Ο αυτόματος τρόπος υποδοχής και υπόδειξης ενός λογοτεχνικού κειμένου είναι η σύγκρισή του με ανάλογα και δυσανάλογα κείμενα, προκειμένου να ενταχθεί, περιγραφικά και αξιολογικά, στην οικεία γραμματολογική του βαθμίδα. Σε σπάνιες όμως περιπτώσεις ο συγκριτικός αυτός αυτοματισμός, προσώρας τουλάχιστον, αναστέλλεται, οπότε το συγκεκριμένο λογοτέχνημα επιβάλλει στον αναγνώστη την ασύγκριτη μοναδικότητά του. Ίσως η αυθαίρετη αυτή αναγνωστική αίσθηση αποτελεί τεκμήριο της υψηλής στάθμης ενός λογοτεχνικού κειμένου, δηλαδή της ξεχωριστής αξίας του. Σ’ αυτή πάντως την κατηγορία πιστεύω πως ανήκει το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα, υπό τον τίτλο «Από τη μία εικόνα στην άλλη», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» και αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, σταθμό στη μεταπολεμική μας πεζογραφία, προσφέροντας τον ωριμότερο καρπό της σοδειάς του συγγραφέα. Μια τόσο απόλυτη πρόκριση χρειάζεται ανάλογη αποδεικτική υποστήριξη, που θα ήθελα προς το παρόν να την αποφύγω, επιμένοντας εμπαθώς ότι ο Νόλλας είναι ο πιο προικισμένος εν ζωή πεζογράφος μας και πως το τελευταίο του βιβλίο ομολογεί την αναμφισβήτητη αυτή προίκα. Παρατείνοντας λοιπόν τον αναπόδεικτο τρόπο μου, προσπαθώ να μεταδώσω μιαν αμετάδοτη στο βάθος συγγραφική αρετή και την αντίστοιχη αναγνωστική ηδονή, μιλώντας κατ’ ανάγκην μεταφορικά.
Η λογοτεχνία στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ναρκοθετημένη, έτοιμη να εμπαίξει όσους ανέντιμα την καταπατούν. Τους υποχρεώνει να κάνουν κάθε λογής τσαλίμια, για να αποφύγουν τις πυκνά τοποθετημένες νάρκες της, και ευχαρίστως τους γελοιοποιεί, όταν δεν τους τινάζει στον αέρα. Τα θύματά της εξάλλου δεν είναι μόνον οι αστόχαστοι συγγραφείς αλλά και οι άστοχοι αναγνώστες, ποσοστό δηλαδή που ξεπερνά το 90% των επισκεπτών της.
Έχει ωστόσο η λογοτεχνία και τον παρθένο χώρο της, όπου υποδέχεται τους εκλεκτούς της. Κριτήριο της εκλογής η γλώσσα της. Μια γλώσσα όμως που, για να σε μάθει, πρέπει να τη μάθεις, και για να τη μάθεις, πρέπει να σε μάθει. Φαύλος κύκλος δηλαδή, που μπορεί και να σε τρελάνει. Αλλά και θείο δώρο: το λεγόμενο ταλέντο. Που αισθάνομαι πως το διαθέτει εκ καταβολής ο Νόλλας. Γνωρίζοντας πως το στοίχημα αυτό (ζωτική αυταπάτη του ανθρώπινου λόγου, ως ανταπόκριση στη μεγάλη κοσμική απάτη) διακυβεύεται σε κάθε λέξη για το τίποτε ή για όλα. Αποτέλεσμα: στο τελευταίο μυθιστόρημα του Νόλλα μυθοπλασία και γλώσσα έχουν φιλιώσει στην αμοιβαία τους συνωμοσία: η μυθοπλασία παράγει τη γλώσσα της και η γλώσσα τη μυθοπλασία της. Παραγωγός και στις δύο περιπτώσεις ο αφηγητής, συμβάλλει τους δύο αυτούς συντελεστές της αφήγησης σε ερωτική τριβή και αποτυπώνει την αμοιβαία ηδονή τους, την οποία και μεταδίδει ακέραιη στον αναγνώστη.
Η ηδονική αυτή μηχανή έχει βρει εδώ το νέο της έμβολο, που είναι η εικόνα, στη συνεχή μάλιστα μετάλλαξή της, όπως δηλώνεται ήδη στον τίτλο του μυθιστορήματος: πρόσωπα, σχέσεις και συμπεριφορές της μυθοπλασίας αποτελούν εναλλασσόμενα είδωλα σε έναν καθρέφτη, άλλοτε κοίλο και άλλοτε κυρτό, αυξομειώνοντας αναλόγως το μέγεθός τους από το μικροσκοπικό έως το τερατικό. Να μη λησμονούμε εξάλλου ότι το ανθρώπινο σώμα παραμένει για τον φορέα του φυσικώς απρόσωπο, εφόσον μόνο το είδωλο του προσώπου του μπορεί να δει ο άνθρωπος σε ένα κάτοπτρο. Αναλόγως και η μυθοπλασία του συγκεκριμένου μυθιστορήματος του Νόλλα, κατεξοχήν ειδωλοποιητική, παραμένει η ίδια φυσικώς ακέφαλη, αλλά εικαστικώς αλλοπρόσωπη. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι δύο από τα τρία κύρια πρόσωπα καθ’ οδόν αλλάζουν όνομα: η Χριστίνα γίνεται και Σίσυ, ο Βίκτωρ και Ανδρέας. Η εξήγηση αυτής της διπλωνυμίας προκαταβάλλεται ήδη στο μότο του βιβλίου, με ένα άκρως τολμηρό παράθεμα από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, που παραμορφώνει δραστικά την ομόθεμη ρήση του Αποστόλου Παύλου: και η εικών δε έσοπτρόν εστι και αίνιγμα, αρμόζον τη του σώματος ημών παχύτητι. Θα τα ξαναπούμε. Την άλλη φορά και με επιχειρήματα. Προς το παρόν μια αναγνωστική διαβεβαίωση: το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα τρέχει νεράκι. Οι διψώντες προσέλθετε.
Δ.Ν. Μαρωνίτης | ΑΠΟΛΙΤΙΣΤΑ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΑ, Το Βήμα, ένθετο: «Νέες Εποχές»