Ιστορία και μύθος στη μικροϊστορική επιλογή ανταλλάσσουν τα θρύψαλα της τυχαίας συνάντησής τους.
Συνεχίζεται (με δάνειο τίτλο από το ομότιτλο έργο του Γιώργου Σκούρτη, σημαδεμένο στα χρόνια της χούντας) ο αυταπόδεικτος έπαινος της περασμένης Κυριακής για το πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα «Από τη μία εικόνα στην άλλη», ψάχνοντας τώρα συγκεκριμένα επιχειρήματα, για να μη κριθεί αυθαίρετος. Σημείωσα ήδη τις προάλλες δύο γενικότερες αφηγηματικές αρετές, που ανεβάζουν ψηλά τη στάθμη της τελευταίας πεζογραφικής επίδοσης του Νόλλα: αμοιβαία συνωμοσία μυθοπλασίας και γλώσσας αφενός· εικονοποιητική μηχανή της πλοκής αφετέρου, που παράγει εναλλάξιμα είδωλα προσώπων και πραγμάτων. Προχωρώ σήμερα σε μια τρίτη αρθρωτική επιλογή, η οποία δικαιολογεί και τον τίτλο του μονοτονικού, ο οποίος δεν πρέπει να ερμηνευθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ως έλλειψη ή ελάττωμα. Ο λόγος, λοιπόν, για τη σχέση μύθου και ιστορίας, αφού έτσι κι αλλιώς οι δύο λέξεις συνθέτουν τον όρο «μυθιστόρημα», με τον οποίο ο Νόλλας χαρακτηρίζει το τελευταίο συγγραφικό του πόνημα. Σχολιάζοντας πρόσφατα την «Αναλαμπή» του Νίκου Θέμελη (συμπλήρωμα της ανάρπαστης μυθιστορηματικής τριλογίας του), παρατηρούσα μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση σε πεζογραφικά κείμενα του τελευταίου καιρού, που την ονόμασα «φιλίστορη μυθοπλασία». Ο δοκιμαστικός όρος ήθελε να υπογραμμίσει την προγραμματική λίγο πολύ συμμετοχή της νεοελληνικής ιστορίας στη σύνταξη κάποιων μυθιστορημάτων. Και ανέφερα, εκτός της Αναλαμπής: το τέταρτο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη «Ο αιώνας των λαβυρίνθων» (όπου η νεοελληνική ιστορία του εικοστού αιώνα μοιράζεται σε ισόχρονες φέτες, αρθρώνοντας τα διαδοχικά κεφάλαια της μυθιστορίας)· το πρώτο μυθιστόρημα του Τάσου Χατζητάτση, με τον καρυωτακικό τίτλο «Σαν σπασμένα φτερά» (όπου η κατοχική αντίσταση και ο εμφύλιος βιώνονται τραυματικά από τα μέλη μιας διάσπαρτης οικογένειας, με προγόνους και απογόνους)· και το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα (όπου η ιστορική εμπλοκή της κατοχής, της χούντας και της μεταπολιτευτικής εξουσίας θρυμματίζεται μέσα στην παθολογία των προσώπων της μυθοπλασίας).
Τα τέσσερα αυτά παραδείγματα φιλίστορης μυθοπλασίας προκαλούν από μόνα τους τη σύγκρισή τους, ώστε να πιστοποιηθούν λιγότερο οι ομοιότητές τους και περισσότερο οι διαφορές τους ως προς τη μέθοδο, την οικονομία και την αφηγηματική τους αποτελεσματικότητα, με τις οποίες ιχνηλατείται η πρόσφατη ιστορία μας. Πρόχειρα έστω, θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει δύο, αντίθετες μεταξύ τους, επιλογές: τη μακροϊστορική και τη μικροϊστορική. Στην πρώτη περίπτωση εξέχοντα και μείζονος σημασίας ιστορικά δρώμενα φιλοξενούνται αυτούσια στη μυθιστορηματική αφήγηση, διατηρώντας το παραδειγματικό τους μέγεθος και το ερμηνευτικό τους κύρος. Επιστρατεύονται, δηλαδή, για να επιβεβαιώσουν και να εξηγήσουν εξ αντικειμένου τα προβληματικά στοιχεία της μυθοπλασίας, παίζοντας τον ρόλο οθόνης πάνω στην οποία προβάλλονται οι πλοκές και οι συμπλοκές των αφηγηματικών γεγονότων και προσώπων.
Αντίθετα, με τη μικροϊστορική επιλογή περνούν στην αφήγηση θραύσματα μόνον ιστορικών δρωμένων, μικροσκοπικά τώρα και αποφορτισμένα από την όποια εξηγητική τους αξίωση, δίνοντας την εντύπωση συγχρονικής σύμπτωσης με τα φανταστικά στοιχεία της μυθοπλασίας. Τούτο σημαίνει ότι το ιστορικό γεγονός τρίβεται πάνω στα μυθιστορηματικά πρόσωπα και γεγονότα και τους αφήνει (για να μην πω: τους χαρίζει) τη σκόνη του. Αναλόγως και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα και δρώμενα τρίβονται πάνω στο ιστορικό γεγονός και του κολλούν το παθολογικό τους ίχνος. Τελικώς, ιστορία και μύθος στη μικροϊστορική επιλογή ανταλλάσσουν τα θρύψαλα της τυχαίας συνάντησής τους, που συχνότερα εξελίσσεται σε, φανερή ή λαθραία, σύγκρουση. Η δεύτερη αυτή μέθοδος εφαρμόζεται αποφασισμένα και με εκπληκτική ευστοχία στο τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα. Θα πρέπει όμως να τριτώσω το καλό την άλλη Κυριακή.
Δ. Ν. Μαρωνίτης | Το Βήμα, ένθετο «Νέες Εποχές»