Στα σημαντικά έργα δημιουργείται καθ’ οδόν ένταση μεταξύ προβλέψιμου μύθου και απρόβλεπτης πλοκής.
Η τύχη της λογοτεχνίας (της αφηγηματικής προπάντων αλλά και της δραματικής) κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από τη διασταύρωση μύθου και πλοκής στο εσωτερικό του λογοτεχνικού κειμένου. Αν ο μύθος ταυτίζεται με την πυρηνική υπόθεση ενός έργου (που κάποτε αποτυπώνεται συνοπτικά και στον τίτλο του), η πλοκή (μοιρασμένη στη δέση και στη λύση της) παραπέμπει στην τέχνη με την οποία αφηγηματοποιείται (ή και δραματοποιείται) ο προκείμενος μύθος στο συγκεκριμένο λογοτέχνημα, δείχνοντας πώς συμπλέκονται δρώντες και δρώμενα, πώς εφευρίσκουν τις προσήκουσες σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο τους. Στα μέτρια έργα μύθος και πλοκή τείνουν να ταυτιστούν, στον βαθμό που ο αποφασισμένος μύθος εξουδετερώνει προκαταβολικά την όποια πλοκή. Στα σημαντικά όμως έργα δημιουργείται καθ’ οδόν ένταση μεταξύ προβλέψιμου μύθου και απρόβλεπτης πλοκής. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα, υπό τον τίτλο «Από τη μία εικόνα στην άλλη», που αποτελεί στην προκειμένη περίπτωση περισσότερο δείκτη πλοκής και λιγότερο ένδειξη μύθου. Θα επιμείνω.
Ο μύθος στο τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα δεν είναι μόνο σκοπίμως ισχνός αλλά και επίτηδες λειψός, ακριβέστερα: ασυντέλεστος, τελικώς σχιζοειδής. Αφορμάται από μιαν απάτη και καταλήγει ο ίδιος απατηλός. Πρόθεση μυθιστορηματική, που ομολογείται απερίφραστα στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος: «…οι άνθρωποι γράφουν, λένε και κατανοούν άλλα αντ’ άλλων. Γι’ αυτόν κι εγώ τον λόγο εξαπατώντας με αυτά τα κοινώς παραδεκτά σύμβολα, προσπαθούσα διαρκώς να γράψω μιαν ιστορία απάτης, με ενδιέφερε να σκαρώσω μια ιστορία όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι υπάρχουν και δρουν μέσα της σαν να είναι δεμένοι με νήματα λεπτά και αόρατα από εκείνη την αρχική απάτη, συνεχίζοντας να πορεύονται εξαπατώντας και εξαπατούμενοι. Μια ιστορία αντικατοπτρισμών, μια ιστορία εξαπάτησης».
Θα μας πήγαινε μακριά να αποκρυπτογραφήσουμε εδώ τα υπονοούμενα της μυθιστορηματικής αυτής ομολογίας. Θυμίζω μόνο όσα έγραφε την περασμένη Κυριακή για τη μικροϊστορική μέθοδο του Νόλλα, έργο της οποίας είναι, ο θρυμματισμός της ιστορίας να θρυμματίσει τον μύθο, ώστε να αποκαλυφθεί η αμοιβαία εξαπάτηση που υπόκειται σε κάθε αξιόλογο μυθιστόρημα, ως αναγνωριστική ταυτότητα της λογοτεχνικής μυθοπλασίας. Ο μύθος πάντως στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται σε «κοινώς αποδεκτά σύμβολα»: στην εικόνα μιας βρεφοκρατούσας Παναγίας, που γίνεται στόχος εντεταλμένης αρχαιοκαπηλίας, την οποία αναλαμβάνουν εταιρικώς δύο παιδιόθεν αχώριστοι φίλοι: ο αριστερών φρονημάτων Άρης, ως πρωταγωνιστής, και ο εξ ιδιοσυγκρασίας ευαίσθητος και σκεπτικιστής Βίκτωρ, ως συνεργός. Η καταχρηστική ωστόσο αυτή επιχείρηση δεν ευοδώνεται, ολισθαίνοντας σε μια ιστορία διαδοχικής απάτης και εξαπάτησης. Καθώς πραγματοποιείται μέσα στη νύχτα του απριλιανού πραξικοπήματος, οδηγεί στη σύλληψη του Άρη και στον εγκλεισμό του στη φυλακή για πέντε χρόνια ως υπόπτου αντίστασης. Κατηγορία που εκείνος την αποδέχεται, για να αποφύγει χειρότερα μπλεξίματα, αφού προηγουμένως καταποντίζει σε ένα ξεροπήγαδο την πολύτιμη εικόνα. Η τύχη όμως της ιερής εικόνας θα γίνει εφεξής εφιάλτης για τον Βίκτωρα: κάθε προσπάθεια εύρεσής της μέσα στο σημαδιακό πηγάδι και επιστροφής της στο ξωκλήσι του Γυθείου, όπου ανήκε, θα παραμείνει ατελέσφορη, προσκρούοντας συνεχώς στην αδιαφορία του Άρη. Ο οποίος, ως αποφυλακισμένος αντιστασιακός, αποζημιώνεται με αποτελεσματική συμμετοχή στο πλέγμα της μεταπολιτευτικής εξουσίας, νεοδημοκρατικής πρώτα, πασοκικής ύστερα.
Ο Βίκτωρ στο μεταξύ έχει καταφύγει στην Αυστραλία, επιστρέφοντας δύο φορές στην Ελλάδα, ψάχνοντας πάντα για τη χαμένη εικόνα, αλληλογραφώντας περί αυτής φορτικά με τον πρώην φίλο του, ενώ το μαράζι του νόστου τον κρατεί σε συνεχή εκκρεμότητα ζωής και απόφασης. Στο σημείο αυτό ο συμβολικός μύθος, ο οποίος ενδιαμέσως έχει γνωρίσει τις δικές του εσωτερικές πλοκές, κόβεται στη μέση και μένει κρεμασμένος. Παραχωρώντας τη θέση του στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, με τον αποκαλυπτικό τίτλο: «Ο αφηγητής, εγώ και το είδωλό του». Όπου ειρωνικά η πλοκή ξηλώνει τον προηγούμενο μύθο, διεκδικώντας τον δικό της τώρα μύθο. Πάμε για τέταρτο μονοτονικό, και ο Θεός βοηθός.
Δ. Ν. Μαρωνίτης | Το Βήμα, ένθετο: «Νέες Εποχές»