Μ’ αρέσει να φαντάζομαι ολόκληρο το μέχρι στιγμής έργο του Δημήτρη Νόλλα, τέσσερα μυθιστορήματα, τέσσερις νουβέλες και τρεις συλλογές διηγημάτων, δημοσιευμένα σε έναν τόμο. Διότι μόνον έτσι αναδεικνύεται η ματιά με την οποία τα ρωμαλέας γραφής ολιγοσέλιδα κείμενά του αντιλαμβάνονται την εποχή μας. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Νόλλα είναι η επίμονη ανάπτυξη μιας δικής του ποιητικής της πραγματικότητας. Και υπάρχει υψηλότερο επίτευγμα από το να αποκαλύψει ένα καλλιτεχνικό έργο και να επιβάλει μια καινούργια θέαση του κόσμου;
Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Από τη μια εικόνα στην άλλη» (Καστανιώτης, σ.σ. 175) αποτελεί κι αυτό, μια περίτεχνη, αδρή κατασκευή. Από το βαρύ πέπλο που σκεπάζει τα πάντα, εμποδίζοντάς μας να αντιληφθούμε τι συμβαίνει, εξέχουν κάποιοι όγκοι, μερικές γωνίες, κάποιες αποφύσεις. Είναι οι αποσπασματικές ιστορίες τεσσάρων μορφών – δύο αχώριστων παιδικών φίλων, της κοπέλας που από κοινού ερωτεύονται και του συγγραφέα που πίσω απ’ όλους κινεί τα νήματα. Είναι κομμάτια ριγμένα φαινομενικώς ακατάστατα, εξιστόρηση γεμάτη τυφλά σημεία, μια αφηγηματική πρακτική ανισορροπίας και ασυμμετρίας που συμπυκνώνει σε λιγότερες από διακόσιες σελίδες υλικό που υπό άλλες περιστάσεις θα καταλάμβανε έναν ογκωδέστατο τόμο. Στην εποχή μας, όμως, οι πολυσέλιδες ελκυστικές αφηγήσεις έχουν εκλείψει γι’ αυτό και η συμπύκνωση συνιστά θεμελιώδες υφολογικό συστατικό του Νόλλα. Τι είναι η πραγματικότητα; Ο κόσμος αποτελείται από ένα σκηνικό, από μιαν ακολουθία διαφορετικών εικόνων, από ψευδαισθητικές αντανακλάσεις αντικριστών κατόπτρων που αναπαράγουν ποικίλες πολυμήχανες εξαπατήσεις. Και οι σχέσεις των ανθρώπων είναι ένας δαίδαλος δεσμών που διασταυρώνονται, διαπλέκονται, μπερδεύονται αξεδιάλυτα και ουδέποτε σπάνε. Ο ένας από τους δύο ήρωες είναι ρεαλιστής, άνθρωπος της δράσης και ο άλλος αιθεροβάμων, πιστός της ονειροπόλησης. Και οι δύο έχουν διαπράξει επιπολαιότητες (η κλοπή μιας βυζαντινής εικόνας, η διπλή προδοσία της παιδικής φιλίας). Και το αποτέλεσμα, μια απροσδιόριστη διά βίου ενοχή για την απατηλή εικόνα (μεταφορική αυτή τη φορά) που έχουν κατασκευάσει για τον κόσμο μαζί με μια ανόσια πλαστογράφηση του εαυτού τους. Καθένας αντιδρά βέβαια με τον τρόπο του. Ο ένας απομονώνεται και αναζητάει το είναι του, άλλοτε βιώνοντας φοβερούς εφιάλτες κι άλλοτε ζώντας τη μαγεία της ποιητικής στιγμής – όπως όταν διακρίνει το φως των αστεριών από το βάθος του σκοτεινού πηγαδιού στον πάτο του οποίου απεγνωσμένα αναζητάει μία από τις εικόνες της αλήθειας. Ο άλλος κινείται ασταμάτητα, πρακτική που φέρνει στο προσκήνιο την αδυσώπητη κοινωνική πραγματικότητα: Τι έκανε την τελευταία εικοσιπενταετία η ηρωική αριστερή γενιά που στη δεκαετία του ’60 επαναστάτησε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για χάρη της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης; Πώς διαχειρίστηκε την αλλαγή όταν βρέθηκε σε θέσεις πολιτικής ισχύος; Βουλιμική συσσώρευση εξουσίας, νομιμοποιημένη αρπαγή υλικών πόρων και απεριόριστο άραγμα στους κόλπους προστατευτικών υπουργείων δίνουν το στίγμα του μεταπολιτευτικού ήθους. Με αποφασιστικές κινήσεις ο Νόλλας πιάνει τον ταύρο της δημόσιας ζωής από τα κέρατα, καθώς η υπόλοιπη πεζογραφία συνήθως αποφεύγει να ασχοληθεί με το μόνιμο καταφύγιο αναξιοπαθούντων, με το λημέρι πονηρών τυχοδιωκτών και ταυτοχρόνως ρυθμιστή ολόκληρου του νεοελληνικού βίου που είναι ο δημόσιος τομέας.
Στο προηγούμενο μυθιστόρημα «Φωτεινή μαγική» (2000) με την αξέχαστη μετανάστρια Σβετλάνα που από τα χείλη της έβγαινε ζάχαρη και φως, είχα εκφράσει αντιρρήσεις για τη σύνθεση – για την ανενεργή παράθεση αναλυτικών πληροφοριών που κατά τη γνώμη μου διατάρασσαν τον ρυθμό του κειμένου. Προσπαθώντας να καταλάβω τη διαφορά του παλαιότερου με το σημερινό έργο, νομίζω πως η βαρύτητα του «Από τη μια εικόνα στην άλλη» οφείλεται στο ότι ολόκληρο το υλικό ανεξαιρέτως δραματοποιείται. Υποστηρίζεται σθεναρά από το παντοδύναμο μοτίβο της διαρκώς μεταμορφούμενης εικόνας. Από την παιγνιώδη εμφάνιση ηρώων μέσα από έργα άλλων πεζογράφων – από τους «Λούστρους της Αγίου Κωνσταντίνου» του Στρατή Τσίρκα, την «Καγκελόπορτα» του Αντρέα Φραγκιά ή τον «Εξώστη» του Νίκου Καχτίτση. Από τα χάσματα, τα ερωτήματα και τις απορίες που η αφήγηση διαρκώς αφήνει. Κι ακόμα από την ακροτελεύτια εμφάνιση του δημιουργού που εξηγώντας τις απόψεις και τους τρόπους του δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υπογραμμίζει την αινιγματική φύση της τέχνης. Η ανάπηρη, βασανισμένη του μορφή μοιάζει άλλωστε σαν οφειλή της πεζογραφίας του Νόλλα προς τους αναγνώστες της καθώς ανταποκρίνεται στα αναρίθμητα θεματικά και αφηγηματικά ζητήματα που τα προηγούμενα μυθιστορήματα, οι νουβέλες και τα διηγήματά του έχουν κατά καιρούς θέσει.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή, στήλη: «Διακρίνοντας»