Τι θα κάνουμε με όλους εκείνους που υπήρξαν κομμουνιστές στα νιάτα τους και εξακολουθούν να ζουν ανάμεσά μας; Με όλους αυτούς που έζησαν, δούλεψαν, στήριξαν και ύμνησαν ένα καθεστώς ανελεύθερο, όπου η διαφορετική άποψη εξασφάλιζε εισιτήριο για το δημόσιο ψυχιατρείο, και συνεχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας; Τι ακριβώς καλούνται να πληρώσουν;
Και το ερώτημα, βεβαίως, δεν αφορά στους ανθρακωρύχους του Κλάντνο και του Μοστ. Αυτοί, μετά το 1989, εντάχθηκαν στο καταναλωτικό χοιροστάσιο, αφού κατέθεσαν το σκαλπ της ψυχής τους, και τους αρέσει.
Το ερώτημα αφορά σ’ εκείνους που κατάφεραν να δουν και να εκφράσουν την κόλαση του εικονικού παραδείσου που ανοιγόταν μπροστά μας με αποτέλεσμα να έρθουν αντιμέτωποι με την βαθειά συνείδηση του συστήματος: με τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Γιατί ποιος νοιάζεται, και γιατί, με το τι έκανε 60 χρόνια πριν ένας νεαρός κομμουνιστής. Η προβολή μιας πράξης του στο σήμερα, δεν μπορεί παρά να έχει στόχο την σημερινή του στάση ζωής.
Το αστυνομικό μέρος της ιστορίας : αρχές της δεκαετίας του ’50, ένας εικοσάχρονος φοιτητής, νέος κομμουνιστής και υπεύθυνος της φοιτητικής εστίας στην οποία ζούσε, ανέφερε την παρουσία ενός παρείσακτου στους χώρους της, εκεί που ακόμη και οι συγγενείς επισκέπτες των φοιτητών έπρεπε να δηλώνονται στην αστυνομία. Πρακτική γνωστή και στον τόπο μας εκείνα τα χρόνια.
Σήμερα, 60 χρόνια μετά, ο Μίλαν Κούντερα εγκαλείται επειδή επέδειξε ανικανότητα να διακρίνει στο πρόσωπο ενός αμερικανού πράκτορα έναν «μαχητή της ελευθερίας» και να τον καλύψει. Και επιπλέον επέτρεψε να καταλυθεί το πανεπιστημιακό άσυλο, αποφεύγοντας να προτάξει τα στήθη του. Στην Τσεχοσλοβακία του 1950.
Στην καλύτερη καφκική παράδοση το πρωθύστερο χτυπάει κόκκινο, καθώς ο Κούντερα δέχεται χτυπήματα απαξίωσης του πνευματικού του έργου, της ίδιας του της υπόστασης. Καμία συγχώρεση για ό,τι υπήρξε, και το ζητούμενο είναι να χτυπηθεί στο πρόσωπο του Κούντερα η δυναμική του έργου του. Ενός συγγραφέα που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχε δηλώσει πως «η ταυτότητα ενός λαού και του πολιτισμού του αντικαθρεφτίζονται στα πνευματικά του επιτεύγματα – όλα αυτά που ονομάζουμε ‘κουλτούρα’. Όταν αυτή η ταυτότητα απειλείται με αφανισμό, η πνευματική ζωή αναπτύσσεται με μεγαλύτερη ένταση και αποκτά μεγαλύτερη σημασία, έως ότου η ίδια η κουλτούρα του μεταβάλλεται σε μια ζωντανή αξία, γύρω απ’ την οποία συστρατεύεται ολόκληρος ο λαός» και είχε εν συνεχεία καταγγείλει πως ένας σημερινός συγγραφέας «δεν απευθύνεται πλέον ευθέως στο αναγνωστικό κοινό – πρέπει να επικοινωνήσει μαζί του μέσω ενός ημιδιαφανούς φράγματος που έχουν υψώσει τα ΜΜΕ» ( New York Review of Books, 26 Aπριλίου 1984).
Έχοντας μιλήσει έτσι, εδώ και 25 χρόνια, και έκτοτε αποκλείοντας το νταραβέρι με δημοσιογράφους και τους «κλακαδόρους της τηλεόρασης», ο Κούντερα είχε ανοίξει λογαριασμό που περίμενε την ώρα του για να πληρωθεί. Ο Κούντερα δεν «έπαιζε μπάλα» κι αν δεν ήταν αυτή η ιστορία, θα βρισκόταν κάτι άλλο να τον συνετίσει. Αν το πνεύμα του παμπουστισμού δεν είχε κατακλύσει την σύγχρονη κοινωνία, θα είχαν ήδη επιστρατευθεί για την περίπτωσή του ένα ροζ καλσόν και ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες στην Συγγρού.
Το να καταγγέλλεις τους κομμουνιστές και τα πεπραγμένα τους, αλλά και την ίδια την ύπαρξή τους ως προσώπων που είχαν την ατυχία να γεννηθούν ανάμεσα στα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου, και επέμεναν να υψώνουν ανάστημα στην λαίλαπα στην οποία παραδέρνουν πλέον οι πάντες, είναι όρος ύπαρξης του σημερινού συστήματος. Δεν αρκεί πως εκείνο το σύστημα κατέρρευσε σαν ολοζώντανη απόδειξη του αδιεξόδου του, πρέπει κι εκείνοι που το έζησαν να το αναθεματίσουν για να μην υπάρξει ούτε η ανάμνησή του. Όσοι υπήρξαν τότε, στο μισό του κόσμου, δεν έπρεπε να έχουν ζήσει.
Ο Κούντερα δεν έπρεπε να υπάρχει, ήταν λάθος που γεννήθηκε.
Η μουγκαμάρα της πνευματικής κοινότητας μπροστά στην πυρά. Όποιος φοβάται και τρομοκρατείται είναι έτοιμος να δεχτεί προστάτη. Ο τρόμος πρέπει να καλύψει τα πάντα, από τις φυσικές καταστροφές μέχρι την 11 Σεπτεμβρίου, ώστε οι προστάτες να κυριαρχήσουν.
Η υπόθεση Κούντερα κι ο χειρισμός της είναι μάρτυρες.