Με αφορμή τα “Million-dollar-babies” που έρχονται.
Σπαράζει η καρδιά του ανθρώπου μπροστά στην ερειπιώδη σάρκα, σε αυτό που κάποτε υπήρξε το σφριγηλό σώμα και σε αυτό που κατάντησε. Κάποτε ζωντανές υπάρξεις και επιθυμητές ομορφιές, έτοιμες να δεχτούν φιλιά κι αγάπη, να δημιουργήσουν και να προσφέρουν στον κόσμο. Και τώρα, πλάσματα βουβά και υπό κατάρρευση, που το βλέμμα μας αποφεύγει.
Ένα βάρος.
Είναι γνωστό από παλιά, πως ακόμη κι ο διάβολος, πενήντα χρόνια νεότερος, είναι αγγελικά όμορφος. Αυτό μπορεί να το αναγνωρίσει ο καθένας μας, αρκεί να κοιτάξει μια παλιά φωτογραφία, ένα βίντεο, ή αν αρκεστεί σε μαρτυρίες συγχρόνων ενός ανθρώπινου ράκους, που έχει ξεπεράσει τα 65 του χρόνια. Η ομορφιά με τα νιάτα πάνε χέρι χέρι. Καιρός για όλους και για όλα.
Ένα τέτοιο όμως ανθρώπινο ράκος, κουρασμένο από την απουσία υγίειας και ομορφιάς, εφ’όσον το επιθυμεί, μπορεί να δώσει τέλος σε μια ζωή ανάπηρη. Εμείς γιατί πρέπει να αποφασίσουμε στη θέση εκείνου που δεν μπορεί να εκφράσει τη θέλησή του; Επιλέγουμε να μην υπάρξει ο άχρηστος και άσχημος, αυτός που δεν προσφέρει πλέον; Και με τους ανήμπορους να εργαστούν, τι σχεδιάζουμε να κάνουμε μ’αυτούς; Εχουμε βάλει τον άνθρωπο στη θέση μιας μηχανής που όταν δεν προσφέρει, αποσύρεται. Ο κόσμος, όμως, δημιουργήθηκε για να υπάρχει.
Μπορώ να καταλάβω κάποιον, που είναι ανίκανος να προσφέρει και να αντέξει το βάρος της αγάπης που έχει απόλυτη ανάγκη μια φθίνουσα ανθρώπινη ύπαρξη, και είναι ανήμπορη να μας τη ζητήσει. Όπως και να κατανοήσω εκείνον που δυσκολεύεται να παρασταθεί ο ίδιος στον αναγκεμένο. Και άλλοτε δεν άντεχαν οι άνθρωποι τον ανίατο διπλανό τους. Ο καθένας αντιμετώπιζε προσωπικά αυτό το άχθος αρούρης και το οικονομούσε. Αλλοι καταριόνταν την τύχη τους και άλλοι έκαναν υπομονή, ελπίζοντας. Και οι μεν και οι δε ποτέ δεν τόλμησαν να κάνουν θεωρία τη δυσκολία τους, όπως γίνεται σήμερα. Είναι εμείς που δεν αντέχουμε το βάρος τους, εμείς υποφέρουμε από την σκέψη και μόνον της αυταπάρνησης, και όχι οι ανίατοι, οι οποίοι δεν είναι παρά μόνον ανίατοι. Κι έτσι καλείται ο άνθρωπος να θανατώσει τον συνάνθρωπό του, να τον διευκολύνει τέλος πάντων, να απαλλαγεί από μια αβίωτη ζωή.
Στο εξής μόνον υγιείς, αρτιμελείς και νέα σφριγηλά κορμιά θα κατοικήσουν τον πλανήτη. Ούτε οι μεγαλύτεροι σωτήρες της ανθρωπότητας κατά τον περασμένο αιώνα, από τους γραφειοκράτες της Μόσχας μέχρις εκείνους της Ουάσινγκτων, περνώντας υποχρεωτικά από το Βερολίνο, δεν είχαν φανταστεί μια τέτοια ολοκληρωτική προοπτική: οι ίδιοι οι άνθρωποι να προτάσσουν την απανθρωπία τους.
Όταν μας γίνει συνείδηση πως είναι δυνατόν και πρέπει να απαλλαγούμε από τον άνθρωπο που αναπνέει, υπό το πρόσχημα πως υποφέρει, ενώ αυτό που εννοούμε είναι πως δεν μας προσφέρει τίποτα, ποιος θα μπορέσει τότε να αποτρέψει την εξολόθρευση τόσων άχρηστων που μας περιβάλλουν και μέχρι τώρα ζουν ακόμη ανάμεσά μας; Ανάπηροι πάσης φύσεως, κουλοί, κουτσοί, στραβοί, άφωνοι, τυφλοί και απροσάρμοστοι θα πάρουν σειρά. Ποιος δεν θα μπει στον πειρασμό να σκεφτεί έτσι; Και τότε θα δημιουργηθούν και θα αναλάβουν εταιρείες διεκπεραίωσης λεπτών υποθέσεων, ενδεχομένως και η κρατική κοινωνική πρόνοια, την εξολόθρευση εκείνων που κατά την κρίση μας είναι άχρηστοι, αφού το μόνο που κάνουν είναι να αναπνέουν. Η νέα γενιά των Ρασκόλνικωφ είναι εδώ.
Όμως οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να είναι χρήσιμοι. Ακόμη και ο ανθρώπινος πολτός, τα μοχθούντα κτήνη, ακόμη κι όταν τους μετατρέπουμε σε «τροφή για τα κανόνια» ή σε αποχαυνωμένους δούλους στρατοπέδων, είναι πρόσωπα που ζουν με την ελπίδα πως «κι αυτό θα περάσει». Ζυμωμένοι με ελπίδες και προσδοκίες, οι άνθρωποι είναι. Ελπίζουν και παίζουν το σκληρό παιχνίδι της ζωής. Γνωρίζουν την φθαρτή τους συνθήκη και ζουν με αυτήν. Κι όσοι δεν το γνωρίζουν, το ψυλλιάζονται, δεν έχουν ανάγκη την οργανωμένη συμπόνια μας. Είναι η δική μας καρδιά πέτρα που θεωρεί πως η ζωή είναι μόνον ροζ. Το μονοπάτι της λεγόμενης ευθανασίας μετατρέπεται σε λεωφόρο θανάτου, αν αποδεχτούμε την αφαίρεση ζωής για λόγους ευσπλαχνίας, γιατί είναι από τη μικρή πόρτα του καλού που εισβάλει πάντα το μεγάλο κακό. Κι έτσι τα δύο βασικά ερωτήματα θα στοιχειώνουν τις αποφάσεις μας γύρω από το ζήτημα: πόσο Θεός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και ποιος τον έπεισε (ποιος του ψιθύρισε στο αυτί;) πως η ζωή είναι ένα πολύχρωμο κι ανέμελο λούνα παρκ, όπου το καρουζέλ γυρίζει χαρούμενα αιωνίως. Η φθορά δεν είναι ασθένεια να την χαπακώσεις.
Όταν όμως το Χόλλυγουντ καταπιάνεται με το θέμα, βρισκόμαστε λίγο πριν την νομοθετική κατοχύρωση της ευθανασίας. Και είναι τότε που ο Καιάδας θα μοιάζει με παιδικό παραμύθι, συγκρινόμενος με την κοινωνία του ευδαιμονισμού και της αγοράς, όπου οργανωμένα πλέον θα προωθείται το ξεκαθάρισμα των ανθρώπων σε χρήσιμους και άχρηστους. Μάθαμε να σκοτώνουμε τα έμβρυα στην κοιλιά της μάνας, στους ανάπηρους θα σταματήσουμε; Αν και όπως ισχυρίζεται ο ζωγράφος Αλέκος Φουντουκλής, «όσο κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσά μας τα αδέσποτα σκυλιά, να μην φοβάστε.
Τίποτα δεν έχει ακόμη χαθεί».
Ας είναι αυτό παρηγοριά μας.