακράς αυτοεξορίας του στην Αυστραλία, θα τον καταδιώξει εφ’ όρου ζωής. Δύο κόσμοι, λοιπόν, που εκκινούν από την πλήρη ταύτιση για να φτάσουν στην απόλυτη διαστολή. Ο Άρης χρησιμοποιεί τη φυλάκιση την οποία χρεώνεται για την άσκοπη περιφορά του εκτός στρατοπέδου (η εικόνα έχει ήδη ριχτεί στο πηγάδι) ως εύσημο αντιδικτατορικής δράσης και βαδίζει σε δρόμο στρωμένο με άνθη στη δεκαετία του ’80. Ο Βίκτωρ ταξιδεύει εν απογνώσει το ίδιο διάστημα στην Αυστραλία και δεν κατορθώνει να απαλλαγεί ούτε μία στιγμή από το σύνδρομο της κλοπής. Και όταν σε ώριμη πλέον ηλικία ζητάει από τον Άρη μιαν εξιλέωση (να ξεθάψουν και να αποκαταστήσουν τη Βρεφοκρατούσα), η απάντηση που παίρνει είναι τουλάχιστον ταπεινωτική: ο Άρης εμφανίζεται να αγνοεί τα πάντα – το εγχείρημα της εικόνας, την κοινή τους μοίρα σε μια δύσκολη όσο και τρυφερή εποχή ή (ακόμη χειρότερα) το γεγονός πως ερωτεύτηκαν με έξαλλο πάθος την ίδια γυναίκα.
Η ύστερη προδοσία και η ηθική αναξιοπιστία του Άρη, οι ανεξόφλητες τύψεις του Βίκτωρα, που θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα επιστρέφοντας στην Ελλάδα (όταν, με άλλα λόγια, είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει οριστικά τους ανοιχτούς λογαριασμούς του), η υβριδική μορφή της Χριστίνας (συζύγου του Άρη και μετρέσας του Βίκτωρα), που μπορεί να κατανοήσει το δραματικό αδιέξοδο του Βίκτωρα, αλλά και να συγχωρήσει ως έναν βαθμό τον κυνισμό του Άρη. Οριακές ψυχικές ισορροπίες και λεπτές εσωτερικές αποχρώσεις, σύγκρουση αγαθού παρελθόντος και προδοτικού ή ενοχικού παρόντος, καθώς και πυκνά σκιαγραφήματα μιας κοινωνίας που αλλάζει με εξοντωτικούς ρυθμούς, σηκώνοντας τόνους σκόνης πίσω της ύστερα από κάθε μεταβολή.
Πλήρης έλεγχος του αφηγηματικού υλικού
Νόλλας, νομίζω, απαραγνώριστος: με σφραγίδα και πατέντα. Με σωστή οικονομία στον έλεγχο του αφηγηματικού υλικού του, με καλά κρυμμένα χαρτιά, που βγαίνουν πάντα την κατάλληλη ώρα στην επιφάνεια, με ελλειπτικά σχεδιασμένα, αλλά πολύ εύγλωττα στην έκφραση και την τελική τους αποτύπωση μυθιστορηματικά πρόσωπα. Κι ας σημειώσω εδώ με έμφαση πως ο μονίμως αντιθετικός, αντιφατικός και πολυδιασπασμένος κόσμος του Νόλλα αποκτά σάρκα και οστά μέσω μιας ασυνεχούς χρονικής ανάπτυξης, με πλήθος πρωθύστερα και διαρκείς μετατοπίσεις των αφηγηματικών επιπέδων και των οπτικών γωνιών διά μέσου των οποίων παρουσιάζονται τα γεγονότα. Και με όποιον τρόπο κι αν δοκιμάσει κανείς να πιστοποιήσει αυτόν τον περίπλοκο μηχανισμό, θα διαπιστώσει πως και το τελευταίο γρανάζι έχει τοποθετηθεί σωστά στον κορμό του, συμβάλλοντας οργανικά στη λειτουργία του συνόλου, που σε δεδομένη φάση προβάλλει ολοζώντανο και καθ’ ολοκληρίαν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Θα πρέπει επίσης να πω πως ο Νόλλας όχι μόνο καταφέρνει να μη μετατρέψει το κεντρικό εύρημα της κλεμμένης εικόνας σε ιδεολογικό σύμβολο (μια Βρεφοκρατούσα Παναγιά μπορεί να βάλει εύκολα σε τέτοιους πειρασμούς), αλλά και το χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά στο χτίσιμο της ιστορίας του, καθιστώντας το εύλογη (και μυθοπλαστικά απολύτως νόμιμη) πηγή των συγκρούσεων, οι οποίες προκύπτουν κάθε τόσο ανάμεσα στους βασικούς χαρακτήρες. Κρατώ μόνο μία επιφύλαξη σχετικά με το δεύτερο (στην πραγματικότητα επιλογικό) μέρος του μυθιστορήματος, υπό τον τίτλο «Ο αφηγητής, εγώ και το είδωλό του», όπου ο συγγραφέας, μολονότι δίνει εύστοχα τις τελικές λύσεις της πλοκής, δεν κατορθώνει να αποφύγει μιαν ορισμένη φλυαρία, την οποία μοιράζει μεταξύ μιας ανάλαφρης ηθογραφίας του λογοτεχνικού σιναφιού κι ενός είδους εξομολόγησης για τις αφηγηματικές τεχνικές που εφαρμόζει στο κείμενό του. Κι αν εντέλει το όλο πράγμα μάς πετάει κάπως έξω από το κλίμα του πρώτου μέρους («Τα κλεμμένα»), τούτο διόλου δεν μειώνει τη σημασία της γενικότερης προσπάθειας του Νόλλα, που μετά την κάπως αμήχανη «Φωτεινή μαγική» (2000) επανακάμπτει σίγουρα και με ασφάλεια στον ποικιλοτρόπως δοκιμασμένο και εγγυημένο κανόνα της πεζογραφίας του.
Ελευθεροτυπία, ένθετο: «Βιβλιοθήκη»