Δημήτρης Νόλλας. «Από τη μια εικόνα στην άλλη». Αθήνα, Καστανιώτης 2003, 175 σελ.
Αυτό που θα δέσει και θα εκτινάξει τη σχέση τους είναι η κλοπή μιας εικόνας και το θάψιμό της σ’ ένα πηγάδι. Τότε αρχίζουν να ζουν πραγματικά, κι αυτή η πράξη θα είναι για τη φιλία τους μια τελετουργία μετάβασης απ’ τον φανταστικό κόσμο της εφηβείας στον πραγματικό κόσμο της ωριμότητας. Μέσα από μια παρεξήγηση (η κλοπή έγινε τη νύχτα του πραξικοπήματος του 1967), ο Άρης, που είναι φαντάρος, θα κατηγορηθεί για αντικαθεστωτική δράση και θα φυλακιστεί. Βγαίνοντας, θα αξιοποιήσει αυτήν την παρεξήγηση για να κάνει καριέρα στη δημόσια διαπλοκή. Ο Βίκτωρ θα φύγει, αφού πάντα φεύγει «φεύγοντας», στην Αυστραλία, θα αλλάξει όνομα, θα μπλεχτεί σε μια φάρμα και, αναζητώντας την ταυτότητά του, θα αναζητήσει με την επάνοδό του στην Ελλάδα μια διορθωτική εμπειρία: την επανατοποθέτηση της εικόνας στο εκκλησάκι. Η εικόνα όμως έχει χαθεί. Και οι δύο, ειδικά ο Άρης που έχει ξεχάσει το «χτες», αλλά και ο Βίκτωρ, προσπαθούν να επαναπαρουσιάσουν το παρελθόν τους. Όμως, έχει χαθεί ή ξεχαστεί η εικόνα του.
Ηγετικός χαρακτήρας ο Άρης, «λαμπράκης», διεκδικητικός, θα χτίσει το παρόν του χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε υλικά. Αντίθετα, ο Βίκτωρ πιστεύει ότι η ταυτότητα μιας βιογραφίας δεν βρίσκεται στη φυγή αλλά στα χωρικά ύδατα του παρελθόντος. Εκεί ψάχνει κι εκεί καταλήγει. Αφανής ήρωας, χαμένος στον λαβύρινθο πολλαπλών επινοήσεων.
Το «Από τη μια εικόνα στην άλλη» του Νόλλα είναι ένα μυθιστόρημα για την αφάνεια. Η εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, ίσως της Προυσιώτισσας, που ήρθε απ’ την περίοδο της εικονομαχίας μέσω Θράκης στην Ευρυτανία και η οποία λέγεται ότι είχε την ευλογία της ίδιας της Παναγίας και την έφτιαξε πιθανόν ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι η εικόνα του ίδιου του λαού, αφού αυτήν ο λαός αγαπά περισσότερο. Είναι η μάνα. Είναι εικόνα ιερής συγκίνησης, ιστορικής μνήμης, είναι η Αχειροποίητη εικόνα, σύμβολο ιερό, αφηρημένο, ένα συλλογικό μήνυμα που χάνεται βαθιά στο πηγάδι της απομαγοποίησης. Είναι επίσης μια καλλιτεχνική εικόνα, είναι η λαϊκή μυθολογία. Η εμψύχωση και η απώλειά της δεν προσβάλλουν την ιδιοκτησία αλλά τον τόπο καταγωγής, που χάθηκε για πάντα. Η εικόνα βρίσκεται πια στο πηγάδι του ασυνείδητου και η κάθοδος του Βίκτωρα στο πηγάδι είναι κάθοδος στον Άδη. Αυτή η συγκλονιστική σκηνή μοιάζει με την αντίστοιχή της στο μεταφυσικό θερμοκήπιο της «Φωτεινής μαγικής» του Νόλλα. Είναι επίσης ένας ειρωνικός υπαινιγμός, για τους Βίκτωρες και τους Άρηδες που επινοούν κρεμασμένοι στο χείλος του πηγαδιού του θανάτου και των σκοταδιών της ψυχής.
Ο Βίκτωρας πια βρίσκεται στα βάθη του πελάγου, ανάμεσα σε ψάρια και φώκιες που μοιρολογούν, αναφορά στον Παπαδιαμάντη και την τέχνη του περιττού που εκείνος υπηρέτησε.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ακόμα μια αναφορά στο αληθινό και το ψεύτικο. Τη θέση του αντικειμένου και του υποκειμένου (σταθερές αξίες του μοντερνισμού), του πρωτότυπου, του πραγματικού, του ανίερου και του αληθινού, παίρνουν η εικόνα, το αντίγραφο, η αναπαράσταση, το φαινόμενο και η ψευδαίσθηση, της οποίας το αποκορύφωμα είναι το αποκορύφωμα του ιερού. (Λουδ. Φόυερμπαχ, Πρόλογος στη β΄ έκδοση της «Ουσίας του Χριστιανισμού».)
Το «Από τη μια εικόνα στην άλλη» είναι, για να θυμηθούμε τον Γκυ Ντεμπόρ, ένα μυθιστόρημα για το παραπλανημένο βλέμμα, για την ψευδή συνείδηση. Γι’ αυτό ό,τι βιώσαμε άμεσα στην νιότη μας απομακρύνθηκε σε μια αναπαράσταση. Σ’ αυτήν ήταν εγκλωβισμένοι και ο Βίκτωρ και ο Άρης, για διαφορετικούς λόγους. Γνήσιοι αντι-ήρωες της εποχής μας, η παρουσία τους έχει πάψει προ πολλού να είναι σύνολο εικόνων, αλλά κοινωνικών σχέσεων μεσολαβημένων από εικόνες. Άρα, και ο Βίκτωρ και ο Άρης πρέπει να προσέξουν. Μπορεί και οι δύο να είναι όψεις, αντίθετες έστω, ενός σύγχρονου φαρισαϊσμού, ο ένας στην αριστερή κι ο άλλος στη δεξιά πλευρά του.
Το μυθιστόρημα λοιπόν διαπραγματεύεται το χτες, την παράδοση, την ιστορικότητα των αξιών μέσα στην ύστερη νεωτερικότητα. Έτσι, ο Βίκτωρ και ο Άρης είναι φίλοι μας, σύμμαχοί μας, για να δούμε τα λάθη μας σε μια ελλειπτική θέαση και σκέψη της ζωής.
Τι κρατάμε στις αποσκευές μας; Πού πάει ο παλιός χρόνος; Οι ηλικίες μας; Τα περάσματά μας; Οι πρώτες ανακαλύψεις και μεταστροφές στη ζωή μας; Γιατί και πώς περάσαμε, κάτω από υποσυνείδητες πάντα συνθήκες, απ’ τη μια μεριά του καθρέφτη στην άλλη; Μπορούμε να βλέπουμε το χτες μας; Όπως στο εξώφυλλο του μυθιστορήματος, μπορούμε να βλέπουμε την πίσω μας μεριά να ανεβαίνει τις σκάλες;
Είμαστε πρόσωπα αυτεξούσια; Μπορούμε να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε; Κι αν ωριμότητα και πολιτισμός σημαίνει αναλαμβάνω τη διαχείριση του συνειδητού ευνουχισμού μου, στον πολιτισμό της Εικόνας, στον πολιτισμό της Διέγερσης, της Αγοράς, πόσα «αντί» μπορώ να αντέξω; Ο Βίκτωρ, χρόνια πολλά μετά, μαθαίνει να διεκδικεί ανοιχτά, αλλάζει όμως όνομα, θέλει να περάσει τον καθρέφτη, να γίνει άλλος. Να γίνει ένας άλλος ή μια άλλη εικόνα; Θέλει πάντως. Η επιθυμία του είναι πιο κοντά σε βασικές ανάγκες. Ο Άρης, έχοντας πάρει από την αριστερά μόνο το μίσος, πνίγεται μέσα στην αλαζονεία, προσπαθεί να ξεχάσει, όπως όλοι οι άνθρωποι. Κι οι δύο, με περισσότερες ή λιγότερες αντιπάθειες (για τους αναγνώστες), μας βοηθούν να καταλάβουμε την εποχή μας. Κρύβουμε μέσα μας και τον Βίκτωρα και τον Άρη. Ο διχασμένος άνθρωπος του Βίκτωρα και του Άρη τονίζει την πάλη ανάμεσα στην ελευθερία και την υπακοή. Την αλήθεια και την ψευδαίσθηση. Το ιερό και το ανίερο. Την πάλη, ακόμα, να μην απομακρυνθούμε απ’ τις βασικές αναπαραστάσεις των βιωμάτων μας. Την ανάγκη επαφής με την πραγματικότητα, αλλά και την ανάγκη οι αναπαραστάσεις μας να συμβολίζουν αυθεντικές, ισότιμες, πρόσωπο με πρόσωπο κοινωνικές σχέσεις. Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, ο Νόλλας χρησιμοποιεί τον συγγραφέα, ο οποίος εξομολογείται διάφορα. Ήδη, απ’ τη σελ. 169, ερχόμαστε σ’ επαφή με τη νοσταλγία μιας ενόρμησης για επιστροφή σε προγενέστερες καταστάσεις, πριν δηλαδή αρχίσουν και βουλιάζουν σιγά σιγά και τελεσίδικα, και να πνίγονται, ο ένας στις λέξεις κι ο άλλος στα ξένα.
Ποιο είναι το ζήτημα που θα έπρεπε να το είχα λύσει πριν βάλω στο χαρτί την πρώτη λέξη. Και εννοούσα όχι την πρώτη λέξη τούτου εδώ του κειμένου, αλλά εκείνη την πρώτη πρώτη πριν από πολλά χρόνια [σελ. 168].
Την εικόνα ψάχνει κι ο Νόλλας. Βλέποντας πως η εικόνα της ζωής υπερτερεί του κειμένου. Το κείμενο είναι απλά μια ηρωική έξοδος.
Μια έξοδος απ’ τη ζωή όπως έχει, για να επιστρέψουμε λίγο πιο καθαροί. Γι’ αυτό, το μυθιστόρημα αυτό του Νόλλα διαπραγματεύεται την ηθική. Και στον βαθμό, πάντα, που έχει να κάνει με την πολιτική. Ο ίδιος αποποιείται εξουσία και δύναμη, αποφεύγει τον γραφομανή, αναζητά τον συγγραφέα. Χρειάζεται να διαχειριστούμε την επιθυμία μας. Ο Βίκτωρ έπρεπε περισσότερο να επιθυμήσει κι ο Άρης λιγότερο. Τα όρια μπαίνουν απ’ τη συνείδηση και τους νόμους της αγοράς. Κι ο Νόλλας δε νοιάζεται να τιμωρήσει τον Άρη. Μπορεί να βρίζει και να συγχύζεται με τα λαμόγια της γενιάς του, φτάνει όμως και στη συντεχνία του: συγγραφέας δεν είναι αυτός που στολίζει τα εορταστικά τραπέζια της εξουσίας και δοξάζεται σαν σπουργίτι φοβισμένο με την ευλογία του δυνάστη του [σελ 157].
Το «Από τη μια εικόνα στην άλλη» δεν μιλά μόνο για το χτες. Αναφέρεται στο σήμερα. Γιατί πιστεύει στη δημιουργική απάτη. Στην αλήθεια του παραμυθιού. Σ’ αυτή την αλήθεια, που μπορεί να διεμβολίσει την οποιαδήποτε και οσοδήποτε ισχυρή αντικειμενικότητα βρεθεί μπροστά μας. Γι’ αυτό βοηθάει σε ανατροπές. Γι’ αυτό βάζει τον Βίκτωρα στο αεροπλάνο. Γι’ αυτό ξαναεμφανίζει στη ζωή του Άρη τον Βίκτωρα. Το μυθιστόρημα είναι καβαλέτο, παραβάν, ριντό, μπερντές, βαριά βελούδινη κουρτίνα, ανάμεσα στον συγγραφέα και τον κόσμο, που ενώνει και χωρίζει [σελ. 149].
Το «Από τη μια εικόνα στην άλλη» μάς λέει απλά ότι η επιθυμία είναι διαμεσολαβημένη, μέσα από αλλεπάλληλες αλλοτριώσεις των σχέσεών μας. Μένει να βρούμε πρωταρχικές, ξεχασμένες εικόνες και να επιθυμήσουμε να τις φέρουμε στο φως — κι αυτό δεν γίνεται χωρίς εμπλοκή. Το σύγχρονο θέαμα δεν είναι σύνολο εικόνων. Αυτή είναι επιφανειακή, φωτογραφική ματιά. Είναι κοινωνικές σχέσεις που πρέπει να επιθυμήσουμε να τις αλλάξουμε. Γιατί κάτω απ’ τις σύγχρονες αναπαραστάσεις δεν υπάρχουν βιώματα. Ο Βίκτωρ είναι ένας διαφορετικός Οδυσσέας που η Ιθάκη του δεν είναι το Αιγαίο αλλά οι φώκιες που μοιρολογούν. Μοιρολογούν για το μικρό, το ελάχιστο, την αυθόρμητη πρόζα, για τα άτομα τα ξεριζωμένα, μετανάστες, μετέωρους, αδύναμους να ανήκουν κάπου, περαστικούς, ευέξαπτους, νοσηρούς. Μοιρολογούν αναζητώντας νόημα, ενάντια στον συμβατικό κόσμο. Και μαζί μ’ αυτόν τον μυθιστορηματικό θρήνο, ο συγγραφέας διακωμωδεί, σατιρίζει, κάνει φάρσες και χρησιμοποιεί σαν όπλο την ειρωνική αντίστιξη. Ο Νόλλας ψάχνει ακόμα την εικόνα της «Πολυξένης» και της «Νεράιδας της Αθήνας» (1974), σπρώχνοντας τους ήρωές του στην απορία, στην κατασκευή κρίσεων, ακόμα και στην απογοήτευση. Και αυτό το μυθιστόρημά του, μάς θυμίζει γυναίκα του Μπουζιάνη, με γραπτά χωρίς μύτη και κώλο [Μάριος Χάκκας].
* Είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, στις μέρες μας, να κρύβουμε πράγματα και μετά από καιρό να ξεχνάμε την κρυψώνα τους, οριστικά.
Κώστας Καλημέρης | Εντευκτήριο