Στη νέα συλλογή διηγημάτων του ο Δημήτρης Νόλλας περιγράφει τον κόσμο με τη σκληρότητα και την αλήθεια ενός παραμυθιού.
Δημήτρης Νόλλας, «Ο παλαιός εχθρός», Εκδ. Καστανιώτη
Ο Δημήτρης Νόλλας έχει επίγνωση πως «τίποτα δεν υπάρχει χωρίς το ανάποδό του, καμιά αλήθεια χωρίς ψέμα, και πως για να υπάρξει το ίσιο θέλει το στραβό του» («Η Παναγίτσα του μπερντέ»), από το πρώτο του βιβλίο, τη «Νεράιδα της Αθήνας» (Άμστερνταμ, 1974), ώς το δέκατο τρίτο του, τη συλλογή διηγημάτων «Ο παλαιός εχθρός» που εκδόθηκε πρόσφατα. Απομονώνει θραύσματα και αποσπάσματα της καθημερινότητας στα οποία άλλοτε προσδίδει την κατ’ επίφαση συνέχεια των μυθιστορημάτων του, περνώντας «από τη μία εικόνα στην άλλη»· και άλλοτε τα καταθέτει ασυνεχή και μετέωρα, στα διηγήματά του. Προσπαθεί, επί τριάντα χρόνια, να χαρτογραφήσει εκείνον τον πυρήνα του βίου και του κόσμου που συντηρεί εντός του ταυτό και το έτερο, το παλαιό και το νέο. Και απεικονίζει, ακόμα και στυλιστικά, τη διαρκή διαπάλη τους, καταγράφει το ανέφικτο της διαλεκτικής τους σύνθεσης σε μια αρραγή ενότητα – η οποία πάντα παραμένει εν τούτοις το ουτοπικό διακύβευμα κάθε ανθρώπινης πράξης στα κείμενά του, της γραφής συμπεριλαμβανομένης.
«Μαύρη τρύπα»
Το σύμπαν που δημιουργεί ο Νόλλας είναι σκοτεινό και έρημο, ρευστό και ασταθές, απορροφά τα πάντα, σαν άλλη «μαύρη τρύπα»· αλλά επιτρέπει τελικά τη διαφυγή μιας «πληροφορίας», ενός ελάχιστου σωματιδίου που διατηρεί και διαφυλάσσει, προβάλλεται στο μέλλον, ψάχνει την πύλη που οδηγεί στους άλλους κόσμους – που ίσως υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Σε έναν τέτοιο κόσμο κινούνται και τα πρόσωπα της παρούσας συλλογής. Ανάγλυφα και μαζί θολά, καθώς μια εσωτερική παλίρροια διαρκώς τα ανασχεδιάζει, πρωταγωνιστούν στα αμοντάριστα πλάνα μιας εξίσου θολής καθημερινότητας, επιζητώντας να ορίσουν εαυτόν και αλλήλους, σε ένα σκληρό παιχνίδι όπου ο γοητευτικός και απειλητικός Άλλος φοράει την προσωπίδα του εαυτού, και το αντίστροφο.
Όλα τα διηγήματα αφηγούνται μια αμφίκοπη σχέση, η οποία αναιρεί εμπράκτως το μανιχαϊστικό διαχωρισμό του καλού και του κακού και, επαναπροσδιορίζοντας τους φορείς του, αφήνει ανοιχτά τα περιθώρια για την επανερμηνεία του κόσμου. Στις ερωτικές ιστορίες, η διαπροσωπική σχέση περιγράφεται ως διαδικασία καθυπόταξης, κανιβαλιστικής καταβρόχθισης του Άλλου, ασχέτως ηλικίας («Βελούδο κάτω απ’ το τραπέζι», «Είναι μακρύς του χωρισμού ο δρόμος»). Οι δεξιοτεχνικές και ακαριαίες ανατροπές, όμως, αποκαλύπτουν ότι ο θύτης και το θύμα ταυτίζονται, εναλλάσσονται στο ίδιο πρόσωπο· και η βασανιστική πορεία της παράδοσης στον Άλλον, εικονοποιημένη και προβαλλόμενη στην ιστορία του Μακρονησιώτη που τον πέταξαν με μια γάτα μαζί, σε ένα τσουβάλι, στο νερό, είναι ταυτόχρονα διαδρομή αυτοπροσδιορισμού, κυνήγι του εαυτού και έσχατη μορφή ελευθερίας («Μικρή νυχτερινή μουσική σε φωτισμένο μπαλκόνι», «Ο δρόμος είναι σκοτεινός»).
Κατά τον ίδιο τρόπο, στις ιστορίες στις οποίες ο Άλλος συνιστά τον πόλο μιας κοινωνικής σχέσης, η ταυτότητα και η ετερότητα δεν ορίζονται στερεοτυπικά. Ο μετανάστης Βάσιας («Το σκουριασμένο μαχαίρι») ενσωματώνεται όταν υποτάσσεται στους νόμους των νονών της νύχτας, κοινούς για Έλληνες και ξένους. Ο εσωτερικός μετανάστης Κοσμάς, μοιράζεται τη μοίρα και την εγκατάλειψη των αλλοδαπών σε μια αφιλόξενη πόλη, και η προδοσία του εξαδέλφου του τού χαρίζει τελικά με μια προσδοκία συντροφικότητας («Ένα χαμένο δελτίο ταυτότητας»). Ο άλαλος και καθυστερημένος Σάββας παραμένει ενσωματωμένος στην κοινότητα, η οποία την ίδια στιγμή τον βασανίζει («Ο άλαλος άλλος»). Και ο «παλαιός εχθρός» δεν είναι ίσως από τον Άλλο που περικλείει ο εαυτός. Ένας εαυτός συχνά στην κόψη του ξυραφιού, έτοιμος να εκραγεί ή να σιωπήσει για πάντα.
Σκληρότητα παραμυθιού
Στα διηγήματα του Νόλλα, ο ξένος δεν ορίζεται σε αντίθεση με μια περιχαρακωμένη εντοπιότητα, αλλά σε συνάρτηση με μια διαδικασία αποξένωσης· μιας αλλοτρίωσης που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα, στο όνομα μιας κανονιστικής προόδου, της πολιτικής ορθότητας, της παγκοσμιοποίησης, των κάθε λογής ιδεολογημάτων. Ο Νόλλας ξορκίζει αυτόν τον κίνδυνο της θανατηφόρας ομοιομορφίας, απεικονίζοντας την πραγματικότητα με την κινηματογραφική τεχνική της διπλοτυπίας και ποντάρει στην αδιαφάνεια και την έλλειψη, την αφαίρεση και την αιώρηση. Οι ιστορίες του έχουν την σκληρότητα και την αλήθεια του παραμυθιού, καθώς τις υποστηρίζει ένα πολυδουλεμένο κάτω από τη λαϊκότητά του ύφος και μια γλώσσα χτισμένη με προσοχή πάνω στα πολλαπλά κι ανόμοια της νεοελληνικής. Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο η Ιστορία μπολιάζεται, σε πολλά διηγήματα, στην σύγχρονη πραγματικότητα και συμβάλλει με φυσικότητα, ως άλλη μια παράμετρος στον ατομικό και συλλογικό αυτοπροσδιορισμό. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η ηθική της ετερογένειας, που συνάγεται μέσα από τις ιστορίες, και η οποία διατυπώνεται σε μια γραφή που ενσωματώνει τον Άλλον, τον Εμπειρίκο, τον Καβάφη λόγου χάρη, καθώς αναζητεί το πρόσωπό της. Προκλητική, αφηγηματικά, η αιώρηση και η ανοιχτή δομή των κειμένων. Γι’ αυτό και οι ελάχιστες αδύναμες στιγμές είναι εκείνες όπου ένας αναπάντεχος διδακτισμός παίρνει το πάνω χέρι, όπως στο τέλος του διηγήματος «Ο δρόμος του Καφέ». Στιγμές που δεν αναιρούν σε τίποτα την αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ότι έχει να κάνει με έναν ώριμο μάστορα του λόγου. Και ότι, δεκατρία βιβλία μετά, ο Δημήτρης Νόλλας δείχνει πιο έτοιμος παρά ποτέ να εντοπίσει το καθολικό μέσα στο ειδικό και να εξεικονίσει τη νεοελληνική πραγματικότητα, στην πιο οικουμενική της διάσταση.
Τιτίκα Δημητρούλια| Η Καθημερινή