Δεκατρία διηγήματα του πεζογράφου Δημήτρη Νόλλα στο καινούργιο του βιβλίο με τον τίτλο «Ο παλαιός εχθρός»
Δημήτρης Νόλλας: «Ο παλιός εχθρός». Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σελ. 122.
Οχτώ χρόνια μετά τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Θολά τζάμια, ο Δημήτρης Νόλλας (γεν. 1940) εκδίδει συστεγασμένα υπό τον τίτλο «Ο παλαιός εχθρός» δεκατρία διηγήματά του. Είχαν μεσολαβήσει δύο μυθιστορήματα, το «Φωτεινή μαγική», το 2000, και το σπουδαίο «Από τη μία εικόνα στην άλλη» πέρυσι. Άλλωστε, ακριβώς το χρονικό άνυσμα 1996-2003 καλύπτει η γραφή και η δημοσίευση (σε περιοδικά και εφημερίδες) των διηγημάτων του νέου βιβλίου.
Πλην ενός, τα διηγήματα είναι γραμμένα στο τρίτο ενικό πρόσωπο, με την οπτική ενός προσεκτικού ουδέτερου: αφηγήσεις για τις «παγιδευμένες στιγμές» της ζωής τρίτων, για ανθρώπους που «όλη τους τη ζωή βρίσκονται σε λάθος τόπο», για ξένους και αποξενωμένους, για το «ραγισμένο γυαλί» βαλτωμένων σχέσεων, για έρωτες που «κατάντησαν βάσανο», για «δρόμους σκοτεινούς» και «δρόμους του χωρισμού» (η λέξη «δρόμος» σημαδεύει τον τίτλο τριών διηγημάτων). Τετριμμένα πράγματα θα πει κανείς, τετριμμένα αισθήματα· η καλή λογοτεχνία δεν έχει οπωσδήποτε ανάγκη το «μεγάλο θέμα», το φαντασμαγορικό, για να πει όσα έχει να πει. Κι ο Δημήτρης Νόλλας, χάρη στο εσωτερικό του βλέμμα και την ήρεμη και κατασταλαγμένη δύναμη της γραφής του, είναι μάστορας σ’ αυτήν την τέχνη του «μικρού», που το αποκαλύπτει πληθυντικό στη σημασία του. «Ο παλαιός εχθρός» επαληθεύει τις κατακτήσεις του στα «Θολά τζάμια».
Κομβικό διήγημα
Το μοναδικό διήγημα της συλλογής που αναπτύσσεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι το έβδομο, «Ο παλαιός εχθρός», που τέμνει ακριβώς στη μέση το βιβλίο και, καθόλου τυχαία, του δίνει και τον τίτλο του. Αυτό το κομβικό διήγημα, που εισάγεται με μότο στίχους του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου («Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου / το τρίτο παράθυρο ένα μάτι ανελέητο»), είναι εκτός των άλλων και το πλέον λόγιο ή λογιόμορφο και αυτοαναφορικό του βιβλίου, αν κρίνουμε και από τους στίχους ποιημάτων που χρησιμοποιεί η εξιστόρηση για την πρόοδο της. Η εξιστόρηση αυτή κορυφώνεται με την ευθεία παραπομπή στον Ανδρέα Εμπειρίκο και τη διαπίστωση για το «πόσα παρακινδυνευμένα ξαφνιάσματα μπορεί να κρύβει ο λόγος του ποιητή ‘‘πάρε την λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου’’».
Στο διήγημα αυτό, λοιπόν, ο ήρωας, που δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με τον συγγραφέα, «στη διάρκεια ενός μακρινού περιπάτου, σκέφτηκε την πιθανότητα να βρίσκεται μέσα σε ένα ηθογραφικό διήγημα, και όχι σε έναν από τους παλαιότερους συνοικισμούς του Πειραιά, που εδώ και ώρα περιδιάβαζε ανέμελα στα προσφυγιά σοκάκια του». Ελκόμενος από κάτι αδιάγνωστο και ανεξέλεγκτο, ακολουθεί κατά πόδας έναν πλανόδιο μικροπωλητή, σαν μαγνητισμένος, κι αυτό ακριβώς τον «κάνει να σκεφτεί πως περιδιάβαζε τις πρώτες αράδες ενός ηθογραφικού διηγήματος». Η τελικά «αποζημίωσή» του, ενόσω αδειάζει ταχύτατα τα μισόκιλα από κοινού με τον άγνωστό του μικροπωλητή, είναι να ακούσει τη «διπλή ιστορία» του πλανόδιου, το «δίδαγμα» της οποίας συνοψίζεται με την εξής φράση: «Έχουμε όλες τις ευκαιρίες, με κάθε λέξη που κατρακυλάει μέσα από τα δόντια μας, να προκαλέσουμε το κακό. Κάθε λέξη μας μπορεί να γίνει λόγος για το κακό». Αλλά και κάθε λέξη, μία και μόνη, μπορεί να είναι η αρχή μιας ιστορίας και το ξεκλείδωμα ενός κόσμου. Μ’ αυτό το κείμενό του, ο Νόλλας επιχειρεί μια έμμεση υπεράσπιση της λογοτεχνίας που έχουμε συνηθίσει να την αποκαλούμε ηθογραφική, και ενίοτε να την απαξιώνουμε και να την καταδικάζουμε συλλήβδην σαν παλιομοδίτικη. Αλλά και στη λογοτεχνία, οφείλουμε να κρίνουμε από το αποτέλεσμα –όποια τεχνική κι αν το παρήγαγε– και όχι από τις προθέσεις και τις διακηρύξεις του συγγραφέα, ή από τον βαθμό συμμόρφωσής του προς τη μια ή την άλλη «σχολή».
Οι λέξεις-έννοιες που έρχονται και ξανάρχονται στα κείμενα του βιβλίου, εκτός από το «δρόμο», είναι ο «τόπος» και ο «ξένος». Συναισθηματικά, παρά γεωγραφικά, ορίζεται εδώ ο τόπος, σαν εστία της μνήμης («Και πού να πας κακομοίρα μου; Δεν βλέπεις πόσο μικρός είναι ο τόπος, όπου και να πας μέσα θα ’σαι», «Ένας άντρας στα εβδομήντα χωρίς δικό του τόπο δεν είναι τίποτα», «Τόπους θυμάμαι, με τα πρόσωπα είναι που δυσκολεύομαι»), η δε «ξενότητα» εμφανίζεται στα διηγήματα υπό ποικίλες μορφές:
Ξένος δεν είναι μόνον αυτός που έρχεται από κάποιο μακρινό αλλού, όπως ο Βάσια «από τα μέρη της Μαύρης θάλασσας», στο διήγημα «Το σκουριασμένο μαχαίρι», μα και ο Έλληνας μετανάστης που επιστρέφει από τη Μασσαλία όπου πάλεψε χρόνια («Ο δρόμος του Καφέ») ή από τη Γερμανία («Είναι μακρύς του χωρισμού ο δρόμος»), κι ο εσωτερικός φυγάς ή μετανάστης που δουλεύει για «έναν Κολοκοτρώνη», μόνος Έλληνας αυτός σε μια παρέα ξένων (κι ίσως γι’ αυτό διπλά ξένος) ή βυθίζεται σε «ξένη αγκαλιά» κι ο θεμελιωδώς «άλλος» (ο άλαλος «ζαβός του χωριού» ή ο παρατημένος γέροντας) που είναι εγκλωβισμένος στη ιδιαιτερότητά του ή στο «κουσούρι» του κι ο ναύτης που «επιστρέφει αέναα» σε ένα χωριό και μια σύζυγο που όσο τον έλκουν τόσο τον απωθούν και όλοι οι αποξενωμένοι εταίροι ξοδεμένων και ξεθυμασμένων σχέσεων, όσοι φθείρονται μέσα σε μια «ερημιά που την έστησαν μόνοι τους».
Γωνιές αυτής της «ερημιάς» εντοπίζει και εικονογραφεί ο Νόλλας, μιας ερημιάς που φαίνεται να καταντάει με τον καιρό το μόνο οικείο και φυσικό καθεστώς ύπαρξης και συνύπαρξης. Αλλά για να μην παραδοθεί ο λόγoς στο μελό ή στη στηλίτευση, ο συγγραφέας έχει τον νου του και στις οάσεις, λιγοστές αλλά υπάρχουσες, που εξανθρωπίζουν αυτήν την ερημιά. Και η όαση που κυρίως τον ενδιαφέρει, κι αυτήν αναδεικνύει, έχει το όνομα της αγάπης. Αποξενωμένοι ή όχι, οι ήρωες αρκετών διηγημάτων βρίσκουν τον τόπο τους σε μια ύστατη προσπάθεια, τον τόπο της αγάπης δηλαδή. Και είτε επιστρέφουν είτε αναβάλλουν τον οριστικό χωρισμό, ανακαλύπτοντας πως «έχουν καιρό», σε μια εποχή όπου «δεν υπάρχει πλέον χώρος, ούτε μέσον, για εκείνους που θέλουν να καθυστερούν».
Οικειότητα
Καμία εκζήτηση στη θεματική, στην πλοκή ή στη γλωσσική επεξεργασία δεν διακρίνει τα διηγήματα του Νόλλα, καμία έγνοια να προσποιηθούν και να φαντάξουν. Το στρατήγημά τους είναι η οικειότητα, έτσι όπως αποσπούν φύλλα από την ιστορία της ζωής συνηθισμένων, αναγνωρίσιμων ανθρώπων για να δώσουν όχι ένα όλον αλλά, και πάλι, ένα απόσπασμα. Υπάρχουν, μάλιστα, κάποια διηγήματα που ο συγγραφέας τα αφήνει να εκκρεμούν, χωρίς να στρογγυλεύει και να τα κλείνει με κάποιο τέλος ευλογοφανές είτε θεαματικό, αλλά αφήνοντας μια χαραμάδα ανοιχτή. Μικρές χαραμάδες είναι τα διηγήματα του Δημήτρη Νόλλα. Για να βλέπουμε στην κάποια αλήθεια του τον διπλανό-μακρινό κόσμο ή τον μέσα-μακρινό εαυτό μας σαν ήρωα «ηθογραφικού διηγήματος».
Απλά πράγματα. Και σπουδαία νομίζω.
Παντελής Μπουκάλας | Η Καθημερινή, στήλη: «Βιβλίο»