Δημήτρης Νόλλας, «Από τη μία εικόνα στην άλλη», Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. σελ. 192
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Νόλλα έχει δύο σημαντικές και αλληλένδετες αρετές: την πυκνότητά του και το εύρημα των πολλαπλών διαδοχικών εικόνων που υπαινίσσεται στον εύστοχο τίτλο του. Ενώ πολλά από τα σύγχρονα μυθιστορήματα εκτείνονται σε μεγάλο αριθμό σελίδων (χωρίς αυτό, βέβαια, να αποτελεί αναγκαστικά πλεονέκτημα ή μειονέκτημα), η περιορισμένη έκταση αυτού του κειμένου τού επιβάλλει αφήγηση λιτή, επιλογή των αφηγούμενων επεισοδίων, σύμπτυξη του αφηγηματικού χρόνου και παλινδρομική κίνηση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και, τέλος, μικρό αριθμό προσώπων. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν στον αναγνώστη όχι μόνο «γρήγορη» πρόσληψη του όλου αλλά και ανετότερη επανεκτίμηση των επιμέρους λεπτομερειών της σύνθεσης. Από την άλλη, οι εναλλασσόμενες εικόνες, οι αντικατοπτρισμοί, η πραγματικότητα και το είδωλό της, ως τέχνασμα θεματικό και αφηγηματικό, πλουτίζουν το έργο με ευρύτερες ερμηνευτικές διαστάσεις, σύμβολα και τεχνικές, συμβάλλοντας στη διαλογικότητά του.
Ας προστεθούν ακόμη η έντονη ειρωνεία που διαπερνά το κείμενο, χωρίς ωστόσο να αποκλείει τις λυρικές εικόνες, οι πρωτότυπες παρομοιώσεις και μεταφορές και η δημιουργία πολύ αληθοφανών ανθρώπινων τύπων.
Στην αφετηρία του έχει ένα θέμα γνωστό στη λογοτεχνία, την ανδρική φιλία. Από τους δύο συνομήλικους πρωταγωνιστές, συμμαθητές, συστρατιώτες και ερωτικούς συντρόφους της ίδιας γυναίκας, ο Άρης είναι δυνατός και αποφασισμένος για τη νίκη, έτοιμος να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία. Αντίθετα, ο τιμιότερος Βίκτωρ, υποταγμένος αρχικά στο φίλο του, είναι ονειροπόλος και με τάσεις φυγής και ενδιαφέρεται περισσότερο για το χορό και την τέχνη παρά για την πολιτική. Ο πρώτος, κατά το χαρακτηρισμό της αγαπημένης τους, «είναι από αυτούς που φτιάχνουνε τον κόσμο», ο δεύτερος «απ’ αυτούς που τον στολίζουν». Αν αρχικά τους χωρίζει ο έρωτάς τους για τη Χριστίνα, ολοκληρώνει το χωρισμό τους η εικόνα της «Βρεφοκρατούσας», που κλέβει ο Άρης, και την οποία ο φίλος του για δεκαετίες προσπαθεί να βρει και να επιστρέψει στη θέση της.
Παράλληλα με τις περιπέτειες των ηρώων εξελίσσεται η ελληνική ιστορία των τελευταίων σαράντα χρόνων. Το μυθιστόρημα αρχίζει στις 22 Σεπτεμβρίου 1971, ημέρα της κηδείας του Γ. Σεφέρη, η κλοπή πραγματοποιείται στις 21 Απριλίου 1967, ενώ άλλες μικρές κοινωνικές ειδήσεις (π.χ. «το σιδέρωμα της Σπυριδούλας») συνδέουν με την αναγκαία αληθοφάνεια τη φανταστική δράση των ηρώων με τα δρώμενα του ελλαδικού χώρου.
Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος για να διαβαστεί το μυθιστόρημα και ως αλληγορία των βασικών (αντιθετικών σε μεγάλο βαθμό) κατευθύνσεων που ακολούθησε την ίδια περίοδο η δημόσια ζωή του τόπου. Ο αριστερός Άρης, που όμως δε φαίνεται να ακολουθεί καμιά από τις ιδεολογικές αρχές της Αριστεράς, θα κάνει το παν για να «ξελασπώσει», και ενώ αποκτά μεγάλα οικονομικά οφέλη συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ, θεωρεί ότι «συνέβαλε κι αυτός με τον τρόπο του στη διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα» (σ. 65). Ο Βίκτωρ αυτοεξορίζεται στην Αυστραλία και, σε αντίθεση με το φίλο του, δεν μπορεί να ξεχάσει το παρελθόν, να παραμερίσει τις τύψεις του και να συνεχίσει τη ζωή του, γι’ αυτό και δε θα πραγματοποιήσει καμιά από τις επιθυμίες του. Κανένας, πάντως, δε θα ευτυχήσει ουσιαστικά. Κατά χαρακτηριστικό, μάλιστα, τρόπο και οι δύο άντρες έχουν την έμμονη ιδέα να αποσυρθούν στην ύπαιθρο, να απομονωθούν από τη ζωή της μεγαλούπολης. Αδυνατούν άραγε να τα βγάλουν πέρα με την καθημερινότητά τους ή έχουν ανάγκη να ξεκαθαρίσουν τις σκέψεις τους στη μοναξιά;
Το έργο είναι διαιρεμένο σε δύο άνισα μέρη. Το πρώτο με τίτλο «Τα κλεμμένα» χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια. Ο τρόπος της αφήγησης διαφέρει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Ένας παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί διαδοχικά τα διάφορα πρόσωπα, εστιάζοντας εσωτερικά κυρίως στους δύο φίλους στο πρώτο, το δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο και όγδοο κεφάλαιο. Στο τρίτο την αφήγηση αναλαμβάνει ο Βίκτωρ. Στο έκτο αφηγούνται διαδοχικά την ίδια ιστορία ο Άρης και ο Βίκτωρ (πρόκειται για ένα από τα πιο τρυφερά και συνάμα ενδιαφέροντα τεχνικά κομμάτια του έργου). Αλληλοδιαδοχή των ίδιων αφηγητών αλλά με τα γράμματα που ανταλλάσσουν έχουμε και στο έβδομο κεφάλαιο, ενώ στο ένατο ακούμε τη «μαγνητοφωνημένη» φωνή της Χριστίνας.
Στο σύντομο δεύτερο μέρος, «Ο αφηγητής, εγώ και το είδωλό του», μαθαίνουμε, εκτός από το μάλλον άδοξο τέλος της ιστορίας, ότι συγγραφέας του μυθιστορήματος είναι ο Σωτήρης, ο ανάπηρος ετεροθαλής αδερφός της Χριστίνας. Ο Σωτήρης, λοιπόν, απομακρύνεται σταδιακά από την αφήγηση των όσων συνέβαιναν στους άλλους για να διηγηθεί επεισόδια της δικής του ζωής και κυρίως την περιπέτειά του με το γράψιμο, τον αγώνα της έμπνευσης, της σύνθεσης, αλλά και της προώθησης του έργου του.
Τι είναι, επομένως, οι ήρωες του μυθιστορήματος; Πρόσωπα «υπαρκτά» τις περιπέτειες των οποίων μέσα στις συμβάσεις του ρεαλισμού παρακολουθεί ο αναγνώστης ή φανταστικές φιγούρες που πλάστηκαν από το συγγραφέα Σωτήρη; Το ερώτημα συνδέεται με το ρόλο που αποδίδουμε στον τελευταίο: αν δηλαδή τον θεωρούμε απλό καταγραφέα μιας ιστορίας που παίχτηκε μπροστά στα μάτια του και για την οποία φρόντισε εκ των υστέρων να συγκεντρώσει πληροφορίες ή αν, αντίθετα, θεωρούμε ότι αυτός κινεί τα νήματα όλου του δράματος, κατευθύνοντας από την αρχή τα πρόσωπα και τα γεγονότα σύμφωνα με την κυρίαρχη συγγραφική βούλησή του.
Ο ίδιος τονίζει ότι γράφει «μια ιστορία αντικατοπτρισμών, μια ιστορία εξαπάτησης» (σ. 144) και αναφέρεται σε είδωλα και σωσίες «των γνωστών του και πραγματικών προσώπων» (σ. 151). Με τα λόγια του συμβάλλει στο θέμα του «διπλού» (ανθρώπινου τύπου, αντεστραμμένης εικόνας, ειδώλου στον καθρέφτη, ζωής και θεάτρου, πραγματικού και νοητού κόσμου), που διατρέχει, όπως επισήμανα ήδη, το μυθιστόρημα.
Προέκταση του ίδιου στοιχείου μπορούμε να θεωρήσουμε και ένα άλλο χαρακτηριστικό του έργου. Στην επιλογική σημείωση ο Δ. Νόλλας εκφράζει την οφειλή του στους συγγραφείς Αριστοτέλη Νικολαΐδη, Νίκο Καχτίτση, Ερνέστο Σάμπατο, Αντρέα Φραγκιά, Στρατή Τσίρκα «και σε όλους όσοι βρέθηκαν σαν εικονίτσες στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου. Φυλαχτό στο μέρος της καρδιάς». Σε πρόσφατη συνέντευξή του (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 11 Απριλίου 2003) διευκρίνισε ότι στο βιβλίο του έχει ενσωματώσει «διασκευασμένα ή κυριολεκτικά ξεπατικωμένα» μικρά ή μεγάλα αποσπάσματα από έργα τους. Πράγματι, το κείμενό του είναι γεμάτο από διακειμενικές αναφορές σε πολύ περισσότερα έργα, οι οποίες ζωντανεύουν ακόμη και ήρωες άλλων βιβλίων, όπως ο Άγγελος από την «Καγκελόπορτα» του Φραγκιά ή συγγραφείς, όπως ο Τσίρκας, που υπερασπίζεται τους λογοτέχνες, μιλώντας ρε έναν λούστρο με «πλατωνικές» αντιλήψεις ως προς το θέμα αυτό.
Τελικά, είναι βέβαιο ότι το μυθιστόρημα του Δ. Νόλλα που τόσο εύκολα μοιάζει να παραγίνεται στον αναγνώστη στο πρώτο μέρος του, θυμίζοντάς του εποχές, καταστάσεις και νοοτροπίες του πρόσφατου παρελθόντος (και παρόντος), μεταβάλλεται στη συνέχεια σε σχόλιο της γραφής του, αναδεικνύοντας γενικότερα τη δυσκολία ανασύνθεσης και κατάταξης των όσων συμβαίνουν γύρω μας και προτείνοντας ως αναπόφευκτη κατάληξη την ανάγκη να μάθουμε να συμβιώνουμε με τον εαυτό μας.
Έρη Σταυροπούλου | Διαβάζω, στήλη: «Με νωπό μελάνι»