Η κουζίνα της συγγραφικής και τα πολλαπλασιαζόμενα είδωλα του συγγραφέα.
Δημήτρης Νόλλας, «Από τη μία εικόνα στην άλλη», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, σελ.
Μία ιστορία εξαπάτησης κατά συρροή, με τα κίνητρα να ποικίλλουν, από το ερωτικό πάθος ως τον καιροσκοπισμό ή και προς επίτευξη του άριστου αισθητικού αποτελέσματος, καθώς εμπλέκεται και ο υποτιθέμενος συγγραφέας της ιστορίας. Με άλλα λόγια, δημιουργός ορατών τε και αοράτων, επί του προκειμένου, πλάστης όσων αφηγείται και των πολύ περισσότερων που υπαινίσσεται. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις εξομολογήσεις του φερόμενου ως συγγραφέα, που παρατίθενται στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, πρόκειται για μια ιστορία διαδοχικών αντικατοπτρισμών, που στήνεται ως ασυνεχής ακολουθία εικόνων. Και πράγματι, από τη μία εικόνα στην άλλη, ή μάλλον από το ένα παραπλανητικό απείκασμα στο επόμενο, η προοπτική μεταβάλλεται και ένα διαφορετικό επίπεδο αποκαλύπτεται, με τους ρόλους θύματος και θύτη να μετατοπίζονται. Εικόνες αισθημάτων, μνήμης και φαντασίας ως αινίγματα πραγματικών καταστάσεων που επιμένουν να διαφεύγουν. Άλλωστε, περί της ουσίας του μυθιστορήματος προϊδεάζει η αποφαντική ρήση του Ιωάννη Δαμασκηνού, που τίθεται ως μότο του βιβλίου: «Και η εικών δε έσοπτρον εστί και αίνιγμα αρμόζον τη του σώματος ημών παχύτητι». Κατ’ εξαίρεσιν, στο τόσο υλικό μυθιστορηματικό σύμπαν του Δ. Νόλλα, το δάνειο πατέρος της Εκκλησίας προδιαθέτει για τυχόν μεταφυσικές ανησυχίες των ηρώων.
Ως μυθιστορηματικό πρόσωπο ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να εξομολογηθεί τον αγώνα του με τις λέξεις, που τις βλέπει και άδεια όστρακα και πλήρεις πλανερών φορτίσεων. Κυρίως, όμως, το μυθιστόρημα διακωμωδεί την κουζίνα της συγγραφικής και τα παιχνίδια εξαπάτησης του συγγραφέα με τον καθρέφτη του, τα πολλαπλασιαζόμενα είδωλά του και τους άλλους. Στο δωδέκατο βιβλίο του ο Δ. Νόλλας επιχειρεί τα πρώτα βήματα στον επισφαλή χώρο του μεταμοντέρνου. Αν και σε παλαιότερα βιβλία του ο αφηγηματικός χρόνος είναι διασπασμένος και οι αιτιακές σχέσεις υπονομευμένες, εδώ, ολόκληρο το μυθιστόρημα συστρεφόμενο βρίσκεται σε λεπτή ισορροπία, ταλαντευόμενο μεταξύ παρωδίας και ρεαλιστικής απεικόνισης, καθώς συχνά οι ήρωες φέρνουν στον νου το λαϊκό μοτίβο: εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.
Η κλοπή της εικόνας
Περιορισμένος αλλά καθοριστικός ο ρόλος των γυναικών και σε αυτό το μυθιστόρημα του Δ. Νόλλα· μία βρεφοκρατούσα Παναγία και μία ποθητή γυναίκα. Κέντρο του μύθου η κλοπή της εικόνας· «μία από τις Παναγίες που είχε ιστορήσει ο ευαγγελιστής Λουκάς και ευλογήσει η ίδια η Θεομήτωρ». Πολύτιμη εικόνα. Και σε αντικατοπτρισμό, η κλοπή της γυναίκας, και αυτή μοναδική στον μυθιστορηματικό μικρόκοσμο. Και οι δύο ικανές να οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις, ενώπιος ενωπίω. Η πλοκή, όμως, της ιστορίας στηρίζεται «στο ελληνικό αμάλγαμα» και τους χρονικούς αντικατοπτρισμούς του. Κατ’ αρχήν, αυτό της δεκαετίας του ’60, όπως προκύπτει από την ανάμειξη δύο τύπων ελληνοπαίδων: του οργανωμένου στην κομμουνιστική νεολαία και του ροκάκια. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο πρώτος εμφανίζεται κυνικός και αδίστακτος, ενώ ο δεύτερος στιχοπλόκος και φευγάτος. Γόνοι του προηγούμενου «ελληνικού αμαλγάματος», της δεκαετίας του ’40. Γιος ο πρώτος ενός μισορέμπελου μισοδιανοούμενου, που βρέθηκε με τη θέλησή του εργάτης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Λιντς της Αυστρίας και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, θεωρήθηκε θύμα των γερμανικών στρατοπέδων, χωρίς πάντως ο ίδιος να ψευσθεί, απλώς εκμεταλλευόμενος προς όφελός του τις εντυπώσεις. Ενώ ο δεύτερος, γιος μανάβη με καρότσι στην Κεντρική Αγορά. Στον μεταγενέστερο αντικατοπτρισμό τους, τα χρόνια της δικτατορίας, ο αριστερός νεολαίος θα καταλήξει στη φυλακή για δολιοφθορά στρατοπέδου, αν και μόνο μια εικόνα είχε κλέψει. Όπως τον πατέρα του, θα τον ευνοήσουν και αυτόν οι περιστάσεις. Αποσιωπώντας τα δυσάρεστα, με την πτώση της δικτατορίας, θα μπερδευτεί στο πλήθος των εκ των υστέρων ηρώων της επταετίας και, αντιστοίχως, θα προκόψει. Σε αντίθεση με τον φίλο του, που, μια ζωή, παραδόξως, θα καταδιώκεται από ενοχές και μεταφυσικούς φόβους, θα φύγει στην Αυστραλία, για να επιστρέψει δεκαετίες αργότερα ζητώντας να επανορθώσει την ιερόσυλη πράξη της κλοπής. Δεν θα προλάβει· ένα αεροπορικό δυστύχημα θα τον αφανίσει στα βάθη του Αιγαίου, «ανάμεσα σε φώκιες που μοιρολογούν». Και μόνο η αναφορά στο παπαδιαμάντειο «μοιρολόγι της φώκιας» προδίδει πως μοιράζει ο συγγραφέας τους ρόλους του κακού και του αγαθού.
Εφηβικές φαντασιώσεις
Ως παρωδία ηθογραφίας του ’50 «του Βοτανικού το σπίτι», όπου μεγάλωσαν οι δύο φίλοι· μια αυλή με μικρές κάμαρες στη σειρά και στο βάθος το δίπατο των νοικοκυραίων. Και μάλιστα ερωτικής ηθογραφίας, καθώς στην αυλή κατοικεί και η κοπέλα από οικογένεια ανταρτόπληκτων με έναν αδελφό εκτελεσμένο το ’49, τον άλλο εξόριστο και τον τρίτο ανάπηρο. Τα πρώτα ωστόσο ερωτικά ερεθίσματα δεν γεννιούνται από την άγουρη νεαρή ύπαρξη αλλά από τις αφηγήσεις της για μια νονά της που κλέφτηκε. Δις η διήγηση, «μεταξύ μελοδράματος και αμερικάνικου μιούζικαλ», αποτυπώνει, έστω και διακωμωδώντας, τις εφηβικές φαντασιώσεις σε εκείνους τους μακρινούς καιρούς. Ανηλεέστερος ο εμπαιγμός του ελληνικού Δημοσίου που αποδίδεται ως θέατρο του παραλόγου, με καρικατούρες τους αναρριχώμενους σε αυτό κατά το τελευταίο τέταρτο του παρελθόντος αιώνα· από την εικόνα του αγωνιστή της δημοκρατίας στην άλλη του κυβερνώντος.
Υπάρχει, όμως, και ένα δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, το οποίο, τρόπον τινά, εγκιβωτίζει την ιστορία στο πλαίσιο των εξομολογήσεων του συγγραφέα της, που αποκαλύπτεται ότι είναι ο ανάπηρος αδελφός της ποθητής κοπέλας. Οπότε, η μοίρα των ηρώων φαίνεται και ως αντικατοπτρισμός των συμπλεγμάτων του πλάστη της, δικαιολογώντας εν μέρει την όποια σαθρότητα των μυθιστορηματικών προσώπων στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Η τελευταία παρωδία του μυθιστορήματος πλέκεται γύρω από τα ήθη του λογοτεχνικού χώρου, από τον συγγραφέα-βεντέτα ως τον «φιλολογάκια»-μελετητή, παράσιτο του λογοτεχνικού έργου, ή τον «αρχιασφαλίτη της λογοτεχνίας» που σκαλίζει τα του βίου των συγγραφέων, χωρίς να αφήνει στο απυρόβλητο τον «πολιτικάντη» πανεπιστημιακό και τις χαριστικές κρατικές επιχορηγήσεις. Αν και υπερβαλλόντως προφανής η διακωμώδηση, παραμένει διασκεδαστική. Τέλος, να σημειώσουμε ότι το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών και της εξαπάτησης ο Δ. Νόλλας το τραβά ως τα περικειμενικά στοιχεία, όπως η επιλογική σημείωση και οι συνεντεύξεις του, προκαλώντας σε διακειμενικές ανιχνεύσεις όσους μελλοντικώς ασχοληθούν με το έργο του.
Μάρη Θεοδοσοπούλου | Το Βήμα