Το συμβολικό έτος 1974 (πτώση της χούντας – ξεκίνημα μιας πεζογραφικής και όχι μόνο μεταπολίτευσης) εκδίδονται οι νουβέλες του καταξιωμένου πια συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα «Νεράιδα της Αθήνας» και «Πολυξένη», αφενός χωριστά, αφετέρου απηχώντας την εξέλιξη που ο δημιουργός θα είχε με την πάροδο των χρόνων. Ο Νόλλας λοιπόν –καθαρά μεταπολιτευτικός συγγραφέας– λίγο γιατί τα δύο αυτά πονήματά του «ξεχάστηκαν» μέσα στην πληθώρα των εκδόσεων, λίγο γιατί ουδέποτε «ντράπηκε» για τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία, αποφασίζει να τα επανεμφανίσει, σ’ έναν τόμο, επιθυμώντας να εισπράξει από τους αναγνώστες περισσότερες παρορμητικές κρίσεις. Τόσο η «Νεράιδα της Αθήνας» –μία παραληρηματική εκδοχή των ιστορικών γεγονότων που χρωμάτισαν τη δεκαετία του ’60– όσο και η «Πολυξένη» –νουβέλα με έξι επί μέρους «διηγηματογραφικές» παραμέτρους– που συνδυάζει πολιτική, τέχνη και καθημερινότητα, σήμερα, όχι απλώς γίνονται το ίδιο αποδεκτές αλλά επιπλέον διεγείρουν το ενδιαφέρον για τις πρώτες τυπωμένες σελίδες του Δημήτρη Νόλλα.
Ας δούμε κατ’ αρχάς τη «Νεράιδα της Αθήνας»: Το πρώτο και σημαντικότερο που συμπεραίνει κανείς για τη νουβέλα αυτή είναι το γεγονός ότι γράφτηκε κατά τη διάρκεια της επταετίας, μπορεί και νωρίτερα. Έτσι, αν κάποιος αναρωτηθεί γιατί ο Νόλλας δημοσίευσε κείμενά του στα τριάντα τέσσερά του χρόνια, η απάντηση βρίσκεται ακριβώς εκεί: Δεν ήθελε να εκδώσει όταν άλλοι συμπατριώτες του βασανίζονταν στα ξερονήσια. Η στάση αυτή του Νόλλα έχει δύο πτυχές. Κατ’ αρχάς πληροφορεί όσους αμφισβητούν την πολιτική του αφετηρία και κατά δεύτερον συμμετέχει σωματικά αλλά και ψυχικά και πνευματικά στην πτώση της τυραννίας. Γιατί το βιβλίο είναι καθαρά πολιτικό. Ίσως με μια αναρχική δομή, μ’ έναν κατακρεουργημένο θεματολογικό ιστό, με μια ισοπεδωτική αντίληψη για τα πάντα, με μια σύμπραξη έρωτα και πολιτικής, τέλος με μια ανανεωτική αντίληψη για το αριστερό κίνημα, ο Νόλλας δείχνει το πρόσωπό του πολύ νωρίς, όταν άλλοι ψάχνουν ακόμη τις ιδεολογικές τους καταβολές ή το πολιτικό τους μέλλον. Ένα πρόσωπο χαμένο στη δίνη των αγώνων για ελευθερία στην έκφραση, για θεσμούς που πρέπει να διέπουν ένα σύγχρονο κράτος, τέλος, μια ριζική αλλαγή της νοοτροπίας και των συμπεριφορών του «νέου» Έλληνα, που γεννήθηκε τότε. Η «Νεράιδα της Αθήνας» είναι μια κραυγή που ο Νόλλας απευθύνει σε όσους βρίσκονται στο κενό, στον αέρα ή στη θάλασσα, περιμένοντας, αυτό είναι αλήθεια, κάποια απάντηση· που συνήθως έρχεται μεταμφιεσμένη, χωρίς όμως να τον αποθαρρύνει απ’ το να συνεχίσει την πεζογραφική του αγωνία, να την καταθέτει συγκρατημένα και χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Ας έλθουμε τώρα στην «Πολυξένη»: Εδώ, έξι διηγηματογραφικού χρώματος κομμάτια (ερεθίσματα, εμπνεύσεις) συγκροτούν το βιβλίο, με την εκπληκτική έξοδο του πεζού «Πλατεία Αγίων Ασωμάτων»· όπου ο Νόλλας ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη του κόσμου, όχι ως τουρίστας αλλά ως συνεπής παρατηρητής και καταγραφέας, μεταφέρει εικόνες από τα πλέον απίθανα σημεία του πλανήτη. Το πολιτικό στοιχείο υποχωρεί, το επαναστατικό σθένος καταλαγιάζει, η αμφισβήτηση τίθεται σε αμφισβήτηση, το, προς λογοτεχνική χρήση, υλικό νοικοκυρεύεται, η αντίδραση στο συντηρητικό μετριάζεται· με δυο λόγια άλλα σημάδια τροφοδοτούν τη γραφή του Νόλλα: Ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι αξίες που μένουν αναλλοίωτες, το πεζογραφικό παιχνίδι (η ανάγκη δηλαδή να αφηγηθεί κάποιος μια ιστορία, που πρέπει να ταρακουνήσει όποιον τη διαβάσει). Και άλλα διάφορα στοιχεία, όπως η φιλία, οι αντροπαρέες, ο νόστος κ.λπ., τέλος η τεθλασμένη γραμμή που ακολουθεί ένα τραίνο (υποταγμένο στις ράγες του – στις ρίζες του θα έλεγα εγώ) δίνουν το χρώμα στο βιβλίο, που χρόνια αργότερα θα γεννήσουν το «Τρυφερό δέρμα» και τα «Θολά τζάμια», ενώ από τη «Νεράιδα της Αθήνας» θα ξεπηδήσουν το «Πέμπτο γένος» και «Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε». Εν κατακλείδι, η «Πολυξένη» συγκεκριμενοποιεί τα ερεθίσματα του Νόλλα, τα βάζει σε μια σειρά, τους δίνει οντότητα και ταυτότητα, απαλλάσσοντας, πολύ περισσότερο, το έργο που ακολουθεί από απόπειρες συντριβής μπροστά σε τοίχο από μπετόν.
Γύρω στα 1980, πριν από είκοσι πέντε δηλαδή περίπου χρόνια, όταν ανακάλυψα και μελέτησα τις δύο νουβέλες του Νόλλα, η αντίδρασή μου ήταν τόσο θετική, που τα βιβλία αυτά έγιναν αμέσως σημεία αναφοράς, για τα μέχρι τότε διαβάσματά μου. Σήμερα που τα ξαναδιάβασα «είδα» το πόσο λίγα είχα «δει» τότε· έτσι συμπληρώνοντας ακόμη το ιδεολογικό και κριτικό μου οπλοστάσιο το κέρδος ήταν διπλό. Αίσθηση που θα αποκομίσουν, πιστεύω, και όλοι όσοι γνώρισαν τα πεζά του Νόλλα αφ’ ότου άρχισαν οι βραβεύσεις και ίσως αγνοούν τα πρώτα του βήματα.
Ο Χρίστος Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Γιώργος Βέης, Με τη σμίλη του μάστορα | Η κυριακάτικη Αυγή, 6 Μαρτίου 2005
Δημήτρης Νόλλας, «Ο παλαιός εχθρός», διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2004
Να το επιθυμεί όπως μια φλέβα το ξυράφι
(από το βιβλίο, σελ. 101)
Στην Κίνα, όπου τα μεγέθη προκαλούν συνήθως τη γνωσιολογική μας πρόσληψη, επώνυμοι συγγραφείς έχουν ήδη αρχίσει να αποθέτουν τα μυθιστορήματα-ποταμούς τους στις λιλιπούτειες οθόνες των φορητών τηλεφώνων των εκατομμυρίων αναγνωστών τους. Επιδιώκοντας προφανώς να συντάξουν και να αναδείξουν την αεικίνητη πολυμορφία της καθημερινής ζωής στη μικροσκοπική φωτεινή σελίδα του απαραίτητου πλέον κινητού πομποδέκτη, οι λογοτέχνες καταφεύγουν για μια ακόμη φορά στην παραγωγική σύζευξη του «άγαν» και του «πλην». Η λειτουργική ανάπλαση του κόσμου τελείται δηλαδή μέσα από την επεξεργασία μειζόνων θεμάτων του βίου, κατά τρόπο ηλεκτρονικά πρόσφορο και μάλιστα ιδιαζόντως μινιμαλιστικό. Στον τόπο μας, ο Δημήτρης Νόλλας έχει αποδείξει στην αφηγηματική πράξη ότι ξέρει να καθυποτάσσει και να ανασυντάσσει με μεγάλη ευχέρεια τη φαινομενολογία του σύγχρονου άγους. Με υποδειγματική οικονομία των εκφραστικών του μέσων, εμμένει σταθερά και στα δεκατρία κομμάτια που στελεχώνουν τον «Παλαιό εχθρό», τόσο στην λειτουργική αξιοποίηση της ειδοποιού πληροφορίας από τον χωρόχρονο του «συγκεκριμένου» όσο και στην διερμηνεία της όποιας σημαίνουσας, αποφασιστικής λεπτομέρειας από την διαπάλη μας στην αρένα κοινότατων, παθολογικά χρόνιων τριβών. Η εμβάθυνση στις παραμέτρους της συμπεριφοράς των αντιφατικών, αυτοβραχυκυκλωμένων συνήθως, χαρακτήρων του, συμβαίνει όχι μόνον απρόσκοπτα, αλλά —το κυριότερο— διακριτικά. Είναι σα να αποτυπώνεται, μ’ άλλα λόγια, σε έναν κειμενικό κόκκο ρυζιού η φαντασμαγορία του απτού.
Η περιπτωσιολογία των δεινών της ύπαρξης αποτελεί βεβαίως, επί σειρά ετών, το ισχυρό απόθεμα της πρωτογενούς ύλης. Από εκεί αντλεί και «Ο παλαιός εχθρός» τις αφορμές του. Ενδεικτικά διακρίνω: την καταστατική αβελτηρία του ερωτικού συντρόφου (βλ. «Ο δρόμος είναι σκοτεινός», σελ. 59 επ.), την αδιέξοδη προσέγγιση της ετερότητας-Πυθίας (βλ. τη «Μικρή νυχτερινή μουσική σε φωτισμένο μπαλκόνι», σελ. 95 επ.), τις παράλογες ή γελοίες πτυχές της ανθρώπινης ματαιοδοξίας (βλ. «Ο δρόμος του καφέ», σελ. 39 επ.), τον θρίαμβο της τρέλας σε αρκετές στιγμές της δραστηριότητάς μας ως μέλη της αγοράς-κυψέλης (βλ. «Ο άλαλος άλλος», σελ. 9 επ.) και τις πάγιες φοβίες που μας γέμιζε ανέκαθεν η προοπτική της συμβίωσης με τους «συνανθρώπους» μας, συμπεριλαμβανομένων τώρα των ευκαιριακών μεταναστών-αποδήμων, λαθραίων και μη (βλ. «Το σκουριασμένο μαχαίρι», σελ. 29). Αυτές είναι, από μία άλλη οπτική γωνία, οι σταθερές του πανικού, που υπαινίσσονται αδιαλείπτως οι διηγηματικές περσόνες.
Σε συνδυασμό με την έντεχνη προβολή πολλών απρόοπτων εκδηλώσεων του ορμέμφυτου, ο λόγος κλιμακώνει συνειδητά τη δυναμική του, προσδίδοντας στο τελικό αποτέλεσμα τη λάμψη του τραγικού. Τίποτε δεν πάει χαμένο και τίποτε δεν περισσεύει στη διάταξη των επιμέρους εκλεπτύνσεων, αλλά και των διαδοχικών ανατροπών της φαντασιακής τάξης. Κατ’ εξοχήν δείγμα αυτών των τάσεων είναι το διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στο βιβλίο. Εδώ οι παρακειμενικές δείξεις (πρβλ. την παρεμβολή στίχων – εμβλημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου, βλ. σελ. 75 και 67, αντιστοίχως) και οι ανταποκρίσεις, ή αντιστοιχίες γενικότερα από τη σφαίρα του κρυπτικού, ποιητικού φωνήματος, δρουν παραπληρωματικά, συντελώντας αποφασιστικά στην ενδελεχή διάρθρωση του εσωστρεφούς, καλειδοσκοπικού αφηγήματος.
Ως κατακλείδα των έως σήμερα εφαρμογών, η συλλογή αυτή θα ισχυριζόμουν ότι συνιστά μια άρτια επιτομή των προσωποπαγών θεματικών και υφολογικών εμμονών του συγγραφέα, στο βαθμό που το έλασσον της μορφής παραπέμπει αμέσως σε ένα ευρύτερο δημιουργικό πλαίσιο. Στη σκιά του ζωτικού, πολύσημου παρόντος, το διήγημα του λεπτουργού Δημήτρη Νόλλα προωθεί εγκαίρως τον αυτοέλεγχό του, τεκμηριώνει την ιδιοπροσωπία του, καλλιεργώντας ασφαλώς την πεζογραφική έκπληξη, και ανάγει ευφυώς τον κλαυσίγελο σε ειμαρμένη.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής.
Χρίστος Παπαγεωργίου | Η κυριακάτικη Αυγή