Με δεκατρία νέα κείμενα η τελευταία συλλογή του Δημήτρη Νόλλα «Ο παλαιός εχθρός» («Καστανιώτης», σελ. 125) περιέχει διηγήματα από εκείνα όπου ο πρωτογενής παραλογισμός που φωλιάζει στο βάθος της ψυχής των ηρώων εκτοξεύεται αναπάντεχα στην επιφάνεια για να σβήσει με μια αποφασιστική κίνηση κάθε αίσθημα ασφαλούς κανονικότητας και να αποκαλύψει μέσω της παράπλευρης οπτικής που αποδεσμεύει μιαν άλλην όψη του κόσμου.
Οι ήρωες του Νόλλα είναι άνθρωποι απλοϊκοί, φτωχοί, που συχνά βρίσκονται στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής κλίμακας, άτομα που ενίοτε κινούνται μέσα σε ένα περιβάλλον άθλιο, γκρίζο και απόκοσμο. Ο κόσμος αυτός δεν είναι ωστόσο ποτέ, όπως έχω σημειώσει ξανά, περιθωριακός με την έννοια ότι ο πεζογράφος κατορθώνει να ανακαλύψει, ακόμα και σε όσους είναι τόσο διαφορετικοί από τους λίγο-πολύ συνήθεις αναγνώστες του, τον κοινό ανθρώπινο παρονομαστή. Ο Νόλλας κάνει, με άλλα λόγια, την ιδιορρυθμία των ανθρώπων του αντιπροσωπευτική της ιδιορρυθμίας του κάθε ανθρώπου. Ο τρόπος που ο πεζογράφος δουλεύει δεν είναι βέβαια άλλος από τη μέθοδο της εξόρυξης των συναισθημάτων που βρίσκονται θαμμένα στο κοινό ανθρώπινο ψυχικό ορυχείο – γι’ αυτό και μπορούμε να αναγνωριζόμαστε ακόμα κι αν απέχουμε έτη (κοινωνικού) φωτός ο ένας από τον άλλο. Ο παραλυτικός φόβος, η αίσθηση καθήκοντος χωρίς προσδοκία άμεσης ανταπόδοσης, η ισοπεδωτική νοσταλγία, το ψέλλισμα της ψυχής συνθέτουν το κοινό αυτό ορυχείο. Και ο Νόλλας δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δημιουργεί μικρές αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικές ρωγμές στα πρανή αυτού του ορυχείου, απ’ όπου τα συναισθήματα ξεχύνονται με δύναμη έκρηξης. Οι μοναχικές λαϊκές και κοινωνικά παράταιρες διηγηματογραφικές φιγούρες του Νόλλα συντηρούν ακόμα ζωντανά τα στοιχεία του ξένου και του μεταβατικού, του ασύμπτωτου και του συγκρουσιακού, που, όπως έχω ξανασημειώσει, παίζουν τόσο βαρύνοντα ρόλο στην ποιητική του.
Τώρα γιατί κείμενα όπως «Το σκουριασμένο μαχαίρι», «Η Παναγίτσα του μπερντέ», «Είναι μακρύς του χωρισμού ο δρόμος», «Λόγια κλεμμένα» ή το «Βελούδο κάτω απ’ το τραπέζι» είναι κατά τη γνώμη μου μερικά από τα καλύτερα της διηγηματογραφίας Νόλλα, ενώ κείμενα όπως «Ο άλαλος άλλος», το «Κανένας μόνος και λυπημένος» ή «Ο δρόμος του Καφέ» δημιουργούν την αίσθηση κάποιας αδιόρατης αδυναμίας, είναι κάτι που πολύ δύσκολα μπορώ να εξηγήσω – για ένα πεζογράφο μάλιστα του βεληνεκούς του. Ίσως και διότι, όπως έχει υποστηρίξει ο σημαντικός μεσοπολεμικός Τέλλος Άγρας, «το αίσθημα της φόρμας –η αίσθηση της τελειότητας ή της ελαττωματικότητάς της– είναι αίσθημα μεταφυσικό, δηλαδή… αστάθμητο, ίσως και υποκειμενικό».
Όλα τα διηγήματα συνδυάζουν, πάντως, από τη μια τη δραματοποίηση του υλικού τους και από την άλλη τον σχολιασμό του: συνδυάζουν την απλοϊκή γιαγιάκα που ο αστόχαστος πολεοδόμος ανιψιός προσπαθεί να πετάξει στον δρόμο και παράλληλα τη συνείδηση της βαθιά ριζωμένης γνώσης για τη σημασία του δέοντος («Η Παναγίτσα του μπερντέ»). Συνδυάζουν τον Σώζο, τη γυναίκα του και τον αντικαταστάτη του Σώζου, καθώς και τη συναίσθηση ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια («Λόγια κλεμμένα»). Με τον ίδιον όμως ακριβώς τρόπο –με τον συνδυασμό της δραματοποιημένης πρώτης ύλης και του σχολιασμού της– είναι διαρθρωμένα και τα διηγήματα που θεωρώ πιο αδύνατα, όπως «Ο άλαλος άλλος» ή το «Κανένας μόνος του και λυπημένος». Τι συμβαίνει; Το γεγονός ότι οι ιστορίες τους σχετίζονται με βαρυσήμαντα κοινωνικά προβλήματα ή υπερευαίσθητα ζητήματα «πολιτικής ορθότητας» δημιουργεί καχυποψία και αναστολή. Είναι καλύτερα να ζει ο τρελός στο άσυλο ή μέσα στο χωριό, στη δική του, δηλαδή, κοινότητα, η οποία παρά την ενδεχόμενη σκληρότητά της τον αντιμετωπίζει σαν άνθρωπό της; Ποιος ρυθμίζει το παιχνίδι, ποιος φροντίζει ποιον και ποιος προστατεύει ποιον στη σχέση ανάμεσα σε μια νεαρή κοινωνική λειτουργό και σε έναν ισχυρογνώμονα εκπρόσωπο της τρίτης ηλικίας; Ποιες είναι, τέλος, οι συνέπειες του να παραβιάζουμε το περιβάλλον και τους παντοδύναμους φυσικούς νόμους για πολεοδομικές σκοπιμότητες; Καθώς τα διλήμματα είναι εκ προοιμίου γνωστά ενώ κάποιες από τις απαντήσεις πλανώνται εξ αρχής στον αέρα, η κειμενική ανάπτυξη χάνει την αποκαλυπτική δύναμη που διαθέτουν άλλα διηγήματα, στα οποία η απειρία των δυνατών προσανατολισμών εμφυσά στο σώμα τους τη δροσερή πνοή του αναπάντεχου καινούργιου.
Ελισάβετ Κοτζιά | Η Καθημερινή, στήλη: «Διακρίνοντας»