«Από τη μία εικόνα στην άλλη». Μυθιστόρημα. Αθήνα. Εκδ. «Καστανιώτης» 2003. Σελ. 175.
Όλο και συχνότερα, ιδίως στα πρόσφατα έργα του, η αγωνία πλέον του πολύπειρου συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα εστιάζεται στην ποιότητα του προσωπικού πεζογραφικού του κυττάρου και πολύ λιγότερο στο στήσιμο ή τη δημιουργία ηρώων, που έχουν να πουν, να πράξουν και να θεωρήσουν κάτι το υπερβατικό. Έτσι που (όπως στο προηγούμενο μυθιστόρημα «φωτεινή, μαγική»), σχεδόν τα δύο τρίτα του βιβλίου να αντιπαρέρχονται, από πλευράς ανάγνωσης, μάλλον ανώδυνα (παρά την τεράστια συμβολή του Νόλλα στον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό και την ιστορική σύσταση) και το τελευταίο μέρος κυριολεκτικώς να απογειώνεται. Και από άποψη θεμάτων, που τίθενται προς συζήτηση ή αναγνώριση και από το μέγεθος, το ύψος και την προσφορά του συγκεκριμένου δημιουργού στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά και στις συνθήκες, κάτω από τις οποίες όλοι μας, πολλές φορές άβολα, πορευόμαστε. Τι θέλω μ’ αυτό να πω: ότι όσο ο καιρός βαραίνει τους ώμους του συγγραφέα, ο οποίος διαχειρίστηκε στο παρελθόν το προς διαμόρφωση υλικό, βγάζοντας τον εαυτό του εντελώς έξω από τα κείμενα, κάτι δηλαδή σαν σκηνοθέτης θεατρικής παράστασης ή κινηματογραφικής ταινίας, τώρα ο ίδιος λογοτέχνης μπαίνει όλο και περισσότερο, αν όχι στο ψαχνό, πάντα στην έξοδο των πονημάτων του, δηλαδή σαν σκηνοθέτης, ο οποίος όμως είναι παράλληλα και ηθοποιός. Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι κρατά για κείνον ρόλο (ίσως περιορισμένο), εξίσου όμως σημαντικό και φιλόδοξο. Μ’ αυτή τη λογική, μοιραία, περνάμε από την καθαρά πεζογραφική πτυχή ενός έργου του Νόλλα, στη φιλοσοφική του θεώρηση για ένα σωρό ζητήματα που τον απασχολούν, που και αν ακόμη δεν έχουν την άρτια τεχνική του μυθοπλαστικού κομματιού, είναι αδιαμφισβήτητα πιο ενδιαφέροντα και διαχρονικά και μ’ αυτό το μάτι –ή την οπτική γωνία– τα εξετάζουμε.
Πριν μπούμε όμως σ’ αυτή τη διαδικασία, ας πούμε λίγα λόγια (με όση «λεπτότητα» μας επιτρέπει η τραχιά γλώσσα της κριτικής, προκειμένου να μη διαταραχθεί η προσληπτική ικανότητα και επαφή, όσων ψάξουν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα): Δύο φίλοι, ο Άρης και ο Βίκτωρ, μεγαλώνουν μαζί από παιδιά, ερωτεύονται την ίδια γυναίκα, μορφώνονται κατά το δυνατόν, υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία και κλέβουν, από κάποιο ξωκλήσι, μια εικόνα της Παναγίας, η οποία από κει –στο πηγάδι– κοντά στο στρατόπεδο, όπου ρίχνεται, κάνει φτερά. Το γεγονός της κλοπής στον μεν Άρη δεν επιφέρει την παραμικρή συνειδησιακή ευθύνη για τη συνέχιση της ζωής του, που περνά από αγώνες, εξορίες και φυλακίσεις, για να καταλήξει επιχειρηματικά κάπου στην Ήπειρο, στον Βίκτορα, όμως, αφήνει πάμπολλες αμφιβολίες για το ούτως ή άλλως ανήθικο του εγχειρήματος αλλά και για την τύχη της συγκεκριμένης εικόνας, ωθούμενος από ένα τεράστιο βάρος θρησκευτικής χροιάς, που έχει εναποτεθεί στον ψυχισμό του. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς οι δύο φίλοι είναι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες κι αυτό – πέρα από τα χιλιάδες χιλιόμετρα που τους χωρίζουν, όταν αρχίζουν την αλληλογραφία για την τύχη της εικόνας, θα σταθεί καθοριστικό για τη σχέση, την τόσο ισχυρή, η οποία όμως –φαίνεται– καθώς και ο συγγραφέας το επιθυμεί, δεν θα έχει συνέχεια. Γιατί περνάμε «από τη μία εικόνα στην άλλη» και η «άλλη» εικόνα αφορά το ατομικό του περίβλημα, το προσωπικό του δέος και τη φροντίδα του να υπάρξει στη λογοτεχνία, όχι απλώς ψυχαγωγούμενου, αλλά αναμετρώντας τις δυνάμεις του με το αύριο, με το μέλλον.
Κοιτώντας λοιπόν το πρόσωπό του στον καθρέφτη –ή στην ταραγμέγη θάλασσα όσων προηγουμένως κατέγραψε χωρίς την ελάχιστη προσδοκία συντριβής των ηρώων του– ο συγγραφέας βλέπει το είδωλό του αλλά ξέρει, πολύ καλά, πως δεν είναι ο ίδιος ο αφηγητής, εκείνος δηλαδή που έστησε τη συγκεκριμένη μυθοπλασία. (Θα μπορούσε κανείς απλώς να διερωτηθεί πώς συμβαίνει αυτό το γεγονός, όταν τα λόγια, το σκηνικό και τα δρώμενα του ανήκουν. Η απάντηση στο βιβλίο και στα πρόσωπα του Βελισαρίου και της Ιλόνα). Οι οποίοι λειτουργώντας ως το alter ego του συγγραφέα, τον συντροφεύουν στη σκέψη του για ό,τι προηγήθηκε, για ό,τι ολοκληρώθηκε και ό,τι έμεινε ασχολίαστο, για το αν έπρεπε το σημείο της σύγκρουσης να δρομολογηθεί ή να παραποιηθεί, για το τι διαθέτει μεγαλύτερη προοπτική και τι περνά απαρατήρητο, για οδυνηρά ή ανώδυνα στιγμιότυπα, που ένας συγγραφέας αναφέρει στον εαυτό του ή σ’ εκείνους που παίζουν το ρόλο του άλλου του εαυτού. Χωρίς υπερβολή το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, συναρπαστικό στην ψυχή και στην ουσία του, διαλεκτικό στην όσμωσή του, καταφέρνει και κάνει πραγματικότητα ένα μεγάλο στόχο συγγραφικό, ο οποίος μπόρεσε να επιτευχθεί χάρις στην τεράστια ικανότητα που ο Δημήτρης Νόλλας κατέχει όλα αυτά τα χρόνια στον πεζό λόγο, μπαίνοντας στην κεφαλή των καλύτερων μεταπολιτευτικών πεζογράφων στη χώρα μας.
Μπαίνοντας στην «άλλη» εικόνα, αυτή που ο Δημήτρης Νόλλας προτιμά πλέον να μην την καλύπτει αλλά να τη φανερώνει απροκάλυπτα, μάλιστα, με στολίδια και γωνίες μυστικές, θρησκευτικές ή υπαρξιακές, εμείς ως αναγνώστες συγκρατούμε το ήθος της γραφής, το άδολο παιχνίδι με όλες τις συνισταμένες, την ειλικρίνεια στις προθέσεις αλλά και το ψυχολογικό μπέρδεμα, που εμφανίζεται στις καλά αναγνωρισμένες, για τις ενέργειές τους, μεταπολιτευτικές γενιές, που όχι μόνο δεν άλλαξαν τον κόσμο, όχι μόνο δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων αλλά το αντίθετο πρόδωσαν ιδέες και οράματα.
Ο Νόλλας που στη δεκαετία του ’70 μόλις ξεπερνούσε τα τριάντα του χρόνια ασφαλώς, σήμερα, έχει πολλά να πει, περισσότερα απ’ τους αυτόκλητους «φωστήρες» και «αγωνιστές» που ηγούνται, διοικούν και καθοδηγούν, το λιγότερο χωρίς προσόντα. Γι’ αυτό και πρέπει να τον αφουγκραστούμε με ιδιαίτερη προσοχή και πάντα εισπράττοντας ό,τι παράδοξο, το μέχρι σήμερα έργο του, εύστοχα σημειολογεί.
Χρίστος Παπαγεωργίου | Μακεδονία